Η ταυτότητα της σύγχρονης νεολαίας
Η ελληνική νεολαία έχει ορατό επάνω της το στίγμα των σύγχρονων παγκοσμιοποιημένων κοινωνικών συνθηκών. Τη σφραγίδα, δηλαδή, της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, της ανέχειας, της ανεργίας, της «συμβίωσης» με τις εκατοντάδες χιλιάδες των οικονομικών μεταναστών, την απαξία της εκπαίδευσης, με φόντο τα απόνερα μιας «κοινωνίας της πληροφορίας».
Κάποιες από τις βασικότερες τάσεις που χαρακτηρίζουν τη διαμορφούμενη σύγχρονη νεολαία είναι η «επιμήκυνση» της νεανικής ηλικίας, ο αποκλεισμός της από την παραγωγή, την εκπαίδευση και την κοινωνική ζωή, η ευελιξία στην ανάληψη πολλαπλών κοινωνικών ρόλων, η εξατομίκευση της προσωπικής πορείας και η επικράτηση ιδεολογικών προτύπων, αλλά και προτύπων ζωής (lifestyle) που σχετίζονται αποκλειστικά με την ύλη και το χρήμα. Φυσικά, δεν είναι μόνο αυτές, υπάρχουν και άλλες που έχουν βαθιές ρίζες στο παρελθόν (το ελληνικό φιλότιμο και η κοινωνική παράδοση, ο αντιαμερικανισμός, μια πολιτική και κοινωνική παράδοση αγώνων, κλπ). Οι καλύτερες και πιο ελπιδοφόρες στιγμές έρχονται όταν η πλάστιγγα της συγκυρίας γέρνει προς τη μεριά των τελευταίων.
«Επιμήκυνση» της νεανικής ηλικίας
Οι νέοι διανύουν πιο αργά τα στάδια της κοινωνικής και οικογενειακής εξέλιξης και ωρίμανσης. Η οικονομική συγκυρία καθιστά δύσκολο τον απογαλακτισμό από την οικογένεια, παρόλο που ολοένα και περισσότεροι νέοι περνάνε στην παραγωγή από νωρίς. Μπορεί αυτή η πρόωρη ένταξη να «προσγειώνει» στην πραγματικότητα το νέο, αλλά δεν οδηγεί αναγκαστικά και στην κοινωνική ωρίμανση. Γιατί, η οικογένεια αντικαθιστά το ανύπαρκτο δίχτυ κοινωνικής προστασίας, αποτελεί το βασικό χρηματοδότη του νέου και, συνήθως, εκείνος δουλεύει απλά για να συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Στην Ελλάδα συνεχίζουν να ζουν με την οικογένειά τους οι 99 στους 100 νέους ηλικίας 25-29 χρόνων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γερμανία ή στη Φινλανδία είναι 77 στους 100. Η απόκτηση στέγης, σταθερής δουλειάς, ο γάμος και η δημιουργία μιας νέας οικογένειας μετατίθενται κάπου στο μέλλον, ενώ η οικογένεια λειτουργεί συχνά ως μοχλός πίεσης για την απόκτηση παραπάνω «προσόντων» για μια σταθερή εργασία μέσω της συνεχιζόμενης κατάρτισης ή εξατομικευμένων μεθόδων (εξεύρεση δουλειάς μέσω γνωστών ή ρουσφέτι).
Αποκλεισμός από εκπαίδευση και παραγωγή
Ο στόχος, αρχικά, φαντάζει ο εξής: η κοινωνική προέλευση του νέου να καθορίζει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του.
Αποδεδειγμένα οι μη προνομιούχοι εξοστρακίζονται από την εκπαίδευση, παρόλη τη φιλολογία των τελευταίων χρόνων για «ίσες ευκαιρίες» και «ανοιχτούς» ορίζοντες. Το ποσοστό των φτωχών που δεν έχουν απολυτήριο γυμνασίου κυμαίνεται σε υψηλά ποσοστά, καθώς διαμορφώνεται από 20% στις ηλικίες 15-24 ετών, έως 31,62% στις ηλικίες 25-34 ετών. Ιδιαίτερα εμφανής είναι δε η «υπεροχή» των μη φτωχών σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού το 16,73% (ποσοστό τετραπλάσιο συγκριτικά με τους φτωχότερους νέους) έχει φοιτήσει στα πανεπιστήμια και τα TEI της χώρας. Η ίδια εικόνα, αν εξεταστεί το θέμα και γεωγραφικά: Στην τελευταία θέση από την άποψη του δείκτη πρόσβασης στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση βρίσκονται περιοχές της Θράκης και ιδιαίτερα η Pοδόπη που χαρακτηρίζονται από χαμηλούς δείκτες ανάπτυξης, υψηλή ανεργία και χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, αλλά και περιοχές μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας με έντονα στοιχεία οικονομικής ύφεσης, όπως η Δυτική Aττική και ο Πειραιάς.
