Η ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ, του Χ.Γιοβανόπουλου

2 - ΝΕΟΛΑΙΑ, τ.192, 24/3/2006

Κοινωνία – Νεολαία – Κινήματα

Η διάχυση της νεολαίας στα κοινωνικά κινήματα

του Χ.Γιοβανόπουλου

Η φιγούρα του εξεγερμένου νεολαίου ανασύρεται συνειρμικά κάθε φορά που γίνεται λόγος για επανάσταση και κοινωνικές συγκρούσεις. Κληρονομιά των μεταπολεμικών δεκαετιών καπιταλιστικής ανάπτυξης, κοινωνικών ανταγωνισμών και καθολικής αμφισβήτησης, το «κίνημα της νεολαίας» έχει μείνει σαν ορισμός – σημείο αναφοράς της πολιτικής και κοινωνικής δράσης των νεότερων γενιών. Έχει μείνει ταυτόχρονα και σαν μνήμη-όραμα σε αντιδιαστολή με τη σημερινή εικόνα της «φτωχής σχέσης» της νεολαίας με τα κινήματα και την πολιτική δράση. Μία ευρύτερη ματιά ωστόσο, γεωγραφικά και κοινωνικά, θα καταδείξει πως ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει φαινόμενο κοινωνικού μετασχηματισμού που η νεολαία να μην είναι η δύναμη που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή. Μόνο που το είδος της «στράτευσής της» έχει αλλάξει και παρουσιάζει άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο «μοντέλο». Διαφορετικές εμπειρίες, κοινωνικές κατεργασίες και η πολλαπλότητα ιστορικών χρόνων ακόμα και στο ίδιο τοπικό σημείο μέσα στις οποίες δρα η νεολαία καθορίζουν νέα χαρακτηριστικά στην εμπλοκή της με τα κινήματα κοινωνικής αλλαγής.

Στην ουσία ποτέ το κίνημα της νεολαίας δεν είχε ενιαία μορφή. Εκείνο που καθόριζε τη διακριτότητά του δεν ήταν ο βαθμός ομοιογένειάς του αλλά πως σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής για το επαναστατικό κίνημα η νεολαία μπήκε στην πρωτοπορία του διεθνώς, «αυτονομοποιώντας» την κίνησή της από τα κατεστημένα επιτελεία ή κέντρα του κινήματος που αντιστοιχούσαν σε προηγούμενα επαναστατικά ρεύματα που πια είχαν «ξεθυμάνει». Παράλληλα η διαδικασία αυτή συνέπεσε με διαδικασίες συγκρότησης της νεολαίας σαν μίας ανεξάρτητης – αυτόνομης κοινωνικής κατηγορίας, κύρια στον αναπτυγμένο κόσμο, καπιταλιστικό και σοσιαλιστικό. Αυτός ο συγχρονισμός ανάδυσης ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου που ενηλικιώνονταν και όξυνσης των επαναστατικών κινημάτων στον κόσμο αποτέλεσε τo συστατικό στοιχεio αυτού που θα χαρακτηριστεί σαν «κίνημα της νεολαίας». Αποτέλεσμα αυτής της σύζευξης ήταν το βάθεμα και η επέκταση της κριτικής που τα νεανικά κινήματα του ’60 ανέπτυξαν. 

Η απάντηση ήταν να εξαπολυθεί μια επιχείρηση τιθάσσευσης της νεολαίας και αυτή ήταν πολλαπλή, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα μηχανισμούς αφομοίωσης αλλά κύρια καταστολής. Η καταπτόηση του κινήματος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη διάλυση κέντρων και οργανώσεων του κινήματος, συχνά ταυτόσημου την εποχή εκείνη με χτύπημα αυτής της διαφορετικής νεολαίας. Έτσι η βίαιη κρατική καταστολή και έλεγχος, οι πολιτικές κοινωνικού ρατσισμού, διάδοσης ναρκωτικών και ποινικοποίησης μεγάλων κομματιών ανήσυχης νεολαίας αποτέλεσαν διεθνείς πρακτικές στα χρόνια του ‘70-’80 όπου υπήρχε «πρόβλημα νεολαίας» για το σύστημα, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ελλάδα. Οι «αφομοιώσεις» ήρθαν μετά σαν αποτέλεσμα πιο υπόγειων διαδρομών που ένα κομμάτι αυτής της νεολαίας ακολούθησε. Ήταν αποτέλεσμα μιας διαδραστικότητας των διαθέσεων της αγοράς να ελέγχει και να κεφαλαιοποιεί νέες εναλλακτικές κουλτούρες.

Κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να ειπωθεί πως η οπισθοχώρηση των ανολοκλήρωτων θυελλών του ’60 είχε σαν αποτέλεσμα μία «απο-νεανικοποίηση» των κινημάτων με κυρίαρχο χαρακτηριστικό τη διάχυση/ένταξη της δράσης της νεολαίας στις ποικίλες ατζέντες των σημερινών κινημάτων.

Η έλλειψη ενός στοιχείου «ανεξαρτησίας», μιας ιδιαίτερα νεολαιίστικης ταυτότητας των κινημάτων, σήμερα αποτελεί τον άλλο βασικό παράγοντα-δείκτη των μετασχηματισμών στην κίνηση της νεολαίας αλλά και αλλαγών στις υλικές συνθήκες της σημερινής κοινωνικής της ύπαρξης. Η νεολαία δραστηριοποιείται μάλλον όχι στη βάση της ιδιαίτερης νεανικής της εμπειρίας (να ‘σαι νέος), αλλά γενικότερων ζητημάτων, συγκλίνοντας έτσι ξανά αλλά μ’ έναν διαφορετικό τρόπο προς την ευρύτερη κοινωνική εμπειρία (πχ άνεργος, ευέλικτα εργαζόμενος κλπ). Το κίνημα της γαλλικής νεολαίας ενάντια στο «συμβόλαιο πρώτης πρόσληψης» στο οποίο συνευρέθηκαν νεολαίοι όλων των ηλικιών και ποικίλων κοινωνικών καταστάσεων (μέσα κι έξω απ’ την εκπαίδευση και τη δουλειά), αλλά και η νεολαία με το εργατικό κίνημα, έρχεται να σφραγίσει αυτή την τάση προσέγγισης.

Στις χώρες και τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου ωστόσο, η ένταση των κοινωνικών αντιθέσεων δεν επέτρεψε αυτόν τον ιδιότυπο «διχασμό» ανάμεσα στη ριζοσπαστική κίνηση της νεολαίας και την ενσωμάτωση «πιο παραδοσιακών» κινημάτων, εθνικοαπελευθερωτικό – εργατικό κλπ. Αντίθετα, η νεολαία αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά των λαϊκών κινημάτων. Από μία άποψη σήμερα βιώνουμε μία επανευθυγράμμιση των νεολαιίστικων κινημάτων της Δύσης/Βορρά με αυτά της Ανατολής/Νότου. Η ανατίναξη των «προνομίων» του κράτους πρόνοιας στον «αναπτυγμένο» Βορρά φέρνει τη νεολαία αντιμέτωπη από πολύ πιο νωρίς με αντίστοιχα προβλήματα επιβίωσης που αποτελούσαν τον πυρήνα της κίνησης της νεολαίας στον «υπανάπτυκτο» Νότο. Έτσι, όμως, έχουμε την εμφάνιση «υβριδιακών μορφών», σε σχέση με τις προηγούμενα γνωστές καταστάσεις, που καθορίζουν τη σημερινή πολυμορφία, εικόνα και σχέση της νεολαίας με τα σημερινά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα. 

Σύντομος χάρτης των κινημάτων της νεολαίας

Η διαφοροποίηση από χώρα σε χώρα και η ποικιλία τρόπων κοινωνικής ένταξης της νεολαίας μέσα στην ίδια χώρα διαμορφώνει ένα πλέγμα δράσης και παρέμβασής της, χαρακτηριζόμενο κύρια από τη δόμηση κινήσεων ή την εμφάνιση εκρήξεων γύρω από το συγκεκριμένο πρόβλημα με το οποίο κάθε φορά έρχεται αντιμέτωπη.

