2ο συνέδριο ΚΟΕ
Ερωτήσεις – Απαντήσεις στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου
Στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου και βάσει των Θέσεων, φτάνουν στην ΚΟΕ από συντρόφους και συναγωνιστές σημαντικές ερωτήσεις. Στο παρόν φύλλο ασχολούμαστε με θέματα που αφορούν το Μέρος Ι: «Για τις διεθνείς και εσωτερικές εξελίξεις» (οι αριθμοί αντιστοιχούν στο κείμενο των Θέσεων όπως δημοσιεύθηκε στο ένθετο του φύλλου 217 της εφημερίδας μας).
Τι είναι «σχεδιοποιημένη οικονομία»
Στις θέσεις για το 2ο Συνέδριο ο όρος «σχεδιοποιημένη οικονομία» χρησιμοποιείται σαν ένα βασικό στοιχείο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στη θέση 25 αναφέρεται: «Pητά και κατηγορηματικά: η λύση για την εργατική τάξη και τους λαούς της Eυρώπης είναι ο σοσιαλισμός, ένα νέο κοινωνικό σύστημα που θα συνδυάζει τη σχεδιοποιημένη οικονομία με την ολόπλευρη συμμετοχή των μαζών στην οργάνωση και διεύθυνση μιας άλλης κοινωνίας».
Κάνουμε αυτή τη διευκρίνιση γιατί στοιχεία μιας ορισμένης «σχεδιοποίησης» αναγκάστηκε να εισαγάγει και ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα με την κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Επομένως να εξηγηθούμε όσο πιο συνοπτικά γίνεται: Ο σοσιαλισμός μπορεί να νοηθεί σαν μια διπλή στην ουσία της κίνηση: Οι εργαζόμενοι καταργούν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής –αυτά γίνονται κτήμα της κοινωνίας– και οργανώνουν την παραγωγή σύμφωνα με ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών των εργαζόμενων και όχι μιας μειοψηφίας. Η κοινωνία οφείλει να γίνει κύριος του συνόλου των παραγωγικών μέσων για να μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει, σύμφωνα με ένα σχέδιο, για το καλό του συνόλου ώστε να εξαφανιστεί η προηγούμενη υποδούλωση των ανθρώπων στα μέσα παραγωγής, στα μέσα που παρήγαγαν οι ίδιοι. Η κοινωνία δεν μπορεί να θεωρείται ελεύθερη και κυρίαρχη αν δεν απελευθερωθούν όλα τα άτομα. Γι’ αυτό πρέπει να ανατραπεί από τα θεμέλια ο παλιός τρόπος παραγωγής και, ιδιαίτερα, πρέπει να εξαφανιστεί ο παλιός καταμερισμός εργασίας. Στη θέση τους πρέπει να μπει μια τέτοια οργάνωση της παραγωγής, ώστε από τη μια μεριά, κανένα άτομο να μην μπορεί να φορτώσει την παραγωγική του εργασία που αυτός πρέπει να εκτελέσει σε άλλους και, από την άλλη, η παραγωγική εργασία, αντί να είναι ένα μέσο υποδούλωσης των ανθρώπων να γίνει μέσο απελευθέρωσής τους, προσφέροντας στο κάθε άτομο τη δυνατότητα να τελειοποιεί και να βάζει σε ενέργεια, προς όλες τις κατευθύνσεις, κάθε πνευματική και σωματική του ικανότητα.
Τα παραπάνω λόγια είναι του Ένγκελς, που τα συμπληρώνει με τη φράση «αυτό σήμερα δεν είναι κάτι φανταστικό, δεν είναι ευσεβής πόθος», δείχνουν τη σημασία που έχει η ανθρώπινη παρέμβαση και πρωτοβουλία για τη διαδικασία απελευθέρωσης και παράλληλα δείχνουν τη σημασία της οργάνωσης της παραγωγής σύμφωνα με ένα σχέδιο.
