ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ, του Χ.Κατσούλα

1 - ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ, τ.187, 13/1/2006

Τα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα που ήρθαν στην επιφάνεια με την ανάπτυξη των κινημάτων σε διεθνές επίπεδο

Οι δύο «παρατάξεις»

του Χρίστου Κατσούλα

Τα τελευταία πέντε χρόνια ήρθαν στην επιφάνεια μια σειρά από ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα που σχετίζονται με επιλογές, προσανατολισμούς, εμπειρίες, διλήμματα και δοκιμασίες που αντιμετώπισε η πολύμορφη αντίσταση και δράση εκατομμυρίων ανθρώπων ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, μιας και πάντα στα μαζικά κινήματα συνυπήρχαν διαφορετικές απόψεις, διαφορετικές γραμμές και διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα που δεν μπορεί παρά να αντιπαλεύουν μεταξύ τους. Επόμενο λοιπόν, είναι, η αναζωογόνηση του κινήματος στις αυγές του 21ου αιώνα να φέρει μαζί της ή να ανατροφοδοτήσει μια σειρά από πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα. Αν θέλουμε να τα καταγράψουμε απλώς, αυτά είναι:

1. Ισχύει η κατηγορία του ιμπεριαλισμού στη σύγχρονη εποχή, ή ανήκει στον 20ό αιώνα;

2. Ο πόλεμος και με ποια γραμμή θα αγωνιστούμε ενάντιά του;

3. Αποτελεί η Ευρώπη έναν αντιθετικό πόλο στην αμερικάνικη αλαζονεία; Αλλά και τι είναι η «Ευρώπη» σήμερα;

4. Είμαστε υπέρ ή κατά της βίας; Ποια η στάση μας απέναντι στην τρομοκρατία και τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία»;

5. Θα αγωνιστούμε για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας ή μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να την κατακτήσουμε;

6. Ποιος μπορεί να είναι ο καλύτερος και εφικτός άλλος κόσμος;

Οι γραμμές που ακολουθούν ας θεωρηθούν ένα σχόλιο για τα ζητήματα αυτά.

Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα

Τα μαζικά κινήματα και οι αντιστάσεις, οι εξεγέρσεις, οι επαναστατικές διεργασίες είναι προϊόντα της ανάγκης και της τεράστιας καταπίεσης που ζουν σε καθημερινή βάση και σε παγκόσμια κλίμακα οι «από κάτω». Δεν είναι ποτέ αποτέλεσμα επιτελικών σχεδιασμών και παραγγελιές ιδεολογικών ρευμάτων. Τα ιδεολογικά ρεύματα μάλλον προϋπάρχουν (έστω και με τη μορφή μικρών κύκλων) και συναντούν τα κινήματα στην πορεία τους (ιδιαίτερα όταν αυτά αναπτυχθούν).

Αν θέλαμε να κάνουμε μια μεγάλη διάκριση σε παγκόσμιο επίπεδο ανάμεσα σε δύο μεγάλα «ρεύματα», θα ήμασταν υποχρεωμένοι να διαχωρίσουμε δύο μεγάλες «παρατάξεις». Από τη μια στέκονται όσοι δεν θεωρούν ότι μπορούν να υπάρξουν μεγάλες αλλαγές, όσοι αποδέχονται ότι έτσι έχουν τα πράγματα και ότι δεν μπορούν να αλλάξουν σοβαρά και ριζικά. Από την άλλη στέκονται όσοι θεωρούν αναγκαία την υπέρβαση του σημερινού συστήματος κοινωνικών σχέσεων και την αντικατάστασή του από ένα άλλο, ακόμα κι αν δεν έχουν ξεκαθαρίσει ποιο είναι αυτό και ποια τα βασικά του χαρακτηριστικά.

