Έγκλημα και τιμωρία
Η ιστορία, στις μέρες μας, επαναλαμβάνεται κυρίως σαν φάρσα.Το φθινόπωρο του 2007, ήταν το ΠΑΣΟΚ που, τιμωρημένο πιο αυστηρά από τη ΝΔ στις εκλογές της περιόδου, βυθιζόταν στην κρίση. Δύο χρόνια μετά, η ίδια εικόνα -φάρσα επαναλαμβάνεται με πρωταγωνιστή τη συντηρητική παράταξη. Η απόφαση του Κ. Καραμανλή να προκαλέσει πρόωρες εκλογές σε μια δύσκολη συγκυρία για τη ΝΔ, η επιλογή να παρουσιάσει προεκλογικά μια προκλητικά σκληρή και εξόφθαλμα αντιλαϊκή πολιτική και η παραίτησή του μετά τη συντριβή αποτελούν τις ορατές αιτίες της ήττας της ΝΔ και της αναπόφευκτης κρίσης της. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι να αναζητηθεί το αν και πώς σχετίζονται οι περιοδικές και επαναλαμβανόμενες κρίσεις ηγεσιών των δύο κομμάτων εξουσίας με τη φθορά του ίδιου του δικομματικού συστήματος.
Κοινά χαρακτηριστικά
Όπως το 2007 έτσι και τώρα, εκείνο που θα λείψει στην εσωκομματική αντιπαράθεση είναι η πολιτική συζήτηση, η αναζήτηση των λόγων που οδήγησαν στην ήττα. Όχι γιατί δεν τους υποψιάζονται. Όχι μόνο γιατί, αν καταλογίζονταν ευθύνες σε κεντρικές επιλογές της ηγετικής ομάδας, θα έβαζαν σε δοκιμασία την ενότητά τους. Απλά μια τέτοια συζήτηση θα ακυρώσει την ίδια την ύπαρξή τους σαν κόμματα εξουσίας.
Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι η νίκη του ενός οφείλεται κυρίως στην ήττα του άλλου. Αυτή η αλήθεια ομολογείται κυνικά σαν δικαιολογία της ήττας από ιθύνοντες του κάθε φορά ηττημένου κόμματος στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Τι σημαίνει, όμως, αυτή η εκτίμηση; Η εκλογική ήττα, στην πραγματικότητα, εκφράζει την καταδίκη, την τιμωρία των βασικών πολιτικών επιλογών που ακολουθήθηκαν από την κυβέρνηση που χάνει την εξουσία. Αυτό που χαρακτηρίζει τις ήττες είναι η απογοήτευση και η μετακίνηση κοινωνικών στρωμάτων, που βλέπουν τη θέση τους να χειροτερεύει.
Αντίστοιχα αυτό που κερδίζει είναι η αναζήτηση της κυβέρνησης που θα είναι λιγότερο χειρότερη από την προηγούμενη. Και, παράλληλα, οι πολύπλευρα καλλιεργούμενες ψευδαισθήσεις ότι η επόμενη κυβέρνηση θα περιορίσει τις ακραίες εκφράσεις της “ελεύθερης αγοράς”, θα βάλει τέρμα στα σκάνδαλα, τη διαφθορά, την εύνοια των ημέτερων κ.λπ. Όλες οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις το πιστοποιούν. Έτσι η τιμωρία των επιλογών της κυβέρνησης δεν μετατρέπεται σε ήττα του νεοφιλελευθερισμού και του δικομματισμού.
Αυτά, βέβαια, δεν μπορούν να συζητηθούν στα συνέδρια των κομμάτων εξουσίας. Εκείνο που συζητιέται είναι φλυαρίες για το σχέδιο επαναπροσεταιρισμού των μετακινηθέντων ψηφοφόρων. Σήμερα, η αντιπαράθεση στη ΝΔ αφορά το αν αυτή η επαναπροσέγγιση θα ικανοποιηθεί από την υιοθέτηση μιας δεξιάς ιδεολογίας με σκληρή αντιπολίτευση ή αν θα κυριαρχηθεί από την κεντροδεξιά ρητορική. Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι αναγκαία η συναίνεση στις στρατηγικές επιλογές του συστήματος. Και δίπλα σε αυτά, χρειάζεται να διακηρυχθούν και κατάλληλες δόσεις “κοινωνικής ευαισθησίας”. Το 2004, ο Γ. Παπανδρέου το ονόμασε “ριζοσπαστική αριστερή στροφή”. Τώρα η Ντ. Μπακογιάννη το ονομάζει “κοινωνικό φιλελευθερισμό”. Και έπεται συνέχεια. Πρακτικά, το μόνο που μένει είναι η αντικατάσταση του “καμένου” αρχηγού από τον άφθαρτο. Κριτήριο η δυνατότητά του να καταστεί εκλεκτός των δυναμικών παραγόντων της εξουσίας, εντός και εκτός της χώρας.
