Είναι φυσιολογικό αυτήν την περίοδο να γίνεται μεγάλη συζήτηση για τα λεγόμενα "σπασίματα" στη διάρκεια των κινητοποιήσεων. Τέτοιες συζητήσεις γίνονται τόσο στα πλαίσια του κινήματος, όσο και στα αστικά ΜΜΕ. Η δεύτερη περίπτωση δεν θα μας απασχολήσει εδώ, διότι οι ρηχές ερμηνείες και οι υστερικές κραυγές των τηλεπαραθυράκηδων "αναλυτών" δεν συζητούν και δεν εξηγούν τίποτα. Απλά χρησιμεύουν για να καλούν σε ακόμη πιο βάρβαρη καταστολή.
Το σίγουρο είναι πως, με όλη τους την ανομοιογένεια, "ακραίες πρακτικές" ασκούνται σήμερα από πολύ περισσότερους ανθρώπους απ’ ό,τι στο παρελθόν. Και μάλιστα συναντούν πολύ πιο ευρεία ανοχή, ακόμη και αποδοχή, από αρκετό κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για 3-4 γενικές κατηγορίες, ξεκινώντας από τις πιο "πολιτικές" ενέργειες και φτάνοντας στις πιο "λούμπεν", που έχουν και τη μικρότερη αποδοχή.
Καταρχήν υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας, και μάλιστα της μαθητικής, που βιώνει με εξεγερσιακό τρόπο το σημερινό κίνημα διαμαρτυρίας. Συχνά με ξέσκεπα πρόσωπα, μέρα-μεσημέρι, οι νέοι ξεσπούν τη δίκαιη οργή και το μίσος τους για τους φονιάδες και το καθεστώς που τους εκτρέφει επιτιθέμενοι π.χ. με πέτρες στα ΜΑΤ, πολιορκώντας αστυνομικά τμήματα, αναποδογυρίζοντας περιπολικά, ακόμη και αποσπώντας συλληφθέντες από τα χέρια των αστυνομικών. Όποιος τους κατηγορεί ως "ταραξίες" και "προβοκάτορες" ή δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει τίποτα!
Έπειτα, υπάρχει αρκετός κόσμος που επιτίθεται και καταστρέφει σύμβολα του συστήματος – από τράπεζες και κυβερνητικά κτίρια έως πολυτελή καταστήματα και γραφεία πολυεθνικών ή αλυσίδες σούπερ μάρκετ και ακριβά αυτοκίνητα. Συνήθως αυτός ο κόσμος δείχνει μια στοιχειώδη προσοχή και ευαισθησία, να μην καταστρέψει π.χ. μικρομάγαζα ή άλλη φτωχή περιουσία.
Τέλος, βλέπουμε και άτομα που καταστρέφουν τυφλά ό,τι βρουν. Εκμεταλλεύονται τη διαμαρτυρία και τις κινητοποιήσεις για να σπάσουν ακόμη και μικρομάγαζα, που είναι οι πιο "εύκολοι" στόχοι, φτάνοντας και στο πλιάτσικο. Ο μεγάλος όγκος των διαδηλωτών απομονώνει και γιουχάρει αυτά τα άτομα, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο κόσμος επεμβαίνει και σταματά τέτοιες καταστροφές και πλιατσικολογήματα.
Αυτή η τελευταία κατηγορία εκφράζει μια εξατομικευμένη απόγνωση και την απουσία πολιτικής-κοινωνικής συνείδησης. Ταυτόχρονα, αυτή η κατηγορία καταστροφών είναι που "προνομιακά" υπερπροβάλλεται από τα αστικά ΜΜΕ και γίνεται αντικείμενο χειρισμού από την εξουσία. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα "σπασίματα" είναι χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων εξεγέρσεων, από το Λος Άντζελες ως τα προάστια της Γαλλίας, παρά τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα σε κάθε περίπτωση. Και εκεί, όπως και εδώ, η λούμπεν φτωχολογιά, οι αποκλεισμένοι μετανάστες, οι περιθωριοποιημένοι επιδίδονται σε "τυφλές καταστροφές".
Εάν η Αριστερά θα μπορούσε να κάνει ένα λάθος, αυτό θα ήταν να μη μπορέσει να διακρίνει τις διαφορετικές κατηγορίες "ακραίων πρακτικών" και άρα να μην μπορέσει να διαφοροποιήσει τον τρόπο που τις αντιμετωπίζει. Εάν ήθελε να κάνει άλλο ένα λάθος, ακόμη μεγαλύτερο, θα ήταν να υποκύψει στην εξουσία και τα ΜΜΕ, που πιέζουν ασφυκτικά την Αριστερά "να καταδικάσει τη βία". Βέβαια, εάν το κάνει αυτό, θα εξασφαλίσει εύσημα από τον αστισμό και την κυβέρνηση (το ΚΚΕ για άλλη μια φορά τα κατάφερε ήδη!) – και θα αποξενωθεί ακόμη περισσότερο από αυτούς που υποτίθεται ότι θέλει να εκφράσει.
Όχι, η Αριστερά δεν φοβάται το μίσος και την αγανάκτηση πλατιών στρωμάτων της νεολαίας και του λαού. Η Αριστερά είναι υπέρ της μαχητικής δράσης και του μαζικού, ενωτικού κινήματος, που όσο δυναμώνει και ριζοσπαστικοποιείται τόσο περισσότερο γίνεται ικανό να εκφράσει το μίσος των "από κάτω" για τους "από πάνω". Η Αριστερά αφουγκράζεται τον κόσμο που υποφέρει και συμπιέζεται, στέκεται στο πλάι του και τον βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι η απόγνωση και ο θυμός του δεν αρκούν από μόνα για να αλλάξουν τα πράγματα, και απλά θα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η Αριστερά μπολιάζει την οργή που ξεχειλίζει απ’ όλους τους πόρους της κοινωνίας με τη μοναδική χρήσιμη και αποτελεσματική προοπτική, αυτήν που προσφέρουν οι αγώνες και η συλλογική δράση και οργάνωση.
Εάν όλα αυτά ίσχυαν ήδη, και εάν κάθε πρόταση της προηγούμενης παραγράφου δεν χρειαζόταν την προσθήκη των λέξεων "πρέπει να", τότε η συγκεκριμένη συζήτηση μάλλον δεν θα υφίστατο. Δηλαδή, αν η Αριστερά έκανε ήδη τη δουλειά της, σήμερα οι "ακραίες πρακτικές" θα ήταν πολύ διαφορετικές: λιγότερο αυθόρμητες, καθόλου τυφλές, και πολύ πιο οδυνηρές για την κυβέρνηση και συνολικά για την άρχουσα τάξη.
Μιχάλης Σιάχος