Υστερα από 30 χρόνια σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, αρχικά, και με την ΕΕ, στη συνέχεια, δεν έχει γίνει κανένας σοβαρός απολογισμός για το τι έδωσε και τι πρόσφερε αυτή η σχέση στους εργαζόμενους και στην οικονομία του τόπου. Εξ αρχής τα κύρια επιχειρήματα του αστικού κόσμου ήταν οι πολιτικές εγγυήσεις και εξασφαλίσεις που θα μας έδινε η ένταξη (π.χ. διασφάλιση συνόρων από εξ ανατολών κίνδυνο) και, στη συνέχεια, μετά το ’81, άρχισαν τα επιχειρήματα για την οικονομική στήριξη, που τάχα μας έδωσε η ΕΕ, και τις εισροές κεφαλαίων, “πακέτων”, “προγραμμάτων”, που χωρίς αυτά ίσως βούλιαζε γρηγορότερα η οικονομία μας. Στη συνέχεια, έρχεται το επιχείρημα ότι χωρίς το ευρώ θα καταρρέαμε σαν χώρα – περίπου όπως η Ισλανδία πρόσφατα. Αυτά ισχυρίζεται μέσες άκρες ο αστισμός και όλοι όσοι τρέφονται απ’ αυτόν. Μόνο που αυτά δεν είναι απολογισμός για μια πορεία 30 χρόνων. Δεν γίνεται καμιά συζήτηση για τα ποιοτικά στοιχεία του μοντέλου οικονομικής “ανάπτυξης” που ακολουθήθηκε, δεν γίνεται καμιά σοβαρή συζήτηση για τους ποσοτικούς δείκτες της πραγματικής οικονομίας και, ιδιαίτερα, για την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία. Κυρίως όμως δεν λέγεται τίποτα για το πώς, ενώ επιβλήθηκε στο όνομα της σύνδεσης και της εξόδου από την κρίση μια πρωτοφανής λιτότητα στους εργαζόμενους, σήμερα βλέπουμε να κατρακυλά το σύστημα σε πιο βαθιά κρίση. Με μια μεγάλη ποιοτική διαφορά: μέσα σε 30 χρόνια, η χώρα έχει χάσει κάθε εργαλείο οικονομικής προσαρμογής και διεύθυνσης μιας αναδιάρθρωσης. Πρακτικά δεν μπορεί να αντιδράσει στις συνέπειες της απορρύθμισης και της πλήρους απελευθέρωσης των αγορών. Ακόμα χειρότερα, μπαίνει σε καθεστώς οικονομικής επιτήρησης, και ο βρόγχος της χρέωσης δημιουργεί ασφυκτικά πλαίσια. Θέλοντας να συμβάλουμε στην προώθηση ενός προβληματισμού, που στραγγαλίζεται εσκεμμένα από τον αστισμό στη χώρα μας, δημοσιεύουμε στη συνέχεια δύο άρθρα-παρεμβάσεις, που έγιναν το τελευταίο διάστημα. Το πρώτο είναι ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στην “Αυγή”, στις 3/6, και επιχειρεί έναν απολογισμό εισροών και εκροών από και προς την ΕΕ βγάζοντας ορισμένα συμπεράσματα. Το δεύτερο είναι αποσπάσματα από την παρέμβαση του Παναγιώτη Λαφαζάνη στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ για την κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να μπει στη συζήτηση για τον απολογισμό, χωρίς παρωπίδες, και να μη φοβηθεί τα συμπεράσματα και τις πολιτικές τους συνέπειες από την έρευνα που πρέπει να κάνει. Το ποιος ωφελήθηκε και ωφελείται από τη σχέση Ελλάδας-ΕΕ είναι φανερό: η μειοψηφία πλουσίων στη χώρα μας με έντονα τα μεταπρατικά χαρακτηριστικά της και, βεβαίως, οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί κολοσσοί και οι τράπεζες της Ευρώπης, δηλαδή των ισχυρών της Ευρώπης. Όταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης κάνει λόγο για νεοαποικιακού τύπου επιτήρηση, φέρνει στην επιφάνεια ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά των σχέσεων που συνάπτονται εντός της “παρέας” των 27 της ΕΕ. Δεν είναι ισότιμες σχέσεις, σχέσεις σύγκλισης και κοινοτικής αλληλεγγύης, αλλά σχέσεις ισχυρών προς αδύναμους, σχέσεις επιβολής με έντονα τα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Ποια πολιτική, ποια κατεύθυνση, ποια γραμμή, ποια αιτήματα πρέπει να έχει το αριστερό κίνημα, πανευρωπαϊκά αλλά και μέσα σε καθεμία από τις χώρες που συμμετέχουν στην ΕΕ; Το πάγωμα της σκέψης δεν είναι φιλοευρωπαϊσμός. Ο ευρωσκεπτικισμός δεν είναι κατ’ ανάγκη αντιευρωπαϊσμός. Η αντίθεση στην ΕΕ και η ανάδειξή της ως αυτό που είναι αποτελεί μάλλον τη μεγαλύτερη προσφορά στη διεθνιστική αλληλεγγύη των εργαζομένων στην Ευρώπη, και μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορεί να δημιουργηθεί ένα πραγματικό και κοινό για όλους τους εργαζόμενους “ευρωπαϊκό κεκτημένο”. Διότι, αν λείπει αυτή η πνοή κι αυτός ο προσανατολισμός, ο “αριστερός ευρωπαϊσμός” καταντά την Αριστερά να κρατά το φαναράκι στο Μεγάλο Συνασπισμό του ευρωπαϊκού (πολυδιασπασμένου, αλλά ενωμένου απέναντι στη ζωντανή εργασία) κεφαλαίου.