Αρκετή συζήτηση αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα στα έντυπα και στις ηγεσίες της Αριστεράς (κι όχι τόσο μέσα στον κόσμο) σχετικά με το πρόγραμμα εξουσίας και με το εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα. Από την πλευρά του ΚΚΕ, μεγάλη έμφαση στο ζήτημα έδωσε σε μια εκτενή τοποθέτησή της η Αλ. Παπαρήγα, που δημοσιεύεται σε τέσσερις σελίδες στο "Ριζοσπάστη" (02.12.2007 σελ 15-18). Μια χαρακτηριστική αναφορά:
"Η κυβέρνηση, το όργανο της λαϊκής εξουσίας, θα είναι υποχρεωμένο να ικανοποιήσει πιεστικές λαϊκές ανάγκες αλλά και να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του λαού στο νέο πρωτόγνωρο έργο, να στηρίζει το λαϊκό κίνημα, να στηρίζεται και να ελέγχεται από αυτό μέσα από νέους θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου. Οι θεσμοί αυτοί θα γεννώνται στην πορεία της αναμέτρησης και, ιδιαίτερα, στην κορύφωση της. Από τα πρώτα της βήματα, η κυβέρνηση, η λαϊκή εξουσία, θα έχει να αντιμετωπίσει την οργανωμένη εσωτερική και διεθνή αντίδραση. Αναπόφευκτα θα τεθεί το ζήτημα αναδίπλωση ή αντεπίθεση".
Η ηγεσία του ΚΚΕ, φέρνοντας το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας στο προσκήνιο της πολιτικής συζήτησης, όχι σαν ένα ζήτημα ζύμωσης αλλά σαν ένα ζήτημα άμεσης πολιτικής αντιπαράθεσης και διαχωρισμού, επιχειρεί δύο πράγματα: Από τη μια, να "στριμώξει" το ΣΥΡΙΖΑ, που κατά το ΚΚΕ δεν αμφισβητεί την αστική εξουσία, κι έτσι να περιχαρακώσει τις γραμμές του κόμματος από τη διείσδυση του ενωτικού μηνύματος που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, να απαξιώσει το κινηματικό μήνυμα που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ, να μειώσει τη σημασία του μετώπου ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Η ηγεσία του ΚΚΕ επιχειρεί να πείσει ότι δήθεν το κρίσιμο είναι το τι θα γίνει με την κατάκτηση της εξουσίας και όχι το πώς σήμερα θα τροποποιηθούν (ή και θα ανατραπούν) οι συσχετισμοί. "Οι κοινωνικοί αγώνες μικρά αποτελέσματα μπορεί να έχουν", λέει και ξαναλέει η Αλέκα – πάλι δε καλά, που φτάνει να αναγνωρίζει ότι μπορεί να έχουν έστω μικρά αποτελέσματα, καθ’ ότι, παλιότερα, ήταν κι αυτό ακόμη αμφισβητήσιμο. Τα μεγάλα κινήματα του τελευταίου δίχρονου ήταν αυτά που έκαναν υποχρεωτική αυτή τη μικρή αναδίπλωση, αλλά και πάλι ο πυρήνας της τοποθέτησης παραμένει ο ίδιος: "Για να γίνει αποτελεσματική η πάλη, πρέπει το λαϊκό κίνημα να έχει τη δική του πρόταση εξουσίας. Έτσι θα αποσπά και κάποιες κατακτήσεις…" (συνέντευξη Αλ. Παπαρήγα στο "Βήμα", 10 Φλεβάρη 2008).