Η έντονη παρουσία, αλλά και ρόλος, της νεολαίας στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα συνδέεται με το ότι οι ρίζες του χαρακτήρα του τελευταίου βρίσκονται στις προηγούμενες προσπάθειες της νεολαίας να οικοδομήσει κάτω από συνθήκες υποχώρησης εναλλακτικές προς το σύστημα απαντήσεις σε μοριακό επίπεδο. Η πείρα αυτή, πρακτική και θεωρητική, βρήκε έκφραση στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα συμβάλλοντας στην σύγκλιση ενός γαλαξία αυτόνομων πριν κινήσεων, με πιο «παραδοσιακά» ή «σύγχρονα» χαρακτηριστικά, κάτω από το στερέωμα ενός κοινού στόχου. Ξανά το βασικό ενοποιητικό στοιχείο είναι η όξυνση της καπιταλιστικής επίθεσης ενάντια στο σύνολο των δικαιωμάτων κοινωνικών τάξεων, κατηγοριών, λαών και εθνοτήτων.

Αν όμως η επίθεση έχει ένα «ενιαίο» κέντρο και ιδεολογικοπολιτική έκφραση, η αντίσταση σ’ αυτήν εμφανίζεται υπό διάφορες ιδεολογικές αντιλήψεις και μορφές αγώνα, από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό μέχρι ένοπλα κομμουνιστικά κινήματα και αντιεξουσιαστικές θεωρήσεις. Οι αιτίες μπορούν να εντοπιστούν ξανά στην πολλαπλή μεταβατικότητα της περιόδου. Η έλλειψη άλλωστε μιας κυρίαρχης σε διεθνικό επίπεδο κοσμοαντίληψης που να χρωματίζει την κύρια κατεύθυνση κίνησης των αντιστάσεων, αντίστοιχης με αυτήν «της προόδου» που χαρακτήρισε τους δύο προηγούμενους μοντέρνους αιώνες, επιτρέπει την εμφάνιση αντιφατικών φαινομένων στην έκφραση της ταξικής πάλης. Αλλού, κύρια σε χώρες με πιο σύγχρονες δομές ενισχύεται πχ ένας διαχωρισμός, συνειδητός ή αυθόρμητος, των κινημάτων αυτών από το επίπεδο της πολιτικής πάλης, ενώ όπου κυριαρχούν πιο παραδοσιακοί τρόποι κοινωνικής οργάνωσης η αντίσταση παίρνει κύρια μορφές διεκδίκησης πολιτικής εξουσίας, πχ ισλαμικά ριζοσπαστικά κινήματα. Παντού όμως η εμπλοκή της νεολαίας όχι μόνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αλλά αποτελεί την κινητήρια δύναμη αυτών των κινημάτων.

Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να πούμε ότι στις χώρες του αναπτυγμένου Βορρά τα κινήματα νεολαίας εμφανίζονται με τη μορφή εκρήξεων είτε ως εξεγέρσεις της γκετοποιημένης νεολαίας είτε ως σπασμωδικές αμυντικές κινήσεις κύρια ενάντια σε αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση.