Αυτές οι δύο μεγάλες παρατάξεις είναι παρούσες σχεδόν σε όλα τα κινήματα και τις διεργασίες τους. Αν θελήσουμε να σκύψουμε λίγο παραπάνω σε αυτό το επίπεδο (των «παρατάξεων»), θα παρατηρήσουμε πως η συντηρητική είναι πιο συντεταγμένη, πιο οργανωμένη, έχει περισσότερα επιτελεία και στηρίγματα. Η ριζοσπαστική «παράταξη» είναι πιο διάχυτη, λιγότερο οργανωμένη και με ελάχιστα στηρίγματα. Κι όμως, η δεύτερη φάνηκε στα πέντε αυτά χρόνια πιο δυνατή. Για δύο λόγους: Πρώτο, επειδή μπορούσε να εκφράσει και έκφρασε την αγανάκτηση, την απόγνωση και τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών, επειδή δεν έκανε εκλογικούς και άλλους υπολογισμούς, επειδή ήταν μέσα στη φύση της και στη γραμμή της η ολόπλευρη ανάπτυξη της αντίστασης, του κινήματος, της εξέγερσης κ.λπ. Δεύτερο, επειδή τα πέντε αυτά χρόνια είχαμε μια αναγκαία και αναπόφευκτη επιτάχυνση της επιθετικότητας των βασικών δυνάμεων του συστήματος. Οι τελευταίες, αντιμέτωπες με μια τεραστίων διαστάσεων οικονομική κρίση, δεν είχαν άλλη επιλογή από την ένταση της επίθεσης στους εργαζόμενους με τη γενίκευση του νεοφιλελεύθερου ολοκαυτώματος και την προσφυγή στο «διαρκή» πόλεμο. Επομένως, αυξάνοντας την κτηνωδία και την καταπίεση, δεν άφηναν έδαφος για τις ιδέες και τον προγραμματικό λόγο της συντηρητικής «παράταξης». Στην ζωή κέρδιζε η «αδύνατη» ριζοσπαστική παράταξη.

Όμως βρίσκεται σε εξέλιξη ένας διαρκής «πόλεμος θέσεων» ανάμεσα στις δύο πτέρυγες: Όταν το Σιάτλ ξεκίνησε με την ιαχή «smash» (διαλύστε) τον ΠΟΕ και γεννήθηκε το anti-global (αντιπαγκοσμιοποιητικό) κίνημα, η συντηρητική παράταξη λάνσαρε το alter-globalization (εναλλακτική παγκοσμιοποίηση). Όταν ήταν σχεδόν απαγορευμένη κάθε αναφορά για το ρόλο και το χαρακτήρα της Ε.Ε., ήρθε το «όχι» στα δημοψηφίσματα που αποσταθεροποίησε ακόμα περισσότερο το οικοδόμημα της Ε.Ε. Ενώ αρχικά η γραμμή της συντηρητικής παράταξης ήταν ναι στους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, ναι στην «τιμωρία όσων παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και παρασκευάζουν όπλα μαζικής καταστροφής», σταδιακά προσαρμόστηκε στο «έχουν το δικαίωμα οι ΗΠΑ να τιμωρήσουν όσους τους επιτέθηκαν στις 11/9 αλλά πρέπει να έχουν την επικύρωση του ΟΗΕ», για να μετατραπεί έπειτα στο λαθεμένο κι αποπροσανατολιστικό διμέτωπο σύνθημα «όχι στον πόλεμο και την τρομοκρατία». Τελικά όμως στο κίνημα κυριάρχησε το «όχι στον πόλεμο στο Ιράκ, με ή χωρίς απόφαση του ΟΗΕ» και να πώς φτάσαμε στη συγκλονιστική παγκόσμια διαδήλωση κατά του πολέμου στις 15 Φεβρουαρίου του 2003.

Στα πέντε αυτά χρόνια η «αδύναμη» παράταξη κατόρθωσε να απονομιμοποιήσει:

• το νεοφιλευθερισμό σαν μονόδρομο για τους εργαζόμενους,

• την παγκοσμιοποίηση σαν θετική, αντικειμενική διεργασία,

• την Ε.Ε., τον ΠΟΕ, το G8.