Η λαϊκή εξουσία μετατρέπεται σε φαντασίωση, κι ενώ η γ.γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ είναι λαλίστατη στο τι θα γίνει στα πλαίσια της λαϊκής εξουσίας, στο τι θεσμοί θα γεννηθούν, στο πώς θα αντιμετωπισθεί η διεθνής και εσωτερική αντίδραση (αναπαράγοντας ορισμένα γενικά σωστά πράγματα από την εμπειρία προηγούμενων επαναστατικών αποπειρών), υπάρχει μια εκκωφαντική σιωπή για το βασικό. Πώς, δηλαδή, θα φτάσουμε εκεί; Πώς θα οικοδομηθεί ο υποκειμενικός παράγοντας και πώς θα ανατραπούν οι τωρινοί συσχετισμοί; Κι ακόμη, τι απαγορεύει σήμερα την ενωτική δράση στο μαζικό κίνημα, γιατί μια αντινεοφιλελεύθερη και αντιμπεριαλιστική κατεύθυνση να μην αποτελεί επαρκή βάση; Έτσι αναπαράγεται μια κατάσταση απογείωσης από την πραγματικότητα. Και αυτή συμπληρώνεται με ένα κλίμα αφασιακής γενικολογίας, καθ’ ότι ούτε το ζήτημα του σοσιαλισμού ως προοπτικής τίθεται με σοβαρούς όρους από πλευράς ηγεσίας του ΚΚΕ – είναι χαρακτηριστικό ότι τα συμπεράσματα γύρω από τις αιτίες της κατάρρευσης ακόμη μελετώνται και αναμένονται.
Είναι, εν τέλει, άδικος ο ισχυρισμός ότι ο αρρωστημένος "ιδεασμός" για τη λαϊκή εξουσία είναι αποπροσανατολιστικός για το κίνημα και "χρήσιμος" για τη διάσπαση και τη μείωση της εμβέλειας του κινήματος; Ποιος βγαίνει κερδισμένος απ’ αυτόν;
Τα κυβερνητικά διλήμματα των ΜΜΕ
Από την άλλη πλευρά, βλέποντας το ρεύμα προς τον ενωτικό, κινηματικό, νεανικό και μαχητικά αντιπολιτευτικό ΣΥΡΙΖΑ, οι φωστήρες των ΜΜΕ επιχειρούν να τον εγκλωβίσουν στα δήθεν αδυσώπητα διλήμματα της πραγματικότητας. Τα ποσοστά σας ανεβαίνουν, πρόταση εξουσίας όμως έχετε; Αυτό είναι το πιο συνηθισμένο μοτίβο που θέτουν. Τι αγωνία κι αυτή για να έρθει η Αριστερά στην εξουσία, θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί. Όμως ο στόχος των καλοπληρωμένων υπάλληλων του κάθε Λαμπράκη, Μπόμπολα, Λάτση, Βαρδινογιάννη και Αγγελόπουλου, είναι άλλη: Να εγκλωβιστεί η λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση στον κυβερνητισμό. Προφανώς, οι ισχυροί των ΜΜΕ καθορίζουν το πλαίσιο της συζήτησης και τον ορίζοντα του ρεαλιστικού και εφικτού. Γι’ αυτούς η επίτευξη στόχων και αιτημάτων του λαϊκού κινήματος δεν είναι εφικτή μέσα από μεγάλα κινήματα, από τη μαζική εξωκοινοβουλευτική πάλη. Μόνο, υποτίθεται, μέσα από την κυβερνητική διαχείριση μπορεί να επιτευχθούν στόχοι. Και η κυβερνητική διαχείριση μπορεί να γίνει εφικτή μόνο μέσα από μια κυβέρνηση συνεργασίας. Να, λοιπόν, πώς η επιχειρηματική ελίτ επιχειρεί να παρέμβει μέσα στο υπό διαμόρφωση ρεύμα προς τη ριζοσπαστική Αριστερά και να το φορμουλάρει στα γνωστά κεντροαριστερά σενάρια. Σήμερα, βέβαια, ούτε καν η ανανεωτική πτέρυγα του ΣΥΝ δεν αναφέρεται στην κεντροαριστερά, όπως γινόταν σε προηγούμενες περιόδους, ακριβώς γιατί βρίσκεται τόσο χαμηλά η αξιοπιστία του ΠΑΣΟΚ. Όμως, από πλευράς δυναμικών κέντρων, η επιχείρηση διαμόρφωσης επιρροών και ώθησης προς την κεντροαριστερά ήδη δρομολογείται μέσα από κυβερνητικού χαρακτήρα διλήμματα αλλά και με την άνευρη επικοινωνιακή προβολή, ειδικά με την υπερ-προβολή, της ηλικιακής ανανέωσης και την αποσιώπηση της κινηματικής στόχευσης.