Ο Σαρλ Μπετελέμ ήταν ένας από τους διαπρεπής Ευρωπαίους μελετητές της σχεδιοποιημένης οικονομίας και είχε μελετήσει τις εμπειρίες σχεδιοποίησης στη Σοβιετική Ένωση, στην Κούβα και την Κίνα. Γράφει λοιπόν ο Σ. Μπτελέμ σχετικά: «Βασικά, μπορούμε ν’ άντιπαραθέσουμε στην οίκονομια της αγοράς τη σχεδιασμένη οικονομία…»
Σε μια οικονομία αγοράς, οι τελικές και πραγματικές οικονομικές αποφάσεις παίρνονται από ατομικούς οικονομικούς φορείς με βάση τα ξεχωριστά συμφέροντά τους.
Η καπιταλιστική οικονομία είναι ή πιο εξελιγμένη μορφή της οικονομίας της αγοράς και χαρακτηρίζεται προπάντων απ’ την ύπαρξη μιας αγοράς εργασίας, γιατί στην καπιταλιστική οικονομία οί εργαζόμενοι έχουν αποχωριστεί από τα μέσα παραγωγής και οφείλουν να πουλήσουν «τήν εργατική τους δύναμη για να μπορέσουν να ζήσουν, ενώ τα μέσα παραγωγής τα εχει σφετεριστεί μια περιορισμένη κοινωνική τάξη, η τάξη των καπιταλιστών». Ή τάξη αυτή “αξιοποιεί” τα μέσα παραγωγής με σκοπό την ιδιοποίηση όσο το δυνατό μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής με τη μορφή της υπεραξίας.
Ό καπιταλιστικός προγραμματισμός –πού καμιά φορά τον λένε “ενδεικτικό σχεδιασμό”– δεν μπορεί ν’ αλλάξει θεμελιακά τους όρους της αναπαραγωγής και της διανομής, γιατί αφήνει ανέγγιχτες τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις ιδιοποίησης.
Σ’ αυτή την καπιταλιστική οικονομία αντιπαρατίθεται ή σοσιαλιστική οικονομία, όπου εργαζόμενοι είναι συλλογικοί ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Σε μια τέτοια σοσιαλιστική οικονομία δεν υπάρχει πια ούτε αγορά εργασίας, με την αυστηρή σημασία της λέξης, ούτε αγορά κεφαλαίων ακόμα. Στη λειτουργία και την ανάπτυξη αυτής της οικονομίας, οι μηχανισμοί της αγοράς βασικά έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στο σχεδιασμό, που καθορίζει τους όρους της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό, άλλωστε, δε σημαίνει πώς ο μηχανισμός της αγοράς δεν εξακολουθεί να παίζει ένα ρόλο σχετικά εξαρτημένο στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου (πού μπορεί να είναι αρκετά μακρόχρονη). Αυτό θα συμβαίνει όσο καιρό θα εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένες εμπορευματικές σχέσεις καθώς και οι εμπορευματικές κατη-γορίες και προπάντων το χρήμα…
Θ’ αρχίσω μ’ έναν πολύ γενικό ορισμό του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, με σκοπό να φανεί ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την πραγματοποίησή του.
Γενικά μπορούμε να πούμε πως ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός είναι μια συλλογική δραστηριότητα που χρησιμοποιείται απ’ τους εργαζόμενους μιας σοσιαλιστικής χώρας για να καθοριστούν συντονισμένα οι στόχοι στον τομέα της παραγωγής και της κατανάλωσης, παίρνοντας υπόψη τους αντικειμενικούς οικονομικούς νόμους και τις ιδιότητες της κοινωνικής ανάπτυξης, και για να εξασφαλιστεί η πραγματοποίηση αυτών των στόχων στις καλύτερες συνθήκες.
Ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός, λοιπόν, απαιτεί, σε τελευταία ανάλυση, να βασίζονται οι θεμελιακές οικονομικές αποφάσεις στους εργαζόμενους.