Στα πέντε αυτά χρόνια η «αδύναμη» παράταξη κατόρθωσε να διαλύσει μια σειρά από δόγματα:

• Την αδιαφιλονίκητη (μέχρι το 2003) παντοδυναμία των ΗΠΑ με τα πλήγματα που της κατάφερε η ηρωική ιρακινή αντίσταση, άσχετα αν ακόμη αυτή δεν τυχαίνει της αμέριστης στήριξης κυρίως από τη συντηρητική «παράταξη», γιατί δεν κολλάει στα δυτικοκεντρικά σχήματά της.

• Την άποψη ότι δεν υπάρχει ο ιμπεριαλισμός, ότι το κράτος/έθνος έχει τελειώσει και ότι η παγκοσμιοποίηση έχει καταστήσει αδύνατα τα ρήγματα σε εθνικό επίπεδο. Σήμερα όλο και περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για τον ιμπεριαλισμό, διαβλέπουν ότι ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός όλης της ανθρωπότητας και συνειδητοποιούν ότι η Βενεζουέλα, η Κούβα, η Ζιμπάμπουε, η Παλαιστίνη μπορούν να υπάρχουν σε αντίθεση με τους κήρυκες της Νέας Τάξης. Σιγά-σιγά ανακαλύπτεται ότι υπάρχουν κι άλλες χώρες που δεν είναι πλήρως ενταγμένες στις ράγες του διεθνούς μονοπωλιακού κεφαλαίου ή ασφυκτιούν από τον εναγκαλισμό του και αναζητούν άλλες προοπτικές. Γίνεται φανερό ότι τα πιο αποφασιστικά κτυπήματα στον ιμπεριαλισμό και το νεοφιλελευθερισμό δίνονται στο επίπεδο των εθνικών σχηματισμών κι όχι γενικά σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, το Ιράκ από εκλεκτός της Δύσης για την αντιμετώπιση του Ιράν έχει μετατραπεί σε δεύτερο Βιετνάμ για τις ΗΠΑ, και αυτό δείχνει πολλά για το τι περιμένει τους ιμπεριαλιστές στη Λατινική Αμερική, στον Αραβικό κόσμο και στην Νοτιοανατολική Ασία αν εξακολουθήσουν την επεμβατική πολιτική τους.

• «Άδειασε» όχι μία αλλά πολλές φορές όσους νόμιζαν ότι η Ευρώπη (διάβαζε η Ε.Ε.) θα αποτελούσε ένα αντίβαρο στην επιθετικότητα των ΗΠΑ. Όχι γιατί δεν υπάρχουν διαφορές και αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε., αλλά επειδή οι ΗΠΑ έχουν ακόμα τη δύναμη να επιβάλλουν στους «συμμάχους» τις επιλογές τους και γιατί τη στιγμή αυτή μια «χαλάρωση» του νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό της Ε.Ε. θα βύθιζε σε μεγαλύτερη κρίση τα ευρωπαϊκά μονοπώλια. Έτσι σήμερα έχουμε μια Ευρώπη στη μεγαλύτερη κρίση που γνώρισε μέχρι τώρα: οικονομική, στρατηγικού προσανατολισμού και πολιτική.

