Για να αλλάξουν τα πράγματα στην Αριστερά
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών κατέγραψε ένα αρνητικό για την Αριστερά αποτέλεσμα. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια ήττα που τον οδηγεί σε μια μεγάλη κρίση, της οποίας κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει την έκβαση. Στην κυριολεξία τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι σε πλήρη εξέλιξη ορισμένες διεργασίες που θα σημαδέψουν την παραπέρα πορεία του.
Είναι ένα συνολικά αρνητικό αποτέλεσμα για την Αριστερά, επειδή δεν προβάλλει η Αριστερά, ή έστω ένα μέρος της, σαν πειστικός πόλος έλξης και συσπείρωσης των εργαζομένων σε συνθήκες κρίσης, και διεμβολισμού του ευρισκόμενου σε κρίση δικομματισμού. Όταν λοιπόν η Αριστερά δεν μπορεί να φανεί ως κάτι διαφορετικό, ως μια πρόταση ποιοτικά διαφορετική, όταν φαντάζει και αυτή σαν “μία από τα ίδια” και ρίχνεται στο απαξιωτικό καλάθι του “όλοι ίδιοι είναι”, τότε κάτι σημαντικό συμβαίνει. Γι’ αυτό και πρέπει να ασχοληθεί η Αριστερά με τον ίδιο τον εαυτό της, και μάλιστα με σοβαρό τρόπο. Είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι ψηφοφόροι που ψήφισαν την Αριστερά το 2007, και της έστρεψαν τη πλάτη το 2009 – και αυτό δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητο. Το ΚΚΕ έχασε σχεδόν 1,5% σε ποσοστό, εξέλεξε έναν ευρωβουλευτή λιγότερο, και είδε σε απόλυτους αριθμούς να χάνει 155.000 ψήφους. Γι’ αυτό και στέρεψε γρήγορα ο κομπασμός που εκδηλώθηκε στα πρώτα έξιτ πολς. Φυσικά το “διατηρηθήκαμε” και κυρίως το “ευτυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε χάλια” δεν μπορούν να αναιρέσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Μπορούν όμως να τη διασκεδάσουν, αν και μόνο για λίγο.
Μέσα στη ζάλη από το κακό εκλογικό αποτέλεσμα, άρχισαν οι γενικεύσεις και θεωρητικοποιήσεις. Υπάρχει, λέει, μια γενική τάση μείωσης της Αριστεράς στην Ευρώπη. Άρα επηρεαστήκαμε από αυτήν. Ή η άλλη “μεγάλη αλήθεια” που ανακαλύφθηκε: πως μέσα στην κρίση γεννιούνται συντηρητικές και φοβικές αντιδράσεις. Λές και η Αριστερά ακολουθεί κάποιες γενικές τάσεις και εξελίξεις, και παρακολουθεί από απόσταση τι αντιδράσεις έχει ο κόσμος απέναντι στην κρίση. Αυτά τα πραγματικά στοιχεία, έτσι όπως προβάλλονται και διαχέονται (κάνοντας έκπτωση στο αναγκαίο ρόλο και στην παρέμβαση που πρέπει να έχει η Αριστερά, ειδικά σε τέτοιες κρισιακές συνθήκες) λειτουργούν απολογητικά. Διότι, τι “τάσεις” είναι αυτές, όταν υπάρχουν και άλλα, αντίθετα, αποτελέσματα; Π.χ. της Πορτογαλίας, όπου συνολικά η Αριστερά πήγε καλά, και οι δύο παρατάξεις της; Το Μπλόκο της Αριστεράς βγήκε πρώτο με 10,2% και το Κ.Κ. Πορτογαλίας δεύτερο με 10% – δηλαδή συνολικά η Αριστερά ενισχύθηκε και εκπροσωπείται καλύτερα στο ευρωκοινοβούλιο. Το παράδειγμα αυτό δείχνει δυνατότητες, και μάλλον και μια δουλειά, ένα ρίζωμα που έχουν οι φορείς αυτοί μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους. Οι αριθμοί πανευρωπαϊκά όντως δείχνουν ότι η Αριστερά δεν προβάλλει ως ένας εναλλακτικός πόλος – αλλά αυτό δεν είναι το πρακτικό αποτέλεσμα κάποιας αντικειμενικής τάσης που εκδηλώνεται μέσα στην κρίση: Είναι, αντίθετα, αδυναμία και έλλειψη της Αριστεράς.
Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στο να αναδειχθεί μια διαφορετική, πιο φρέσκια, πιο κινηματική, πιο ελπιδοφόρα και μαζική εκδοχή αριστεράς. Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ αυτό συμβόλιζε. Οι ευκαιρείς δεν αξιοποιήθηκαν. Στραγγαλίστηκαν από παθογένειες της υπαρκτής αριστεράς, από ανταγωνισμούς και μικροκομματικές-προσωπικές επιδιώξεις. Και το τελευταίο διάστημα ζούμε ένα νοσηρό κατήφορο, και προσπάθειες αντιστροφής του, με αβέβαιο όμως αποτέλεσμα. Στις υπόλοιπες σελίδες του παρόντος φύλλου θα βρείτε αρκετό υλικό για εκτιμήσεις και αποτιμήσεις αυτής της κατάστασης. Παραμένει το γεγονός του κλεισίματος ενός κύκλου προσπαθειών με θετικό πρόσημο στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, και εισόδου σε μια μεγάλη κρίση. Θα δούμε πού θα καταλήξει και τι θα αφήσει πίσω της.