Η απαίτηση αυτή έχει τριπλή σημασία:
1. Η απαίτηση αυτή είναι έκφραση του γεγονότος ότι ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός είναι δυνατό να γίνει μόνο σε μια κοινωνική δομή οπού δεν υπάρχουν μη εργαζόμενοι, εκμεταλλευτές και κοινωνικά παράσιτα που αποχτούν εξουσία χάρη στο χρήμα.
2. Ο σοσιαλιστικός σχεδιασμός είναι δυνατό να γίνει μόνο όταν τα κυριότερα μέσα παραγωγής και ανταλλαγής βρίσκονται στα χέρια της κοινωνίας και όχι ιδιωτών. Αυτό σημαίνει εθνικοποίηση των κυριότερων μέσων παραγωγής και ανταλλαγής. Για να μπει σε κίνηση ή διαδικασία επιταχυνόμενης κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, το ουσιαστικό είναι να ιδιοποιηθεί το σύνολο αυτά πού ονομάζονται “δεσπόζοντες τομείς” της οικονομίας: τη μεγάλη βιομηχανία, τα ορυχεία, τα μεγάλα μέσα μεταφορών, τις μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, το εξωτερικό εμπόριο, τις τράπεζες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
3. Μια τρίτη απαίτηση του σοσιαλιστικού σχεδιασμού είναι η ύπαρξη μιας θεσμικής οσμής που να επιτρέπει στους εργαζόμενους να συμμετέχουν δραστήρια στην επεξεργασία και την κινητοποίηση των οικονομικών σχεδίων. Χρειάζεται δηλαδή να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις μιας γνήσιας δημοκρατίας, μιας ελεύθερης κυκλοφορίας των εισηγήσεων, των προτάσεων και των κριτικών.
Αν δεν πραγματωθεί αυτή ή προϋπόθεση, ο σχεδιασμός δεν μπορεί να είναι συλλογικό έργο. Δεν μπορεί να έχει την υποστήριξη και τη βοήθεια των εργαζόμενων που χρειάζεται για να είναι αποτελεσματικός, δεν έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητες της οικονομίας.
Οι συγκεκριμένες μορφές, που μπορεί να πάρουν θεσμικές δομές της πραγματικής δημοκρατίας, είναι δυνατό, βέβαια, να διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τις ειδικές συνθήκες κάθε χώρας, ανάλογα με τις εθνικές παραδόσεις…
Ωστόσο, εκείνο που είναι ουσιαστικό είναι ότι οι εργαζόμενοι συμμετέχουν πραγματικά στη διαμόρφωση των οικονομικών σχεδίων και ιδιαίτερα εκείνων των όψεων του σχεδίου που τους αφορούν πιο άμεσα». (Σαρλ Μπετελέμ, «Μελέτες και άρθρα», Αθήνα 1974, εκδόσεις Στοχαστής)
Τι είναι ο συστημικός κίνδυνος
Ο όρος «συστημικός κίνδυνος» χρησιμοποιείται όταν υπάρχει ο κίνδυνος από την κατάρρευση μέρους ενός συστήματος να προκληθεί μια αλυσιδωτή αντίδραση στα υπόλοιπα μέρη με αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση ολόκληρου του συστήματος.
Συνεπώς αναφερόμαστε σε μια περίπτωση όχι ενός κραδασμού ή μιας μερικής υποχώρησης – πτώσης κ.λπ.– αλλά μιας μεγάλης κατάρρευσης. Όλοι οι οικονομικοί αναλυτές που θέλουν λίγο να σέβονται τον εαυτό τους θεωρούν ότι η επέκταση της «καζινο-οικονομίας» και η τεράστια επέκταση της χρηματιστηριακής σφαίρας και του τζόγου που γίνεται πάνω στα «άυλα-προϊόντα» (τίτλους, μετοχές κ.λπ.) δημιουργεί ένα συστημικό κίνδυνο για κατάρρευση του παγκόσμιου χρηματιστικοοικονομικού συστήματος.