Πού προσβλέπει η συντηρητική «παράταξη»;

Η συντηρητική «παράταξη» αποτελείται κυρίως από τη σοσιαλδημοκρατία, καθώς και από ορισμένες αριστερές και κατ΄ όνομα κομμουνιστικές δυνάμεις. Είναι φανερό πως βασική τους διαπίστωση είναι ότι δεν μπορούν να γίνουν πολλά, παρά μόνο να βρεθούν στην εξουσία και να έχουν τη διαχείριση. Στην αντιπολίτευση ή σε κυβερνητικά σχήματα προσπαθούν να τιθασσεύσουν, να ενσωματώσουν ή και να χρησιμοποιήσουν τα κινήματα για την προώθηση των στόχων τους. Η ενσωμάτωση και η χρησιμοποίηση των κινημάτων γίνεται με τη ρητορική της «εναλλακτικότητας», του «αντινεοφιλελευθερισμού», με μια ρητορική «δικαιωμάτων» και όχι συγκεκριμένων πολιτικών στόχων και ανατροπών.

Δεν είναι τυχαίο που ορισμένοι πρώην ριζοσπαστικοί κύκλοι και χώροι που έχουν οδηγηθεί στην εκτίμηση πως δεν μπορούν να γίνουν και πολλά, βρίσκουν κοινή γλώσσα με τη συντηρητική «παράταξη» και συναντιούνται σε πολλά ζητήματα. Αφού μεγάλες αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν, ας βολευτούμε με δικαιώματα και με την εξασφάλιση του δικού μας χώρου μέσα στην υπαρκτή κατάσταση. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η σύμπλευση τμημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς με το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στο ξεκάθαρα μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα. Ο Νέγκρι είναι μια από τις πιο ηχηρές περιπτώσεις (αλλά όχι η μοναδική). Αφού είδε το έργο του να προβάλλεται από τις δυνάμεις της «Αυτοκρατορίας», είχε την ατυχία να βλέπει όλη του τη φλυαρία να διαλύεται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, αφού δήλωνε ότι δεν θα ξαναγίνονταν πόλεμοι, ότι έχει ξεπεραστεί ο ιμπεριαλισμός, ότι το κράτος/έθνος είναι νεκρό κ.λπ. κ.λπ. Ο ίδιος βέβαια, παρά τις σε πολύ σύντομο διάστημα διαψεύσεις των θεωριών του, παραμένει απτόητος: πρόσφατα υποστήριξε το «ναι» για το ευρωσύνταγμα, κατακεραυνώνοντας τους υποστηρικτές του «όχι».

Οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι στην αρχή δεν συνάντησαν την αντίθεση των «συντηρητικών». Μιας και αγωνίζονται για καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα, φρόντισαν να διαχωριστούν από «τρομοκρατικές» δυνάμεις, όπως τα FARC και η βασκική πατριωτική αριστερά, φρόντισαν να διαχωριστούν από το «φονταμενταλισμό» πιο ηχηρά από ό,τι από τον ιμπεριαλισμό, έδειξαν έναν ανεπίτρεπτο εκλεκτικισμό στο ποια κινήματα θα τύχαιναν προβολής και ποια θα τα έπνιγε το σκοτάδι ή και η συκοφαντία (χαρακτηριστικές περιπτώσεις το Φωτεινό Μονοπάτι, ο λαϊκός πόλεμος στο Νεπάλ ή τις Φιλιππίνες, κ.λπ.). Ακόμα και η ιρακινή αντίσταση τους βρωμάει φονταμενταλισμό και καθυστέρηση. Η συντηρητική «παράταξη» ανεμίζει ένα διάτρητο «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ή την «αλλαγή» τύπου Λούλα. Δεν προπαγανδίζει καμιά υπέρβαση του καπιταλισμού. Η «εναλλακτικότητά» της και η διαχείριση που υλοποιεί όπου έχει την εξουσία, δεν αποτελεί καμιά πραγματική λύση για τα προβλήματα και τις ανάγκες των λαϊκών μαζών. Η «γραμμή» της είναι η προσπάθεια κατευνασμού ή και συμπόρευσης με τις ΗΠΑ, η υποστήριξη ενός εναλλακτικού (ιμπεριαλιστικού) κέντρου σαν αντίβαρο στις ΗΠΑ, η χειραγώγηση και η χρησιμοποίηση του κινήματος.