Σε κάθε περίπτωση, το “όχι όπως πριν” πρέπει να σημαδέψει κάθε πρόταση συνέχισης και αναζωογόνησης του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορετικά, με τα διαρκή μπρος-πίσω στην πολιτική γραμμή, με παράταση της εικόνας μιας αλληλοσπαρασσόμενης συμμαχίας ετερογενών δυνάμεων, με οδηγό μια χρεοκοπημένη επικοινωνιακή πολιτική αντί της παρέμβασης σε διάφορους χώρους και ανάπτυξης δεσμών με τον κόσμο, και κυρίως με τον ηγεμονισμό και τη μονοπώληση-στραγγαλισμό του εγχειρήματος από τον ΣΥΝ… με όλα αυτά, με τη συνέχισή τους, οδηγούμαστε στην ακύρωση του εγχειρήματος και στην εφαρμογή της γραμμής του Λ. Κύρκου: “τέρμα ο ΣΥΡΙΖΑ και η αυθάδειά του”.
Αν κινηθούμε “όχι όπως πριν”, σημαίνει μεγάλες ανατροπές στον τρόπο ύπαρξης, λειτουργίας και συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει στήριξη της πολιτικής γραμμής και των διαδικασιών του ΣΥΡΙΖΑ, εγκατάλειψη της διπλότητας και της αμφισημίας στην πολιτική γραμμή. Και, βεβαίως, σημαίνει να προβάλλεται η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι κάποιας τάσης του ΣΥΝ, στα ΜΜΕ. Αυτά τα αυτονόητα –που στην πράξη δεν ήταν τόσο αυτονόητα– πρέπει να εφαρμοστούν εδώ και τώρα. Και, εδώ και τώρα, να διαμορφωθεί μια λειτουργία πιο συλλογική και αντιπροσωπευτική για τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα και διλήμματα που τίθενται μπροστά μας.
Δηλαδή το “όχι όπως πριν” δεν είναι ένας μακρινός προς κατάκτηση στόχος. Απαιτούνται τώρα ρήξεις και τομές που να δείχνουν ότι τα μηνύματα από τις ευρωεκλογές έχουν ληφθεί, ότι έχουν εντοπιστεί οι αδυναμίες, ότι γίνεται στην πράξη αυτοκριτική και παίρνονται συγκεκριμένες αποφάσεις, ρίχνονται στο τραπέζι συγκεκριμένες προτάσεις. Αν δεν γίνει τώρα κάτι τέτοιο, είναι σίγουρο πως δεν θα δοθούν πολλές ακόμη ευκαιρίες για αλλαγή των πραγμάτων – αν δεν είναι ήδη αργά με όσα γίνονται τούτες τις μέρες, και πλήττουν βάναυσα το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Για άλλη μια φορά, η αξιοπιστία της Αριστεράς αλλά και του συγκεκριμένου εγχειρήματος τίθενται υπό αμφισβήτηση. Και οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι σαν να μην συνέβη τίποτα σπουδαίο.
Μια αντίληψη του στιλ “ε, και το 4,7% δεν είναι άσχημο”, “ε, παραιτήθηκε ο Αλέκος, ουδείς αναντικατάστατος”, “στις βουλευτικές θα ξαναγυρίσουν οι ψηφοφόροι και το έχουμε το 7%” και άλλα τέτοια, που θυμίζουν φαιδρά πορτοκαλέα, δεν μας βοηθά σε τίποτα. Θέλει να απαλύνει πιθανά την πίκρα – αλλά κινητήριος μοχλός είναι το κουκούλωμα της ήττας και η δήθεν συσπείρωση όλων (το περίφημο “κανένας δεν περισσεύει”, άλλη μια αλήθεια στο βωμό της οποίας αλέθονται τα πολιτικά ζητήματα) για να διασωθούν κάποιες βουλευτικές έδρες. Και πάντως όχι ένα πραγματικό ενδιαφέρον για το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Είπαμε, για πολλούς αυτό είναι μόνο το “όχημα”, η “ομπρέλα”, το “εισιτήριο” για το 3%…
Ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ, τραυματισμένος από όλα αυτά, η βάση του ΣΥΡΙΖΑ, που μόχθησε και αγωνιά, έχει το λόγο. Να ζητήσει το λόγο και να πιέσει για λύσεις και προοπτική, για τη συνέχιση του εγχειρήματος σε νέες βάσεις, χωρίς τις σκουριές του πρόσφατου παρελθόντος. Είναι ανάγκη να πάμε “όχι όπως πριν”.