Τα τελευταία είναι αυτά με την πιο συχνή εμφάνιση και τον πιο οργανωμένο χαρακτήρα. Μπορεί χωρίς δισταγμό να υποστηριχτεί πως δεν υπάρχει προσπάθεια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στην Ευρώπη κυρίως, αλλά και αλλού, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια χωρίς την ανάπτυξη κινημάτων. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των κινημάτων πέρα από τον αμυντικό και σποραδικό χαρακτήρα τους, είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους από το σπουδαστικό στο μαθητικό κομμάτι. Η εξέλιξη αυτή σχετίζεται ακριβώς με το γεγονός πως είναι ο κοινωνικός χώρος του σχολείου πλέον ο χώρος παραγωγής και «αυτοδιάθεσης» της νεολαίας σαν ιδιαίτερης κατηγορίας, ένα φαινόμενο που για παλιότερες γενιές συνέβαινε στο πανεπιστήμιο. Επιπλέον η νεολαία έρχεται αντιμέτωπη από τα μαθητικά της χρόνια πια με αποφάσεις ωρίμανσης, πχ επαγγελματικό μέλλον και οικονομικές πιέσεις, που στο επίπεδο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης μεταφράζονται σε μεγαλύτερες δεσμεύσεις. Η «σχολειοποίηση» της τριτοβάθμιας συνοδεύεται από το άγχος για γρηγορότερη έξοδο από την εκπαίδευση και από την κατακόρυφη όξυνση της προσπάθειας και των θυσιών για μια αξιοπρεπή δουλειά. Μια αναζήτηση «επαγγελματικής καριέρας» που ξεκινάει πλέον πολύ πιο νωρίς μέσω μυριάδων εκφάνσεων πρόσκαιρης εθελοντικής, εποχικής, μαθησιακής κλπ εργασίας. Ο πιεστικός και ανασφαλής χαρακτήρας του εργασιακού μέλλοντος της νεολαίας και η έλλειψη ακριβώς απτών εναλλακτικών προτάσεων/λύσεων είναι η βάση ενός πραγματισμού και πρακτικού πνεύματος που χαρακτηρίζει τη δράση και τη σκέψη της και που βρίσκει αντίκτυπο στον μερικό και αποσπασματικό χαρακτήρα των αντίστοιχων κινημάτων. Η νεολαία της εκπαίδευσης παρεμβαίνει με αυτόν τον σπασμωδικό τρόπο στην απογύμνωση των δικαιωμάτων της, χωρίς ιδιαίτερη πρόταση και ατζέντα, αλλά κύρια γιατί είναι ο μόνος τρόπος να δηλώσει «παρών» ενάντια στον αποκλεισμό της από κάθε συζήτηση που αφορά κύρια αυτήν και το μέλλον της. Από εδώ προκύπτει και η ζωντάνια και ο μαζικός τους χαρακτήρας, που συνυπάρχουν με ελλείψεις εμβάθυνσης και συνολικοποίησης των αιτημάτων αλλά και διάρκειας. Η εμπειρία του χρόνιου αποκλεισμού της έχει πάρει σταδιακά τη μορφή «επιλογής απουσίας» από τον πολιτικό στίβο που ταυτίζεται ακριβώς μ’ αυτή την εχθρικότητα και την αποξένωση από κάθε ιδεώδες, αρχή και συμφέρον της. Είναι δυστυχώς η συνέχεια της επίθεσης που εξασφαλίζει τη συνεχή εμφάνιση νεολαιίστικων εκρήξεων στην εκπαίδευση και όχι η δράση αριστερών ή άλλων επαναστατικών δυνάμεων.

Η απόσταση που χωρίζει τις επαναστατικές ιδέες και μορφές αγώνα από τη νεολαία εμφανίζεται ακόμα πιο έντονα στο επίπεδο της γκετοποιημένης νεολαίας. Ο αποκλεισμός αυτού του κομματιού είναι πολλαπλός. Οι ταξικοί-κοινωνικοί διαχωρισμοί παίρνουν τη μορφή πλέον και εθνικών-φυλετικών-ρατσιστικών διακρίσεων που η έντασή τους αποτυπώνεται στο βίαιο και πληβειακό χαρακτήρα των εξεγέρσεων των γκέτο όπως στο Λ.Α, στο Παρίσι, αλλά και αλλού. Αν η νεολαία της εκπαίδευσης χρειάζεται να ξεσπάσει σε άναρθρες κραυγές για να αμυνθεί, η νεολαία των γκέτο όχι μόνο δεν έχει τίποτα άξιο να υπερασπιστεί, αλλά για να ακουστεί πρέπει κυριολεκτικά να σπάσει και για να φανεί πρέπει να βάλει φωτιές. Η νεολαία αυτή, σε όποιο μέρος του πλανήτη, από τις φαβέλες της Λατ. Αμερικής μέχρι τις μητροπόλεις–γκέτο του Βορρά είναι προϊόν κατεργασίας των πιο βάρβαρων κατασταλτικών, ελεγκτικών και χειριστικών μηχανισμών. Η διαφυγή στην παραβατικότητα και το συμμοριτισμό υιοθετούνται σαν μέσα επιβίωσης, κοινωνικής και οικονομικής ταυτόχρονα, από μια νεολαία που αντιμετωπίζει τοίχους χωρίς πόρτες ή άλλες διεξόδους. Η ανάπτυξη αντίστοιχων νεολαιίστικων κουλτουρών, βγαλμένων μέσα από την εμπειρία του δρόμου, αποτελεί σημείο ταυτότητας και αναγνώρισης αυτής της νεολαίας καθώς και καθορισμού της απέναντι στις αρχές, τους κώδικες και τις υποσχέσεις ενός συστήματος που δεν αναγνωρίζει καν την ύπαρξή της. Το παράδοξο στοιχείο αφομοίωσης αυτής της γλώσσας της μέσω της πολιτιστικής βιομηχανίας του συστήματος, δεν κάνει τίποτα άλλο στην ουσία παρά να ενισχύει τη διαπίστωση της εκμετάλλευσής της σαν όνειρο διαφυγής αλλά και απογοήτευσης/μοιρολατρίας όσον αφορά την αδυναμία γενικότερης αλλαγής, άλλης από προσωπικής. 