Η «συμβολή» της άποψης του John Holloway

Δεν είναι καθόλου παράξενο στις μέρες μας να αναπτύσσεται και να διαδίδεται μια νεο-αναρχική άποψη σύμφωνα με την οποία είναι εφικτό να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να κατακτήσουμε την πολιτική εξουσία. Αυτό υποστηρίζει ο σκωτσέζος καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Πουέμπλα στο Μεξικό John Holloway, παρουσιαζόμενος σαν ο πιο έγκυρος εκφραστής και ερμηνευτής του ζαπατισμού (αν και πολλοί του αμφισβητούν αυτό το ρόλο).

Τις απόψεις αυτές τις έχει υποστηρίξει στο βιβλίο του «Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (2002). Ορισμένα αξιώματα του John Holloway είναι: «Το κράτος, το οποιαδήποτε κράτος, οποιαδήποτε και να είναι η σύνθεση της κυβέρνησης, προωθεί την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Είναι υποχρεωμένο να ταπεινώνει και να ορίζει». «Υπάρχει ένα επαναστατικό υποκείμενο που είναι η αξιοπρέπεια. Δεν υπάρχει καμιά οικοδόμηση επαναστατικού κόμματος, καμιά στρατηγική για την παγκόσμια επανάσταση, κανένα πρόγραμμα μετάβασης». «Η επανάσταση είναι απλά ο διαρκής ανυποχώρητος αγώνας για αυτό που δεν μπορεί να επιτευχθεί κάτω από τον καπιταλισμό: την αξιοπρέπεια, τον έλεγχο στις ίδιες τις ζωές μας».

Αν μπουν μαζί οι απόψεις του John Holloway με αυτές του Τόνι Νέγκρι, τότε έχουμε έναν πλήρη ιδεολογικό και πολιτικό αφοπλισμό του κινήματος και λειαίνουμε το έδαφος για την προώθηση των στόχων της συντηρητικής παράταξης. Η επίθεση στη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό, η επίθεση στις βασικές απόψεις του μαρξισμού για την ανάγκη καταστροφής της αστικής κρατικής μηχανής (που πάντα ξεχνάνε αναρχικοί και νεο-αναρχικοί) και τη χρησιμοποίηση της νέας πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη για την προώθηση του κοινωνικού μετασχηματισμού, η επίθεση στην ανάγκη πολιτικής οργάνωσης και απόκτησης στρατηγικής και ταχτικής από την πλευρά των υποτελών τάξεων, όλα αυτά, κάτω από την πιο ζαχαρωμένη ριζοσπαστική και επαναστατική φρασεολογία, δεν αποτελούν παρά αποπροσανατολιστικές προσπάθειες.

