Σε μια πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη, ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου παρουσίασε σαν μια σημαντική επιτυχία της νέας διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ “το κίνημα αποδείξεων που υπάρχει σε όλη την Ελλάδα”. Είναι όντως αλήθεια ότι υπάρχει, όχι τόσο αυτή η “ζήτηση αποδείξεων”, αλλά μάλλον η συζήτηση στα ΜΜΕ επί της τάχα σωτήριας σημασίας των αποδείξεων. Οι άνθρωποι όντως ζητούν αποδείξεις αλλά μάλλον αυτό είναι που έκαναν τα τελευταία χρόνια. Αν κάτι αλλάζει σήμερα είναι ότι, τρομοκρατημένοι από τις διάφορες εξαγγελίες για τη μείωση ακόμη και του αφορολόγητου, πλέον φυλάνε τις αποδείξεις αντί να τις πετάνε στο καλάθι των αχρήστων – ελπίζοντας ότι έτσι θα τη γλιτώσουν.
Μόνο που δεν θα τη γλιτώσουν – κι αυτό είναι το πρώτο που χρειάζεται να σημειωθεί. Αν μειωθεί το αφορολόγητο –κι αυτός είναι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ–, τότε η διαφορά ανάμεσα στο παλιό αφορολόγητο, που ήταν 12 έως 13.000 ευρώ, με το νέο που θα γίνει από 7 έως 10.000 ευρώ, δεν πρόκειται να μπορεί να καλυφθεί με αποδείξεις. Πόσες αποδείξεις να μαζέψει ένα ζευγάρι συνταξιούχων; Πόσες αποδείξεις να μαζέψει ένας ελαστικοποιημένος νέος των 500 ευρώ; Ακόμη και για ένα δημόσιο υπάλληλο ή συνταξιούχο τα πράγματα είναι μαύρα, καθώς λόγω του μικρότερου αφορολόγητου θα αυξηθούν οι κρατήσεις περίπου 60-70 ευρώ το μήνα. Έτσι, στο τέλος του χρόνου, ο κύριος Παπακωνσταντίνου, με τον μειλίχιο τρόπο του, θα έχει παρακρατήσει από 750-900 ευρώ από κάθε δημόσιο υπάλληλο ή συνταξιούχο. Έναν μισθό δηλαδή. Να πώς κόβεται ένας μισθός – σχεδόν με το βαμβάκι. Ακόμη κι αν κάποιος καταφέρει και μαζέψει τις αποδείξεις, όταν μετά από ενάμιση σχεδόν χρόνο πάρει πίσω την παρακράτηση, θα έχει ήδη αρχίσει να τρέχει η νέα παρακράτηση του επόμενου χρόνου. Και θα είναι συνεχώς “ένα μισθό μέσα”. Συμπέρασμα: πάντα το ΠΑΣΟΚ ήταν χρήσιμο στο σύστημα, γιατί είχε τη μαεστρία να προβάλλει ένα σλόγκαν και να αποπροσανατολίζει τον κόσμο από την ουσία – αλλά εδώ αποδεικνύεται ότι οι άνθρωποι έχουν κάνει “διδακτορικό”, όχι στα οικονομικά, αλλά στο χειρισμό και τον αποπροσανατολισμό.
Η μείωση του αφορολόγητου, και άρα το φόρτωμα των φορολογικών βαρών στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας γι’ ακόμα μια φορά, είναι ο ανομολόγητος στόχος της κυβέρνησης. Είναι αστείο να πιστεύει κανείς ότι με τις αποδείξεις θα χτυπηθεί η φοροδιαφυγή που κάνουν, π.χ., οι μεγαλογιατροί κ.λπ. Γιατί αν αυτοί δώσουν απόδειξη, τότε ο πολίτης θα πληρώσει πολύ περισσότερα. Μην ξεχνάμε ότι ο πολίτης που προσφεύγει σ’ έναν μεγαλογιατρό, πηγαίνει από ανάγκη – όχι γιατί έχει λεφτά να ξοδέψει. Η λύση είναι να υπάρξουν δημόσιες υποδομές, που να κάνουν αχρείαστη και βαριά φορολογημένη την προσφυγή σε ιδιωτικές υπηρεσίες. Μόνο που αυτή η λύση είναι στον αντίποδα της πολιτικής που ακολουθείται, στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού.
