Η συγκράτηση των ψήφων του ΣΥΡΙΖΑ (316.000 άνθρωποι, κι όχι ένας κλειστός κύκλος) σε ένα περιβάλλον γενικά δυσμενές για την Αριστερά, λόγω της σαρωτικής επικράτησης του ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύει ορισμένες σκέψεις για τα πολιτικά χαρακτηριστικά των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ:
1. Την αντοχή του πολιτικού ακροατηρίου που επιθυμεί μια αριστερή φωνή υπεράσπισης των κινημάτων (νεολαίας, οικολογικών, δικαιωμάτων, υπεράσπισης των μεταναστών) στη Βουλή χωρίς τα απωθητικά στοιχεία του λόγου του ΚΚΕ. Η πολιτικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2006 και μετά, η σύνδεσή του με το κίνημα εναντίον της αναθεώρησης του άρθρου 16, η συγκρότησή του ως δυναμικής αντιπολίτευσης μέσα κι έξω από τη Βουλή, ο αντισυμβατικός λόγος του Αλαβάνου, που συμπύκνωσε την ανάγκη για μια ενωτική, αγωνιστική, αριστερή παράταξη στην ελληνική κοινωνία διαμόρφωσαν αυτό το πολιτικό ακροατήριο, που επιμένει να ψηφίζει, να στηρίζει και να ελπίζει στο ΣΥΡΙΖΑ.
2. Τη συσπείρωση του πολιτικού αυτού ακροατηρίου μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και την ενεργοποίηση ενός “κομματικού πατριωτισμού”, που δεν αντιστοιχεί όμως και σε γενικότερα χαρακτηριστικά ενεργητικής ένταξης. Πολλοί από τους ψηφοφόρους που ανησύχησαν σε αυτές τις εκλογές δεν δείχνουν να επιθυμούν αναβάθμιση της συμμετοχής τους στα πράγματα.
3. Τη σχετική αδιαφορία του πολιτικού αυτού ακροατηρίου για ζητήματα γενικότερης πολιτικής ταυτότητας και για τη διάρθρωση συνολικότερου πολιτικού λόγου (π.χ. ζητήματα οικονομίας, μοντέλου ανάπτυξης για τη χώρα, γεωπολιτικά ζητήματα), που θα απέτρεπε τη σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ και θα προωθούσε την κατοχύρωση καλύτερων θέσεων για το κίνημα την επόμενη μέρα. Παρεπόμενο της αδιαφορίας αυτής είναι κι η αποδοχή ως αυτονόητου του γεγονότος ότι τα λαϊκά στρώματα, που επλήγησαν από την πολιτική της ΝΔ, θα εναπόθεταν τις ελπίδες τους στο ΠΑΣΟΚ του ανεπαρκέστερου και σίγουρα όχι χαρισματικού πολιτικού αρχηγού της μεταπολίτευσης, του Γ. Παπανδρέου. Η επιμονή σε επιμέρους πλευρές της κινηματικής δράσης (π.χ. προστασία ελεύθερων χώρων, δικαιώματα μεταναστών κ.λπ.) αποτελεί αναμφισβήτητα θετικό στοιχείο, το οποίο όμως ταυτόχρονα ενέχει τον κίνδυνο της μονομέρειας και της εγκατάλειψης της συνολικότερης πολιτικοποίησης του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά δε στην παρούσα συγκυρία, με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, είναι ανάγκη να αποφευχθεί η “κατά περίπτωση αντιπολίτευση” και η αποπολιτικοποίηση που αυτή συνεπάγεται.
4. Την αδιαφορία έως και ανοχή αυτών των ψηφοφόρων σε πρακτικές της πολιτικής εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν αρμόζουν σε αριστερούς ριζοσπάστες, όπως ο ηγεμονισμός των ισχυρών συνιστωσών, ο ηγεμονισμός επιβεβλημένων αρχηγών, ο εξοβελισμός άλλων απόψεων και ο παραγκωνισμός διακεκριμένων στελεχών.
5. Την αποδοχή, σε μεγάλο βαθμό, της μιντιακής αντίληψης για την πολιτική, όπως η αναγνώριση του καθοριστικού ρόλου των επιτυχημένων τηλεοπτικών εμφανίσεων και η απώλεια κριτηρίου σχετικά με τους λόγους που τα μίντια, το τελευταίο διάστημα, σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στο ΣΥΡΙΖΑ.
Χρειάζεται προσοχή, επομένως, γιατί η “αποπολιτικοποίηση” διαβρώνει και την Αριστερά. Έπειτα από χρόνια παπαγαλίας ότι το “είναι” καθορίζει τη συνείδηση, τμήμα της Αριστεράς (ηγετικά και ενδιάμεσα στελέχη αλλά και τμήμα της βάσης) τείνει στο ότι το “φαίνεσθαι” καθορίζει τη συνείδηση, που ολοκληρώνεται κυρίως διά της ψήφου. Ενώ το ορθό θα ήταν να γίνει μια συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης της διάθεσης και της παρουσίας αυτού του ακροατηρίου και ξεπεράσματος των αδυναμιών που παρουσιάζει ή καλλιεργούνται. Η Αριστερά χρειάζεται να καλλιεργήσει “αντισώματα” στην αστική –σε τελευταία ανάλυση– αποπολιτικοποίηση.
Κ.Κ.