Μια σοβαρή υποτίμηση

Αν την εποχή της Α’ Διεθνούς το εργατικό κίνημα ήταν το μόνο νέο εμφανιζόμενο κίνημα και κατανοούσε την ανάγκη της οργάνωσής του και της διεθνικής πάλης, στις μέρες μας έχουν αναπτυχθεί πολλά και διαφορετικά κινήματα. Με την οπισθοχώρηση που σημειώθηκε τα τελευταία 30 χρόνια και την οργανωμένη-συντονισμένη επίθεση ιμπεριαλισμού και αστισμού κατορθώθηκε να υποβαθμιστεί σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων η σημασία και η κεντρικότητα του εργατικού κινήματος. Έτσι, πολλοί λένε: «Το εργατικό κίνημα ίσως να ήταν πρωταγωνιστής του προηγούμενου αιώνα, έδωσε εξετάσεις και απότυχε, σήμερα αποτελεί μια μειοψηφία και πάντως δεν είναι σε θέση να αλλάξει τον κόσμο». Πέρα απ’ αυτά, «το κομμουνιστικό κίνημα, ο σοσιαλισμός σαν πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και σαν εναλλακτικό σύστημα έδωσαν ό,τι μπορούσαν» – οπότε σήμερα οι υποστηρικτές των ανωτέρω «θέσεων» αναζητούν κάτι άλλο: είτε την παραμονή στα πλαίσια του συστήματος διεκδικώντας περισσότερα δικαιώματα και αλλαγές, είτε, όπως λέει ο John Holloway: «Αν προσπαθήσουμε να γίνουμε δυνατοί ιδρύοντας ένα κόμμα, παίρνοντας τα όπλα και κερδίζοντας κάποιες εκλογές, τότε δεν θα διαφέρουμε από όλους τους άλλους δυνατούς της ιστορίας. Επομένως δεν υπάρχει διέξοδος, δεν υπάρχουν ρωγμές στον κύκλο της εξουσίας. Άρα τι μπορούμε να κάνουμε; Να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία. Και πώς γίνεται αυτό; Δεν το ξέρουμε». Δηλαδή να παραμείνουμε στο «δεν ξέρουμε». Φυσικά ο ίδιος έχει ισχυριστεί πως «δεν θέλουμε να κατανοήσουμε τον κόσμο αλλά να τον αρνηθούμε». Μάλλον δηλαδή δεν ξέρουμε και δεν θέλουμε να μάθουμε, τα υπόλοιπα θα τα κάνει η… «αξιοπρέπεια».

Αυτά δεν αποτελούν ιδεολογικές απαντήσεις και διέξοδο στα τόσα ζητήματα που η ιστορική πείρα και η ίδια η πραγματικότητα έχει θέσει και θέτει! Τι αξία έχουν αυτές οι απαντήσεις για εμπειρίες όπως λόγου χάρη το Ιράκ, η Κούβα, η Παλαιστίνη, η Βενεζουέλα, η Αργεντινή, το Νεπάλ, οι Φιλιππίνες, η Βολιβία, για το αντιπολεμικό κίνημα, ή για το κίνημα ενάντια στην ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση;

Κανένας άλλος κόσμος δεν είναι εφικτός χωρίς την οργάνωση και ενεργητική συμμετοχή των βασικών μαζών, δηλαδή πρώτα και κύρια των εργαζομένων. Καμιά άλλη δύναμη δεν μπορεί να είναι η ραχοκοκαλιά του κοινωνικού μπλοκ που θα οδηγήσει στον εφικτό, αναγκαίο νέο κόσμο.

Και η «αδύναμη» παράταξη;

Αυτή εξακολουθεί να δίνει τη μάχη της ή τις μάχες της σε σκόρπια τάξη, ασυντόνιστα κατά το μεγαλύτερο μέρος, με ελάχιστα στηρίγματα. Κύρια δύναμή της είναι η προωθητική δύναμη των εξεγέρσεων, των ξεσπασμάτων, της λαϊκής ενεργοποίησης. Η «αδύναμη» παράταξη έχει άμεση ανάγκη από συγκρότηση, γνώση και συνολικοποίηση της πείρας που έχει συσσωρευτεί. Έχει ανάγκη από σταθερά σημεία πολιτικής και ιδεολογικής αναφοράς, από διεθνή συντονισμό και από γενική γραμμή. Ο επαναστατικός μαρξισμός με όλα τα εφόδια από το παρελθόν, αλλά και με τη δυνατότητα που μόνο αυτός έχει να αναλύσει την πραγματικότητα και να δώσει προοπτική, οφείλει να αποτελέσει ένα από τα πιο αποφασιστικά όπλα της «αδύναμης» παράταξης.

Στην πραγματικότητα, αν η τελευταία κατανοήσει τη δύναμή της, θα προλάβουμε να δούμε κι άλλες πρωτόγνωρες καταστάσεις, που θα μας φέρνουν πιο κοντά σε διεθνές επίπεδο στο στάδιο της ενεργητικής αντίστασης. Οφείλουμε να συμβάλουμε σ’ αυτή την επιτάχυνση!