Η συζήτηση για τις αποδείξεις και η επικέντρωση στο ζήτημα αυτό έχει μια παράπλευρη συνέπεια, για την οποία είναι επίσης πολύ ευχαριστημένος ο κ. Παπακωνσταντίνου αλλά και σύμπας ο οικονομικός και πολιτικός κόσμος του αστισμού: Αποσύρεται από το προσκήνιο η ουσιαστική συζήτηση για το τι έφταιξε και φτάσαμε σ’ ένα μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο, για το ποιες πολιτικές ευθύνονται. Αποσύρεται από το προσκήνιο η συζήτηση για το ποιος μπορεί και πρέπει να πληρώσει, για το αν υπάρχει εναλλακτικός δρόμος που να υπηρετεί όχι τη μειοψηφία του πλούτου, αλλά τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας. Έτσι, ο κόσμος ωθείται –σωστότερα: τρομοκρατείται– να μαζεύει αποδείξεις και ούτε καν να σκέφτεται ότι το μεγάλο κεφάλαιο παραμένει, ουσιαστικά, σε φορολογική ασυλία. Ότι εκκλησία και εφοπλιστές δεν πληρώνουν φόρους. Ότι οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ μέσα σε μία δεκαετία μείωσαν τον φορολογικό συντελεστή των κερδών από το 51% στο 25% και καταλήστεψαν το λαϊκό εισόδημα για να περισώσουν τα κρατικά έσοδα. Στον τρομοκρατημένο λαό επιτρέπεται να ευγνωμονεί τους Ευρωπαίους εταίρους, που φροντίζουν, τάχα, να μπει τάξη σ’ αυτό το χάος που λέγεται Ελλάδα. Αλλά δεν του επιτρέπεται καν η σκέψη ότι είναι ακριβώς η Ευρώπη του νεοφιλελευθερισμού, της ΟΝΕ και του Συμφώνου Σταθερότητας, που επέβαλε στην Ελλάδα την αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού, που έκανε την Ελλάδα μια χώρα εισαγωγών και που σήμερα σφίγγει τη θηλιά του χρέους με τον πλέον προκλητικό τρόπο, καθώς δεν επιτρέπει στο ελληνικό δημόσιο να δανειστεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το χαμηλό επιτόκιό της του 1%, αλλά αντίθετα του επιβάλλει να δανείζεται από τις εμπορικές τράπεζες με 5-6%, όταν σε αυτές τις εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζονται από την ΕΚΤ με το 1% – και μάλιστα με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου… Μια διαφορά επιτοκίου που θρέφει τα προκλητικά κέρδη των τραπεζών και που, στα 60 δισ. που ανακυκλώθηκαν φέτος από το δημόσιο χρέος, σημαίνει περίπου 2,5 δισ. ευρώ – όσο περίπου κοστίζουν οι 100.000 νέες θέσεις εργασίας. Αυτό το άμεσο και εφικτό παράδειγμα, και συνολικά η δυνατότητα ενός άλλου, αντιμονοπωλιακού και αντινεοφιλελεύθερου δρόμου που μπορεί να ακολουθηθεί, πρέπει να σβηστεί ακόμη και σαν σκέψη από το μυαλό του κόσμου. Τρέξτε για αποδείξεις και ξεχάστε τα όλα, λέει το ΠΑΣΟΚ σήμερα, έλεγε χθες η ΝΔ, προπαγανδίζουν τα ΜΜΕ. Ας μην τους κάνουμε τη χάρη. Ας μην τους επιτρέψουμε να καταργήσουν το δικαίωμα στη μνήμη, στην κρίση, στην απλή λογική, στην ελπίδα για ένα διαφορετικό αύριο.
Δημήτρης Υφαντής