Το κόστος της εκπαίδευσης τρομαχτικό για τα σημερινά δεδομένα. Έρευνες δείχνουν πως ένα παιδί στο γυμνάσιο επιβαρύνει μόνο για την εκπαίδευσή του κατά 2600 ευρώ τον ετήσιο οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ ένας μαθητής Λυκείου ως και 3300 ευρώ.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε συνολικά για τη διαρροή από την υποχρεωτική εκπαίδευση, αποδεικνύεται ότι ένα στα τέσσερα παιδιά έως 19 ετών (ποσοστό 26,3%) είναι «εκτός» εκπαιδευτικού συστήματος. Συνολικά, 11,70% των σημερινών νέων 20-24 ετών δεν έχουν ολοκληρώσει το γυμνάσιο.
Κοινό είναι το συμπέρασμα ερευνητών ότι «υπάρχει πολύς ανθρώπινος πόνος συνδεδεμένος με το φαινόμενο της διαρροής. Οι πρώην μαθητές αλλά και οι οικογένειές τους υποφέρουν εγκλωβισμένοι στα διάφορα αδιέξοδα που η διακοπή της φοίτησης δημιουργεί…».
Οι μηχανισμοί κατάρτισης-επανακατάρτισης αναλαμβάνουν, από τη μια, το ρόλο του αναχώματος για ενδεχόμενες κοινωνικές εκρήξεις λόγω της κατάστασης αυτής. Από την άλλη, βυθίζουν τη νεολαία μέσα στο ίδιο πρόβλημα, την ανασφάλεια της αναζήτησης προσόντων, πτυχίων, εφοδίων για μια θέση στην αγορά εργασίας, χώρια που πρόκειται για μια ιδιαίτερα κερδοφόρα «βιομηχανία» για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Την ίδια στιγμή που τα επιδόματα ανεργίας είναι καθηλωμένα για χρόνια στα 300 ευρώ, την ίδια στιγμή που όλος αυτός ο πακτωλός των κοινοτικών κονδυλίων για την κατάρτιση θα αρκούσε για τη δημιουργία πολλών χιλιάδων θέσεων εργασίας. Το ποσοστό των πολιτών που συμμετέχουν σε προγράμματα επιμόρφωσης και επανακατάρτισης είναι 1,4%, όταν ο μέσος όρος στα κράτη-μέλη της EΕ είναι 8,4%. Μάλιστα, σύμφωνα με τις επιταγές της EE, το ποσοστό των ατόμων, ηλικίας 25-64 ετών, που συμμετέχουν στις δράσεις της διά βίου εκπαίδευσης θα πρέπει να αυξηθεί στο 20% μέχρι το 2010. Ο υφυπουργός Παιδείας Γ. Καλός μιλάει ξεκάθαρα για προσπάθεια να φτάσει η Ελλάδα τα ποσοστά της ΕΕ: «Στην ΕΕ τα ποσοστά των μαθητών που φοιτούν στην κατάρτιση φτάνουν στο 70% και μόλις το υπόλοιπο 30% φοιτά στα σχολεία γενικής παιδείας, ενώ στη χώρα μας είναι ακριβώς αντίστροφα, υπέρ της γενικής μόρφωσης». Η προσπάθεια αυτή, όμως, δεν σχετίζεται με την εξασφάλιση μιας θέσης εργασίας για το νέο. Αφ’ ενός, η υποβάθμιση ενός γνωστικού αντικειμένου στο επίπεδο της ληξιπρόθεσμης πληροφορίας (και άρα η εκμηδένιση των προοπτικών επαγγελματικής αποκατάστασης), αφ’ ετέρου ο εμπαιγμός με ένα μεγάλο πλήθος ειδικοτήτων να στερούνται επαγγελματικών δικαιωμάτων (πάνω από 40 τέτοιες υπάρχουν), ήδη οδηγεί στη συρρίκνωση της Τεχνικοεπαγγελματικής Εκπαίδευσης και της κατάρτισης: Το ποσοστό των καταρτιζόμενων ηλικίας 19-54 ετών ανέρχονταν μόλις σε 1,6% το 1999, ενώ στις νεότερες ηλικίες (16-24 ετών) παρατηρείται συνεχής μείωση του αντίστοιχου ποσοστού που διαμορφώθηκε στο 10% το 2002, από 12,3% που ήταν το 1999.
