Ήταν η διαδοχή του Κ. Σημίτη από τον Γ. Παπανδρέου όπου δοκιμάστηκε για πρώτη φορά το μοντέλο της εκλογής του πολιτικού αρχηγού από τη “βάση” του κόμματος. Κι ήταν ιδιαίτερα έντονος ο συμβολισμός και ο χαρακτήρας εκείνης της πρώτης φοράς, ώστε σφράγισε στη συνέχεια τα νέα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής. Μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς προπαγάνδας και αποθέωσης του εκλεκτού –εκλεκτού όχι βέβαια του απερχόμενου τότε πρωθυπουργού, αλλά του πέραν του Ατλαντικού μεγάλου συμμάχου και των ντόπιων διαπλεκόμενων–, ο Γ. Παπανδρέου ως μοναδικός υποψήφιος “βαφτίστηκε” στην κομματική βάση των “μελών και φίλων”. Δεν επρόκειτο για καμία πολιτική τομή, όπως πολύ σύντομα αποδείχτηκε. Επρόκειτο για μια χοντροκομμένη –αλά ελληνικά– αντιγραφή του αμερικάνικου μοντέλου της απόλυτης αρχηγοκεντρικής-προεδροκεντρικής δομής. Οποιαδήποτε ενδιάμεση δομή πολιτικής οργάνωσης, συγκρότησης, συζήτησης και αντιπαράθεσης σταδιακά απονεκρώνεται και διαλύεται. Είναι, άλλωστε, περιττή στην εποχή της επικοινωνιακής και, βέβαια, μοναδικής πολιτικής, αυτής που επιβάλλουν οι αγορές και η Νέα Τάξη.
Η εμφανιζόμενη ως νέα διαδικασία αναβάπτισης του ηγέτη στη λαϊκή βάση δεν είναι παρά το φύλλο συκής, η νομιμοποίηση της διαστροφής της πολιτικής στο μιντιακό χυλό, που πλημμυρίζει τις συνειδήσεις των πολιτών.
Το τι ακολούθησε άμεσα την εκλογή του Γ. Παπανδρέου αξίζει να το θυμίσουμε, γιατί αποδεικνύει πόση σχέση είχε η λευκή επιταγή (“Γιώργο, άλλαξέ τα όλα” ήταν το σύνθημα που κυριάρχησε) που εξασφάλισε από το λαό του ΠΑΣΟΚ με τις επιλογές του: Συμμαχία με τους ακραία νεοφιλελεύθερους Μάνο και Ανδριανόπουλο. Διακήρυξη για την ανασφάλιστη εργασία των νέων. Ολοκληρωτική υποστήριξη του σχεδίου Ανάν στην Κύπρο. Υποστήριξη των ιδιωτικών πανεπιστημίων με την κατάργηση του άρθρου 16 του Συντάγματος.
Όλες αυτές οι πολιτικές επιλογές δεν είχαν και δεν έχουν καμία απολύτως δημοκρατική και εσωκομματική νομιμοποίηση. Όμως, εδώ και καιρό, το κόμμα δεν είναι τίποτε άλλο από μία αρχηγική δομή προεδρικών συμβούλων και λόμπι, που αποτυπώθηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στη σύνθεση της νέας κυβέρνησης.
Βέβαια, κάτω από τα ωραία στρογγυλεμένα λόγια της εξαμερικανισμένης επικοινωνιακής πολιτικής, η πραγματική πολιτική πληγώνει διαρκώς, και γι’ αυτό ο κόσμος –χωρίς άλλωστε να έχει κι άλλη διέξοδο– μαυρίζει τους εκάστοτε εκλεκτούς ή τις αναγκαστικές λύσεις που το σύστημα επιβάλλει στα πλαίσια της γνωστής εναλλαγής.
Τέτοιο ήταν και το μαύρισμα της ΝΔ, τέτοιο και το μαύρισμα του πασοκικού εκσυγχρονισμού το 2004. Κανένας από τους δυναμικούς παράγοντες σίγουρα δεν επιθυμεί τέτοιο επικίνδυνο τσαλάκωμα του ενός πόλου του δικομματισμού. Η επιλογή της εκλογής του νέου ηγέτη της ΝΔ από την κομματική βάση αποσκοπεί κυρίως σε μία αναζωογόνηση και ενίσχυση της εικόνας της ΝΔ. Και, βέβαια, θα ακουστούν ξανά πολλά για τη δύναμη του λαού και την άμεση δημοκρατία. Πολλά, τα οποία θα πεταχτούν στα σκουπίδια την επομένη, που ο νέος εκλεκτός θα προσαρμόσει το δικό του πολιτικό και ιδεολογικό “τίποτα” στο “τίποτα” του Γ. Παπανδρέου, στο περιτύλιγμα, δηλαδή, της μοναδικής πολιτικής που επιβάλλει το “σύστημα”.
Άρα, πού βρίσκεται η δημοκρατία και η πραγματική συμμετοχή; Στην εποχή που η κυριαρχία βρίσκεται στα χέρια των υπερεθνικών οργανισμών και των χρηματιστηριακών αγορών και οι κυβερνήσεις έχουν καταντήσει ολιγαρχικά αδιαφανή κέντρα υλοποίησης δεδομένων πολιτικών, επιστρέφουμε στην πιο αντιδραστική αποϊδεολογικοποίηση και στον πιο πρωτόγονο ολοκληρωτικό μεσσιανισμό. Ο εκλογικός νόμος, που είναι στα σκαριά, θα σπρώξει σε πιο διπολική, πιο προεδροκεντρική, πιο αυταρχική κατεύθυνση το πολιτικό σκηνικό. Η εξαγγελλόμενη άμεση εκλογή του τρίτου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης στις περιφέρειες θα πανηγυριστεί σαν άλλη μία συμμετοχική κατάκτηση, ενώ στην ουσία θα σημάνει πιο άμεση, πιο αποτελεσματική περιφερειακή διαπλοκή και τοπική αγκίστρωση για τις μεγάλες και μικρές, αμαρτωλές και απόλυτα αδιαφανείς πολιτικοοικονομικές μαφίες. “Πρώτα ο πολίτης”, αλλά ο πολίτης που έχουν ήδη διαμορφώσει κατ’ εικόνα και ομοίωση της μιντιακής επιχειρηματικής “μεταπολιτικής”: χωρίς συλλογική και ταξική συνείδηση, χωρίς πολιτικά κριτήρια, χωρίς ιδεολογικές αναφορές και μνήμη, έχοντας αποδεχτεί ως αναπόφευκτη τη στείρωση διεκδικήσεων και προσδοκιών. Το κάλεσμα για συμμετοχή του νέου πρωθυπουργού φαντάζει σαν πρόσκληση σε μία συλλογική μέθη λήθης, αποχαύνωσης και ψευδαίσθησης.
Πολύ φιλόδοξο για να πετύχει!
Αλλά, είπαμε, ο αμερικανισμός δεν μπορεί να εξατμίσει την πραγματική πολιτική. Στη δική μας χώρα, Σημίτης και Καραμανλής το πλήρωσαν ήδη για τα καλά.
Δημήτρης Υφαντής