Mερικές αλήθειες για το ασφαλιστικό – μέρος 1ο
Πόσο «αναπόφευκτη» είναι η κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος;
της Μαρίας Γασπαρινάτου
Με δεδομένη τη γνωστή συνταγή (αύξηση ορίων ηλικίας, μείωση συντάξεων, δημιουργία νέων γενεών ασφαλισμένων κ.λπ.) η κυβέρνηση ανοίγει ξανά το θέμα του ασφαλιστικού. Και παρά τους ήπιους τόνους που επιλέχθηκαν κατά την εξαγγελία των προγραμματικών δηλώσεων, θέλουν να τελειώνουν με την κοινωνική ασφάλιση. Γι’ αυτό και για άλλη μια φορά προβάλλεται ως πρόβλημα καταρχήν η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Πρόβλημα, όμως, που προκύπτει από την πολιτική των κυβερνήσεων, εδώ και πολλά χρόνια, και το οποίο μπορεί να λυθεί σε όφελος και του ασφαλιστικού συστήματος και των ασφαλισμένων, με λύσεις που δεν προτείνονται, ακριβώς για να προβληθεί το αναπόφευκτο της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και να κουκουλωθούν οι ευθύνες.
Η επιλογή που γίνεται σε πολιτικό επίπεδο –γιατί σε τέτοιο επίπεδο παίρνονται οι αποφάσεις, ενώ οι οικονομικές και λογιστικές μελέτες έπονται, ακριβώς για να αιτιολογήσουν τις πολιτικές επιλογές– είναι η εκχώρηση του τομέα της κοινωνικής ασφάλισης στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η μετατροπή των αποθεματικών και της περιουσίας των ταμείων σε λεία για τις χρηματαγορές και η απαλλαγή της εργοδοσίας και του μεγάλου κεφαλαίου από το κόστος που συνεπάγονται οι υποχρεώσεις τους στα ταμεία. Η ιστορία ξεκινά από το νόμο 1611 του 1950, που υποχρεώνει τα ταμεία να καταθέτουν το σύνολο των αποθεματικών τους στην Τράπεζα της Ελλάδος με μηδενικό επιτόκιο. Στη συνέχεια, αυτές οι καταθέσεις χρησιμοποιήθηκαν για παραχώρηση των γνωστών αγύριστων θαλασσοδανείων σε εφοπλιστές και βιομηχάνους, με πολύ χαμηλό επιτόκιο, και ακολούθως για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής αντί του κρατικού προϋπολογισμού από τις κυβερνήσεις. Ακολουθεί το τζογάρισμά τους στο χρηματιστήριο και, τέλος, η «επένδυσή» τους σε επικίνδυνα χρηματιστηριακά προϊόντα και το πρόσφατο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων. Ταυτόχρονα, τα ελλείμματα που εμφανίζονται στη δεκαετία του ΄80 εξαιτίας των προηγούμενων πρακτικών καλύπτονται με δανεισμό από το τραπεζικό κεφάλαιο με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια. Με αυτούς τους τρόπους, το μεγάλο «φιλέτο» των αποθεματικών των ταμείων, δηλαδή τα χρήματα που με την εργασία τους έχουν συσσωρεύσει οι εργαζόμενοι και τους ανήκουν, περνάει στα χέρια των αετονύχηδων του μεγάλου κεφαλαίου. Επιπλέον, η πρόσφατη νομοθεσία (Ν.2676/1999) έχει αυξήσει το ποσοστό των αποθεματικών που μπορεί να τζογάρεται στο χρηματιστήριο σε 23%, και εκφρασμένη πρόθεση αποτελεί το να φτάσει αυτό το ποσοστό στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 70%. Μόνο την 3ετία 1999-2002 χάθηκαν στο χρηματιστήριο 3,5 δισ. ευρώ από τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες η ληστεία των αποθεματικών σήμαινε απώλειες εκατοντάδων δισ. ευρώ, ενός τεράστιου ποσού που εξασφάλιζε το παρόν και το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος.