Αξίζει μια σύντομη αναφορά στο ρόλο της νεολαίας στα κινήματα και τις λαϊκές εξεγέρσεις της Λατινικής Αμερικής και στα κινήματα του ριζοσπαστικού Ισλάμ, δυο πολύ διαφορετικές καταστάσεις που όμως χαρακτηρίζονται από την έντονη παρουσία της νεολαίας σ’ αυτά. Το κύριο χαρακτηριστικό και των δύο είναι ότι η κίνηση της νεολαίας είναι πλήρως συγχρονισμένη μ’ αυτήν γενικότερων κινημάτων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η νεολαία βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή αυτών των κινημάτων αλλά δεν αποτελεί την κινητήρια δύναμή τους (πχ στη Λ. Αμερική το ιθαγενικό στοιχείο κατέχει πολύ πιο κεντρική θέση ενώ στη Μ. Ανατολή πρόκειται για συνολικά εθνικά κινήματα). Από ‘κει και πέρα αρχίζουν οι διαφορές όσον αφορά τη φύση αυτών των κινήσεων, από τα αντικαπιταλιστικά-αντιιμπεριαλιστικά κινήματα της Λ. Αμερικής μέχρι τα αντιιμπεριαλιστικά-εθνικιστικά της Μ. Ανατολής.

Νεολαία και κίνημα: σε φάση μετάβασης και αλλαγής

Τα κινήματα της νεολαίας σήμερα επιδεικνύουν έναν πλούτο αντίστοιχο με τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της επίθεσης του παγκοσμιοποιημένου κεφάλαιου. Ο χαρακτήρας τους καθορίζεται βασικά από τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας στην οποία εμφανίζονται, ενώ ένα ενθαρρυντικό στοιχείο είναι η σύγκλιση της ψαλίδας ανάμεσα στην κίνηση της νεολαίας και τη δράση γενικότερων κινημάτων. Παρά τις ελλείψεις των νεανικών εκρήξεων και τον «μη εμφανώς πολιτικό» χαρακτήρα τους, η νεολαία δεν είναι απούσα και παρεμβαίνει δραστήρια στις κοινωνικές εξελίξεις με τον ιδιαίτερο δικό της τρόπο. Ένα στοιχείο είναι πως η συμμετοχή της νεολαίας και το ενδιαφέρον της για «τα κοινά» αυξάνει διαρκώς. Η συμμετοχή της αυτή όμως, αν μιλάμε για τον «αναπτυγμένο» κόσμο δεν συμβαδίζει με τις συνήθειες παλαιότερων καταστάσεων, αλλού απελευθερώνοντας δυναμικές και αλλού αυξάνοντας περιορισμούς.