Η συνολική κατάσταση στην αγορά εργασίας δείχνει ξεκάθαρα πως η ευελιξία στην αγορά εργασίας αποτελεί πρακτική που εφαρμόζεται κύρια στους νέους, πως η ανεργία δοκιμάζει πρώτα και κύρια τη νεολαία:
Ακόμα και για τους φοιτητές των ΑΕΙ τα πράγματα δεν είναι ρόδινα: ανεργία, ετεροαπασχόληση. Σχεδόν το 15%-20% όσων λαμβάνουν το εισιτήριο για το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης δεν κατορθώνουν να πάρουν το πτυχίο. Οκτώ στους δέκα πτυχιούχους του ΑΠΘ βρίσκουν δουλειά, ενώ για το 57,3% η εργασία τους έχει σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους. Τέσσερα ή οκτώ ή και περισσότερα χρόνια αναγκάζονται να περιμένουν χιλιάδες απόφοιτοι των Ιατρικών σχολών, μέχρι να αρχίσουν την ειδικότητα. Οι νέοι γιατροί, για να προσεγγίσουν τις περισσότερες ειδικότητες, πρέπει να ξεπεράσουν την ηλικία των 35, με αποτέλεσμα να πιάνουν δουλειά στα 40.
Πρόκειται για πολιτική επιλογή και όχι για σύμπτωση, ένα ευρύ τμήμα της ελληνικής νεολαίας μοιραία να καταλήγει ως φτηνή εκδοχή απασχολήσιμου. Μάλιστα, αυτού του είδους η φυσική επιλογή δείχνει να ξεπερνάει μια «ταξική» θεώρηση των πραγμάτων ―δεν αγγίζει μόνο τα φτωχά στρώματα. Η νεολαία, συνολικά, βιώνει απόρριψη. Τροποποιείται καθολικά το τοπίο στην αγορά εργασίας (ευελιξία, μερική απασχόληση, υποαπασχόληση), στην κοινωνική ασφάλιση («μαύρη» εργασία, άνοιγμα του ασφαλιστικού), στη διαπραγματευτική ικανότητα του νέου (κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων), διαμορφώνεται μια κοινωνία βασισμένη σ’ αυτές τις αρχές. Αναπόφευκτα, όμως, όσο προελαύνει το νέο αυτό κοινωνικό μοντέλο, τόσο στενεύουν τα περιθώρια για το χειρισμό και τη χειραγώγηση της νεολαίας.
Πολλαπλοί κοινωνικοί ρόλοι
Το όλο οικοδόμημα στηρίζεται στο διαρκές πέρασμα από τη μία ιδιότητα στην άλλη: εκπαιδευόμενος, καταρτιζόμενος, απασχολήσιμος, εργαζόμενος, άνεργος, και ξανά απ’ την αρχή. Αλλά και στην ταυτόχρονη ανάληψη πολλαπλών ρόλων: πχ γονέας, άνεργος και καταρτιζόμενος, ή εργαζόμενος part-time και φοιτητής. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η γραμμική αλληλουχία των σταδίων κοινωνικής εξέλιξης έχει διαταραχθεί. Κάτι τέτοιο, όμως, σημαίνει πως η προσωπική ταυτότητα των νέων αργεί να διαμορφωθεί, και όποτε γίνει αυτό θα έχει τη σφραγίδα της απόρριψης, της ανασφάλειας, της απάθειας, της απογοήτευσης, της χειραγώγησης. Εδραιώνεται, έτσι, στους νέους η πεποίθηση ότι δεν διαχειρίζονται οι ίδιοι τη ζωή τους.