Την ίδια στιγμή που ισχύουν όλα τα παραπάνω, χαρίζονται με νομοθετικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ τεράστια ποσά στους μεγαλοοφειλέτες των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία προέρχονται από τη μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών.
Άρα, το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επί χρόνια μεθοδευμένη και συμφωνημένη προσπάθεια καταλήστευσης και διάλυσης των ασφαλιστικών ταμείων από μεριάς όλων των κυβερνήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου. Οπότε και η όποια ανησυχία εκφράζουν οι κυβερνώντες σχετικά με το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης είναι υποκριτική και πρέπει να μας υποψιάζει.
Το δεύτερο πράγμα έχει να κάνει με το αν και κατά πόσο είναι αντιστρεπτή αυτή η πορεία διάλυσης. Και εδώ υποστηρίζουμε ότι είναι αντιστρεπτή, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για καμία «μεταρρύθμιση» και «αναδιάρθρωση», αρκεί να γίνουν τα αυτονόητα.
Κάθε χρόνο το ΙΚΑ χάνει έσοδα από εισφοροδιαφυγές 1,8 δισ. ευρώ. Στο τέλος του 2007, οι οφειλές του κράτους στα ταμεία θα ξεπερνούν τα 8,7 δισ. ευρώ, ενώ οι οφειλές των μεγαλοεργοδοτών τα 8,2 δισ. ευρώ. Το κράτος δεν αποδίδει το 1% του ΑΕΠ στα ταμεία ετησίως, όπως προβλέπεται από το νόμο Ρέππα. Η ανασφάλιστη εργασία υπολογίζεται ότι αφορά 1 εκατ. εργαζόμενους, κυρίως μετανάστες. Και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΙΚΑ είναι διαλυμένοι, αφού δεν καλύπτονται ούτε κατά 30% οι ανάγκες τους σε προσωπικό. Επιπλέον, η πολιτική της εθελούσιας εξόδου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που έρχεται σε λογική αντίθεση με την προτεινόμενη παράταση του εργασιακού βίου, επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τα ταμεία.
Άρα, το πρώτο που θα σκεφτόταν κάποιος που πραγματικά θα ήθελε να συμβάλει στο να υπάρχει ένα δημόσιο υγιές σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για όλους θα ήταν να επιστραφούν τα κλεμμένα και να αποδίδει το κράτος και η εργοδοσία αυτά που τους αντιστοιχούν στα ταμεία. Να εισπραχθούν τα χρωστούμενα. Να σταματήσουν τα «δωράκια» στους μεγαλοοφειλέτες. Να πάψει ο χρηματιστηριακός τζόγος με τα λεφτά των ταμείων. Να εξαλειφθεί η ανασφάλιστη-μαύρη εργασία. Ας γίνει μια μελέτη που να απεικονίζει την κατάσταση του ασφαλιστικού συστήματος, εφόσον πραγματοποιηθούν όλα τα προηγούμενα. Και τότε να συζητήσουμε αν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι «βιώσιμο» ή όχι.
Το γεγονός ότι δεν γίνεται καμία κίνηση σε αυτή την κατεύθυνση σημαίνει ότι υπάρχουν προειλημμένες αποφάσεις και συμφωνίες να ισοπεδωθεί κι αυτό το κοινωνικό αγαθό από το νεοφιλελευθερισμό. Αντίθετα, οι «σοφοί» αναμασούν τη γνωστή καραμέλα της παράτασης του εργάσιμου βίου κ.λπ., που σημαίνει ότι στόχος είναι να μεταφερθούν όλα τα βάρη και το κόστος των πολιτικών επιλογών για την κοινωνική ασφάλιση στους εργαζόμενους. Και αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα.
Το με ποιον ακριβώς τρόπο θα γίνει αυτό θα το εξετάσουμε σε επόμενο σημείωμα.