Παρόλα αυτά η σημερινή νεολαία φαίνεται να έχει πιο στέρεα τα πόδια της στην πραγματικότητα. Παράλληλα έχει διευρυνθεί η γκάμα των δημιουργικών της δραστηριοτήτων κι επιδεικνύει ένα θετικό/πρακτικό πνεύμα στην αναζήτηση λύσεων και σαν κριτήριο ελέγχου καλεσμάτων «πολιτικοποίησής» της. Συγκινείται περισσότερο από συγκεκριμένα απτά παραδείγματα παρά από γενικές μελλοντικές ενοράσεις και δεν διστάζει να αναπτύσσει μόνη της, αλά «κάν’ το μόνος σου», δικές της ομάδες, χώρους κλπ, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά της. Οι διαδικασίες αυτές συσσωρεύουν, παρά τη μερικότητά τους, μια πείρα πιο στέρεα, κατακτημένη στο επίπεδο της πράξης και μεταφερόμενη σε άλλους κοινωνικούς χώρους, εκεί όπου κατεστημένοι θεσμοί και διαδικασίες εμποδίζουν την ανάπτυξη κινήσεων. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τους εργασιακούς χώρους, καθώς οικονομικοί μετασχηματισμοί καταργούν προηγούμενες κατηγορίες εργαζόμενων και μορφές οργάνωσης αναδεικνύοντας άλλες, στις οποίες ο νέος εργαζόμενος αποτελεί την κεντρική ηλικιακή φιγούρα.

Το στοιχείο αυτής της γνώσης είναι ένα από τα δύο στοιχεία που εμφανίζονται με ιδιαίτερη ένταση στη νεολαιίστικη συνείδηση και πρακτική. Αναδείχτηκε έντονα και κυρίως μέσω της εμπλοκής της νεολαίας με το κίνημα της παγκοσμιοποίησης, που ανάμεσα στ’ άλλα κατάφερε να κοινωνικοποιήσει παγκοσμίως αυτή την πραχτική γνώση. Το παράδοξο είναι ότι η αυξανόμενη αυτή γνώση αδυνατεί από μόνη της να συνθέσει ένα συνολικοποιημένο προγραμματικό όραμα που να συνενώνει οργανικά τα διάφορα κομμάτια του κινήματος.

Το δεύτερο στοιχείο είναι μια ισχυρή αίσθηση ηθικής, ή καλύτερα ήθους, που αναδεικνύεται σαν πρακτικό κριτήριο ελέγχου και διεκδίκησης εφαρμογής προβαλλόμενων «αξιών» ή «οραμάτων». Συνοπτικά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως το ηθικό στοιχείο χαράζει ένα όριο πάνω στο οποίο προσκρούουν σήμερα μια σειρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Σαν ένα ιστορικό σύνορο πίσω από το οποίο δεν είναι διατεθειμένα να υποχωρήσουν πλατιά κοινωνικά στρώματα και κύρια η νεολαία, που αν και με ιδεαλιστικό αλλά πλήρως υλικό τρόπο (συμμετοχή στο κίνημα / ηθική σαν κοινωνική πράξη) προβάλλει αυτές τις ηθικές αξίες σαν πολιτικό κριτήριο και αίτημα, στη θέση απόντων εναλλακτικών κοινωνικών οραμάτων.

Γενικά μιλώντας, το στοίχημα είναι το πάντρεμα του παλιού με το καινούργιο. Δηλαδή πώς η ιστορική πείρα του κινήματος θα μπορέσει να συναντηθεί με αναδυόμενες καταστάσεις ώστε να μην χρειαστεί να ξανανακαλυφθεί, αλλά και να εμπλουτιστεί προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες και ξεφορτώνοντας όποιο περιττό βάρος, επιταχύνοντας έτσι διαδικασίες μετασχηματισμού των νεολαιίστικων κινημάτων από αμυντικά – αυθόρμητα σε πιο επιθετικά – μονίμως παρόντα. Κάτι τέτοιο θα κριθεί από το πόσο είναι διατεθειμένο το υπάρχον οργανωμένο κίνημα, σε όλες του τις μορφές, να αρνηθεί τον πατερναλιστικό του χαρακτήρα και να ανοιχτεί χωρίς σχήματα και προϋποθέσεις άλλων εποχών στη σημερινή νεολαία η οποία, αν μη τι άλλο δικαιολογημένα, είναι επιφυλακτική απέναντί του, προτιμώντας να ανιχνεύσει το δικό της δρόμο. Διεκδικώντας έτσι τη δική της γνώση και επιτυχίες όπως και τα δικά της λάθη, καταδικά της.