Απόλυτη εξατομίκευση
Η υποχώρηση των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτικών συλλογικοτήτων και η έλλειψη αξιοπιστίας τους αναπόφευκτα δίνει δύναμη σε ατομοκεντρικά και ευδαιμονιστικά πρότυπα ζωής. Ο νέος επιλέγει μέρα με τη μέρα μια «κλειστή» ζωή, χωρίς πραγματική κοινωνική μόρφωση, δύσκολα δοκιμάζει κάτι νέο, δύσκολα εμπιστεύεται το διπλανό του. Μόλις το 1,5% των νέων συμμετέχει σε συνδικαλιστικά σωματεία ή κόμματα (το αντίστοιχο ευρωπαϊκό ποσοστό φτάνει το 4,4%), ενώ το 64,4% δε συμμετέχει, ούτε σκοπεύει να συμμετάσχει σε κάποια πολιτική ή κοινωνική οργάνωση. Το 31% των νέων θεωρούν πως το βασικό προσόν το οποίο πρέπει να έχει κανείς για να αποκατασταθεί επαγγελματικά είναι το μέσον και οι γνωριμίες, ενώ το 38,9% επιθυμούν πάνω απ’ όλα το χρήμα από την εργασία τους.
Είναι γνωστό πως περίοδοι βραδείας κοινωνικής προόδου συνδυάζονται με επιστροφή σε τετριμμένες, συντηρητικές αξίες: Η νεολαία εμπιστεύεται πρώτα και κύρια την εκκλησία και το στρατό με ποσοστά 65-85%. Ταυτόχρονα, η ξενοφοβία αγγίζει ποσοστό 50% σε μαθητές, γονείς και καθηγητές.
Δέκα στους εκατό μαθητές των Λυκείων της Aθήνας ανήκουν σε παραβατικές ομάδες που εμπλέκονται συχνά σε βίαιες αναμετρήσεις με σκοπό τον εκφοβισμό συνομηλίκων τους και μικρότερων παιδιών, την απόσπαση χρημάτων και υλικών αγαθών και τον εκβιασμό προσώπων, ενώ πολλές φορές οι επιθέσεις έχουν ρατσιστικά κίνητρα ή γίνονται για λόγους εκδίκησης.
Όσο για τη διασκέδαση των νέων, τον ελεύθερο χρόνο, τη σχέση με το πολιτισμό: Ο μέσος χρόνος τηλεθέασης είναι 3 ώρες και 24 λεπτά τις καθημερινές και 3 ώρες και 30 λεπτά τα Σαββατοκύριακα. Επικοινωνία μέσω κινητών και Internet, αντί για κοινωνικοποίηση διά ζώσης, και ο κατάλογος συνεχώς μακραίνει…
Το πρόβλημα είναι ορατό, μα πρωτόγνωρο. Οι νέοι μεγαλώνουν και γερνάνε δίχως καν να έχουν ζήσει, η φιγούρα του μαθητή, του φοιτητή, του νέου εργαζόμενου έχει μεταλλαχθεί σε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που ήταν πριν 10 χρόνια. Το κοινωνικό ρήγμα που ρίζωσε την τελευταία δεκαετία (εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ανεργία, φτώχεια, ευρώ, έλλειψη κοινωνικής αντιπολίτευσης) και που συνεχίζει να ριζώνει, προσδιορίζει την ταυτότητα της σύγχρονης νεοταξικής νεολαίας.
Πηγές:
«Ελληνική Νεολαία: Όψεις κατακερματισμού» (εκδ. Μεταίχμιο)
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ,13/8/2005, «Yψηλή διαρροή μαθητών από το γυμνάσιο»
Η Αυγή, 4/7/2003, «Ημερολόγιο ρατσισμού»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 20/2/2006, «Tο καλύτερο πτυχίο είναι οι… γνωριμίες»
ΕΘΝΟΣ, 7/2/2006, «Πτυχία χωρίς δικαιώματα»
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 30/11/2005, «H καταγωγή της επιτυχίας στα AEI»
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24/4/2005, «H βία εισβάλλει στα λύκεια της Aθήνας»
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9/12/2005, «Το 60% εργάζεται στο αντικείμενο που σπούδασε»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 9/10/2005, «Διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες στα σχολεία»
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25/9/2005, «Μετεξεταστέοι στην εκπαίδευση»
ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 30/4/2005, «Εγκαταλείπουν το σχολείο 4 στους 10 μαθητές»
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17/12/2005, «Αιμορραγεί το εκπαιδευτικό σύστημα»
European social statistics: Labour force survey results 2002 (European Commission)
EUROBAROMETER 47.2, Young Europeans, Directorate General XXII, Education, Training and Youth
EUROBAROMETER 55.1 – Spring 2001, Young Europeans