Βέβαια, σε κάθε σχέδιο μπορεί να εμφανιστούν περιπλοκές. Έτσι, στην περίπτωσή μας, είχε συμφωνηθεί η παράδοση της ηγεσίας της ΝΔ στην Ντόρα. Η έκταση της ήττας και ο θυμός της λαϊκής βάσης οδήγησε στο σημείο η παράδοση να μπει σε περιπέτεια με τη “συμμετοχή” της βάσης. Παρ’ όλα αυτά, η διαφαινόμενη επικράτηση της Ντόρας θα αναδείξει το πιο αμερικανόφιλο δίδυμο κυβέρνησης-αντιπολίτευσης από το 1974 και μετά.
Στήριγμα του συστήματος
Για το δικομματικό σύστημα δεν έχει μεγάλη σημασία ποιος θα είναι αρχηγός. Το ομολογεί ο Ι. Κ. Πρετεντέρης: “Η δυναμική εξουσίας στη χώρα ορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση σχεδόν με κανόνες αυτοματισμού. Αν το ΠΑΣΟΚ τα πάει καλά, οι άλλοι θα πάνε άσχημα. Αν η κυβέρνηση τα πάει άσχημα, η ΝΔ θα επιστρέψει θριαμβευτικά στο προσκήνιο”. Το ζητούμενο είναι να υπάρχουν ισχυρά δύο κόμματα εξουσίας. Ο εκάστοτε αρχηγός είναι αναλώσιμος. Κριτήριο στήριξης και αποδοχής του είναι η ικανότητα να εξαπατά το εκλογικό σώμα, όταν συσσωρεύονται αδιέξοδα για το οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η ικανότητά του, δηλαδή, να απορροφά τους κραδασμούς του συστήματος και να συνεχίζει την ίδια πολιτική που έριξε στο καναβάτσο τον αντίπαλο, δηλαδή τον μέχρι πριν από λίγο εκλεκτό τους, όταν αναλαμβάνει την κυβερνητική εξουσία.
Και τα κόμματα εξουσίας εμπεδώνουν τις αρχές του συστήματος. Όταν είναι στην εξουσία, εφαρμόζουν εκείνα που “έκρυβαν” με επιμέλεια όταν ήταν αντιπολίτευση (βλέπε λιμάνι, ΟΤΕ, Ολυμπιακή, ασφαλιστικό κ.λπ.). Όταν είναι στην αντιπολίτευση, πολιτεύονται με τον κανόνα του “ώριμου φρούτου”, αναμένουν, δηλαδή, τα λάθη και τη φθορά του αντιπάλου σαν όχημα επανόδου στην εξουσία. Τα υπόλοιπα αναλαμβάνει η πολύμορφη επιχειρηματικότητα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, μίντια, παραγωγή σκανδάλων, αποκαλύψεις, δημοσκοπήσεις κ.λπ.
Βέβαια, η συνεχής και ανιαρή επανάληψη του ίδιου έργου το καθιστά τελικά αναποτελεσματικό. Η απώλεια ενός εκατομμυρίου ψήφων από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ανάμεσα στις εκλογές του 2004 και του 2009 πιστοποιεί μια ορισμένη φθορά του δικομματικού συστήματος. Είναι αυτό αισιόδοξο γεγονός.
Δεν είναι αρκετό. Η δυνατότητα του συστήματος να ξεπεράσει την οικονομική και πολιτική του χρεοκοπία θα εξαρτηθεί από την έκβαση της κοινωνικής-ταξικής πάλης που βρίσκεται σήμερα σε κομβική στιγμή.
Θα εξαρτηθεί, βέβαια, και από τη στάση της Αριστεράς.