Αντίσταση ή κυβερνητισμός
Ο κυβερνητισμός είναι ένας πατροπαράδοτος προσανατολισμός της επίσημης Αριστεράς, και των δύο ιστορικών πτερύγων της, και του ΚΚΕ και της ανανεωτικής Αριστεράς. Τα προγράμματα τους, ειδικά μέχρι την οπισθοχώρηση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν υποταγμένα στην επίκληση της κυβέρνησης των προοδευτικών δυνάμεων (και στη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, φυσικά) σαν μόνης λύσης για το λαϊκό κίνημα. Οδηγήθηκαν στη συγκυβέρνηση (με ΝΔ αρχικά, με ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια) το ’89 -’90. Ανάλογα παραδείγματα υπήρξαν και σε διεθνές επίπεδο, όπως της πληθυντικής αριστεράς στη Γαλλία και των κεντροαριστερών κυβερνήσεων στην Ιταλία. Το επίδικο για τα δυναμικά κέντρα του συστήματος, ειδικά στις σημερινές συνθήκες πολιτικής κρίσης και απονομιμοποίησης του δικομματισμού, είναι να ενταχθεί στη ρότα του κυβερνητισμού και ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ένα ενωτικό και κινηματικό εγχείρημα με αρκετά στοιχεία πρωτοτυπίας για την ελληνική μεταπολιτευτική ιστορία. Ο ριζοσπαστικός αντινεοφιλελευθερισμός του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί και πρέπει να μην ενσωματωθεί. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση που προέρχεται από ηγετικά στελέχη του ΣΥΝ για εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης πρέπει να εκληφθεί σαν προσαρμογή στις απαιτήσεις της επικοινωνιακής πολιτικής, που μπορεί να επαναφέρει αρκετούς κινδύνους στη ρότα του κυβερνητισμού. Δεν είναι φοβική η τοποθέτησή μας. Είναι επιθετική απέναντι στους κυρίους των συγκροτημάτων, που ενώ, μέχρι τώρα, αντιμετώπιζαν το κίνημα και το ΣΥΡΙΖΑ σαν "αριστερίστικο γκρουπούσκουλο", τώρα επιχειρούν να φορμουλάρουν τα όρια του εφικτού και τους τρόπους των διεκδικήσεων του κινήματος. Είναι επιθετική, γιατί είναι στιγμή αντίστασης, είναι στιγμή να βαθύνει το πολιτικό περιεχόμενο και το ιδεολογικό στοιχείο μέσα στην πλατιά αντινεοφιλελεύθερη συμμαχία μας. Είναι στιγμή αντίστασης στην ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, που φουλάρει ειδικά αυτό το διάστημα. Είναι στιγμή αντίστασης και εγρήγορσης, όχι εφησυχασμού από την άνοδο των ποσοστών και εσωστρέφειας με θεωρητικά κατασκευάσματα. Είναι στιγμή να υπάρξουν δομές στη λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ που να βοηθούν την αντίσταση. Παράλληλα, κανείς δεν μπορεί να υποτιμά ή να θεωρεί μη ρεαλιστικά τα αιτήματα που αναδεικνύονται μέσα από την αντίσταση αυτή: Π.χ. το "Να ζει κανείς με αξιοπρέπεια από ένα μισθό και μια σύνταξη" είναι ένα κεντρικό προγραμματικό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει για το "Κανείς φτωχός, κανείς αποκλεισμένος από εργασία, παιδεία, υγεία, ασφάλιση". Το ίδιο επίσης για το "Να φορολογηθεί αποφασιστικά το μεγάλο κεφάλαιο". Το ίδιο για το "Έξω το ΝΑΤΟ και οι βάσεις". Με απλά λόγια, είναι σκέτη κοροϊδία το ότι είμαστε δύναμη άρνησης και το ότι δεν έχουμε πλαίσιο θετικών προτάσεων. Δεν είναι εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι αν αυτό το πλαίσιο θα είναι συμβατό ή ανταγωνιστικό με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, αν θα είναι κεντροαριστερό ή πραγματικά αριστερό.
Χρίστος Καραμάνος