Συνέντευξη με τον Δημήτρη Ξιάρχο, πρόεδρο του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης Λακεδαίμονος "Ο Πλήθων"
Λίγες μέρες μετά το άνοιγμα των σχολείων, και το ζήτημα των βιβλίων που μπήκαν στα σχολεία από πέρσι έρχεται στο προσκήνιο και πάλι. Το γεγονός ότι τα νέα βιβλία εντάσσονται στη γενικότερη φιλοσοφία που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας είναι προφανές, αφού καθημερινά αναδεικνύεται η σκοπιμότητα και τα ταξικά χαρακτηριστικά μιας εκπαιδευτικής "μεταρρύθμισης", που -περιλαμβάνοντας και τα βιβλία- αποκλείει από νωρίς τους μη έχοντες από την εκπαίδευση, σπρώχνοντας όλο και περισσότερους στην παραπαιδεία. Για τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των νέων βιβλίων μίλησε στην "Αριστερά!" ο Δημήτρης Ξιάρχος, πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπ/σης Λακεδαίμονος "Ο Πλήθων".
Έχει περάσει ήδη μία σχολική χρονιά που διδάσκονται τα νέα βιβλία και έχει ήδη ξεκινήσει η καινούρια χρονιά. Ποια είναι η γνώμη σας για την πρώτη χρονιά διδασκαλίας τους;
Στην αρχή οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί θεώρησαν πως οι κλυδωνισμοί που προέκυψαν κατά τη χρήση των νέων βιβλίων είχαν αιτία την προσαρμογή στην καινούρια διάρθρωση και αντίληψη της διδακτέας ύλης και πως θα ήταν προσωρινοί. Με την πάροδο του χρόνου, αντιλαμβάνονταν πως πολλά από τα νέα βιβλία είναι έτσι δομημένα που, παρ’ όλη την εξαντλητική προσπάθεια που απαιτούν, με ό,τι σημαίνει αυτό, έχουν περιορισμένα αποτελέσματα. Να μην πούμε για την ένταση που προκαλούν σε γονείς και μαθητές, ιδιαίτερα των μικρών τάξεων, διαταράσσοντας σοβαρά τις συναισθηματικές-ψυχικές τους σχέσεις.
Μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας είχε αντιδράσει για το περιεχόμενο των νέων βιβλίων. Ένα χρόνο μετά, η αντίθεση των εκπαιδευτικών μήπως επιβεβαιώνεται;
Η αντίδραση των εκπαιδευτικών αρχικά παρουσιάστηκε από κάποιους σαν αδράνεια στην αλλαγή προς κάτι σύγχρονο και σαν συντηρητισμός. Η πρώτη και κύρια κριτική αναφέρθηκε στα βιβλία της Ιστορίας και στα πολιτικοκοινωνικά ιδεολογήματα που επιχείρησε να στηρίξει, εντείνοντας ή αμβλύνοντας, αναδεικνύοντας ή υποβαθμίζοντας και πολλές φορές διαστρέφοντας ιστορικές στιγμές.
Εκείνο όμως που στην πράξη πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις ήταν η προσέγγιση της ελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών. Η πρώτη προσεγγίζεται σαν ξένη γλώσσα με μια ανάγκη χρηστικής-πρακτικής προσέγγισης, μακριά από τη δυνατότητα αξιοποίησής της σε υψηλότερο επίπεδο με σκοπό τη διατύπωση και κατανόηση σκέψεων και προβληματισμών, μακριά από την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη διαμόρφωση προσωπικοτήτων. Στα Μαθηματικά τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Η ασύνδετη ύλη, η κακή διατύπωση και δομή, η πυκνότητα, η απουσία εμφανών στόχων, το επίπεδο των δυσκολιών κ.ά. κουράζουν, απογοητεύουν και αποθαρρύνουν από νωρίς τους μαθητές, δημιουργώντας μια γενιά χωρίς θετική ανάλυση και σκέψη.
Η πλειοψηφία των γονιών λέει ότι τα παιδιά τους είναι αδύνατο να μάθουν κάτι από αυτά τα βιβλία και ότι αναγκάζονται να στραφούν προς τα φροντιστήρια, από το δημοτικό κιόλας. Εσείς έχετε παρόμοια εμπειρία; Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Ακριβώς εδώ αρχίζει η τεράστια κοινωνική σημασία τους. Υπάρχουν γονείς που δεν έχουν το χρόνο ή τη δυνατότητα να ασχοληθούν οι ίδιοι, κι άλλοι που αδυνατούν να πληρώνουν φροντιστήρια. Τι γίνεται με αυτά τα παιδιά που βιώνουν από πολύ νωρίς την ταξικότητα της δωρεάν παιδείας μας; Αλλά τι γίνεται και με τα άλλα, που για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων, πρέπει να καθηλώσουν την ενεργητικότητά τους και να σκοτώσουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν: τον παιδικό τους χρόνο;
Κατά τη γνώμη σας, τι ανθρώπους διαμορφώνουν τα νέα βιβλία και ο τρόπος διδασκαλίας τους που το υπουργείο θέλει να επιβάλει;
Από τα παραπάνω προκύπτει πως διαμορφώνεται ένας άνθρωπος χωρίς συγκρότηση, χωρίς δυνατότητα ανάλυσης και κριτικής σκέψης, με αποσπασματικές γνώσεις και πρόσκαιρες δεξιότητες, με άχρηστες ή αναλώσιμες πληροφορίες, χειραγωγήσιμος, υποτακτικός και απροστάτευτος στον κοινωνικό-εργασιακό του βίο.
Νομίζω πως είναι καιρός να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος, όχι μόνο στον εκπαιδευτικό χώρο αλλά σε όλη την κοινωνία, για το είδος και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης σε συνάρτηση με τις κοινωνικές, οικονομικές, εργασιακές, οικολογικές ανάγκες και δυνατότητες.
Τη συνέντευξη πήρε η Κατερίνα Τριανταφύλλου