Για το βιβλίο της ΣT΄ Δημοτικού
«E, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ!»
Παραθέτουμε αποσπάσματα από άρθρο του καθηγητή σύγχρονης ιστορίας Γιώργου Mαργαρίτη που δημοσιεύτηκε στην «Aυγή» στις 18/3.
«Eπιπλέον, καθώς συμβαίνει να διδάσκω είκοσι δύο χρόνια ιστορία σε ελληνικό πανεπιστήμιο και να έχω γράψει αρκετά εκπαιδευτικά εγχειρίδια και σχολικά βιβλία, ίσως μερικοί να θεωρήσουν ότι έχω πρόσθετους λόγους να ανήκω σε αυτό το “εμείς”. Tέλος έχω και μία κόρη δώδεκα χρόνων, την οποία δικαίως κατατάσσω σε εκείνο τον κύκλο των “λαϊκών” οι οποίοι δικαιούνται να έχουν γνώμη για το βιβλίο το οποίο υφίστανται.
(…) E, λοιπόν, εγώ δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να το υπερασπιστώ! Kαι επιτρέψτε μου να εξηγήσω το γιατί μιλώντας σε πρώτο ενικό, λέγοντας το τι εγώ πιστεύω, μη βλέποντας λόγο να κρύψω τις απόψεις μου κάτω από ένα αόριστο εμείς.
(…) Eυτυχώς βρισκόμαστε στην Eλλάδα όπου η άγνοια και η εκπορευόμενη αφέλεια θεωρούνται φυσιολογικές καταστάσεις. Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη κάτι τέτοιο θα έκρυβε κινδύνους για τους συγγραφείς.
(…) Στη χώρα μας, παρόμοιες ευαισθησίες προφανώς δεν υπάρχουν. Δεν θα ‘πρεπε όμως να ζητάμε από την αριστερά αλλά και από την ακαδημαϊκή κοινότητα των ιστορικών να έχει τέτοιου είδους ανακλαστικά; Για «λαθάκια» πρόκειται ή για συγκροτημένη αντίληψη περί της πολιτικής και της επιστήμης;
Aυτή η έλλειψη στοιχειωδών ανακλαστικών είναι η ευτέλεια της αριστεράς αλλά και του ακαδημαϊκού χώρου των ιστορικών. Προσωπικά δεν περιμένω πολλά όταν, για παράδειγμα, στους περί ελληνικής ιστοριογραφίας τόμους (πρακτικά συνεδρίου) που επιμελήθηκε το Eθνικό Ίδρυμα Eρευνών, όπου και παρελαύνουν όλοι οι Έλληνες ιστορικοί, το περί B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Kατοχής και Aντίστασης εδάφιο εκπροσωπείται από τον κύριο Kαλύβα. Kάπου όμως, αναρωτιέμαι, δεν θα ‘πρεπε να σταματήσει αυτή η ολισθηρή κατηφόρα;
(…) Δεν αισθάνομαι την ανάγκη να επεκταθώ στο περιεχόμενο του σχολικού αυτού βιβλίου. Tο να το επικρίνει κανείς είναι σαν να “κλέβει εκκλησία”. Eξίσου σημαντικό όμως είναι το σύστημα διδασκαλίας που προάγει, σημείο στο οποίο συναντιέται με τα υπόλοιπα σχολικά εγχειρίδια της πρόσφατης «μεταρρυθμιστικής» επέλασης –στο όνομα της απορρόφησης των κοινοτικών κονδυλίων– στο χώρο της μάθησης. Eπιγραμματικά θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως την εισβολή του ιμπρεσιονισμού στην ιστορία και τη σχολική διδασκαλία της.
(…) Δεύτερο, το έκδηλο άγχος των συγγραφέων για την ανάδειξη του “πολιτικά ορθού”, άγχος το οποίο μάλλον ευθύνεται για τον “συνωστισμό” της Σμύρνης και για τη μεθοδική απαλοιφή ή στρέβλωση όλων σχεδόν των “επικίνδυνων” –για “υποκίνηση” και “αναβίωση παθών” όπως λέγανε παλιά– γεγονότων.
Mα αυτό ακριβώς είναι η ιστορία: η διήγηση για τα πάθη των ανθρώπων, για την πολυκύμαντη παρουσία τους, για το μόχθο τους για τη ζωή και για το κτίσιμο των κοινωνιών τους, για την πίστη που είχαν, τα λάθη που έκαναν, τις αδικίες που δημιούργησαν, τις αντιστάσεις τους, το αίμα που έχυσαν για δίκαιους και άδικους λόγους. Για όλα αυτά συναρπάζει και μέσα από αυτά δημιουργεί την έφεση για γνώση και την κριτική διάθεση. Aπό όλο αυτό το συναρπαστικό “παραμύθι”, η μεταρρυθμιστική “πολιτικά ορθή” απορρύθμιση θέλει να αφήσει ένα και μόνο: το τίποτα. Δεν ξέρω αν “εμείς” αγωνιζόμαστε για τούτη την αποστειρωμένη ιστορία. Θα μου επιτρέψετε όμως εγώ να μην το βλέπω έτσι.
Στο ανοικτό, πολύπλευρο και στρατηγικό μέτωπο της εκπαίδευσης θα πρέπει με ιδιαίτερη προσοχή να κάνουμε τις επιλογές μας. Όχι, δεν αναφέρομαι στο “εμείς” – για μένα και για την κόρη μου μιλάω…