Αν και ο όρος απαντάται περισσότερο σε οικονομικές αναλύσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην εξέταση οποιουδήποτε άλλου συστήματος. Ο όρος «συστημικός» δεν πρέπει να συγχέεται με τον όρο «συστηματικός». Ο δεύτερος όρος σημαίνει «κάτι που γίνεται κατά σύστημα, με ορθολογικό τρόπο ή σε τακτά χρονικά διαστήματα», ενώ ο όρος «συστημικός» παραπέμπει σε ό,τι σχετίζεται ή εξαρτάται από ένα σύστημα, δηλαδή από ένα σύνολο στοιχείων με προκαθορισμένες μεταξύ τους σχέσεις και λειτουργίες.
Τι είναι το «κίνημα των αδεσμεύτων»
Το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» είναι μια διεθνής οργάνωση που συσπειρώνει πάνω από 100 χώρες που θεωρούνται αδέσμευτες από (και ενάντια) στις βασικές μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Οι βάσεις αυτής της συσπείρωσης χωρών τέθηκαν το 1955 με τη Συνδιάσκεψη του Μπαντούνγκ, στην οποία πήραν μέρος 29 ανεξάρτητες χώρες από την Ασία και την Αφρική με στόχο να ενώσουν τις δυνάμεις τους ενάντια στην αποικιοκρατία και να τηρήσουν ανεξαρτησία από τις μεγάλες δυνάμεις. Η διάσκεψη αυτή ήταν η πρώτη στην ιστορία που δεν πήραν μέρος και δεν προσκλήθηκαν οι μεγάλες δυνάμεις. Στη διάσκεψη αυτή, που γίνεται σε κλίμα ανάπτυξης αγώνων και αλληλεγγύης ανάμεσα στους λαούς της περιοχής, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο η συμμετοχή της Κίνας.
Στην πορεία, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπάρχουν διαφοροποιήσεις και το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» συγκροτείται κυρίως από δυνάμεις όπως Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Αίγυπτος. Το 1961, στο Βελιγράδι, 31 χώρες ιδρύουν το «Κίνημα των Αδεσμεύτων». Το 1964, στο Κάιρο, παίρνουν μέρος 64 χώρες, 11 εκ των οποίων προέρχονται από την αμερικάνικη ήπειρο. Στη διάσκεψη της Λουσάκα το 1969, υιοθετείται μια πιο μόνιμη δομή γύρω από οικονομικά και πολιτικά θέματα. Στις συναντήσεις αυτές δεν παίρνει μέρος η Κίνα.
Στη 14η Σύνοδο του «Κινήματος των Αδέσμευτων» το 2006, σηματοδοτήθηκε μια πιο δυναμική παρέμβαση στη διεθνή σκηνή με προοπτική να συμμαχήσουν οι μικρότερες και φτωχότερες χώρες κατά των ιμπεριαλιστικών και επεκτατικών βλέψεων κάθε μεγάλης δύναμης.
Γενικοί γραμματείς του «Κινήματος των Αδεσμεύτων» έχουν διατελέσει ο Γιουγκοσλάβος Τίτο (1961-1964), ο Αιγύπτιος Νάσερ (1964-1970), ο Αλγερινός Μπουμεντιέν (1970-1973), ο Φιντέλ Κάστρο (1979-1983) και από το 2006 ο Ραούλ Κάστρο. Στις πρόσφατες συναντήσεις του «Κινήματος» παίζουν ρόλο και ο Ούγκο Τσάβες και ο Έβο Μοράλες.
Η Κύπρος ήταν μέλος του «Κινήματος των Αδεσμεύτων» μέχρι το 2006. Όπως ανακοίνωσε η κυπριακή κυβέρνηση, «το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε όπως η Κυπριακή Δημοκρατία θα αποχωρήσει από το Κίνημα των Αδεσμεύτων και από τη Συμμαχία Μικρών Νησιώτικων Κρατών…», «Το θέμα του ασυμβίβαστου της συμμετοχής της Κύπρου στους δύο αυτούς οργανισμούς έχει ήδη εγερθεί σε διάφορα επίπεδα τόσο από την ΕΕ όσο και από το Κίνημα των Αδεσμεύτων», «Η αποχώρηση της Κύπρου είναι φυσιολογική λόγω της ένταξης στην ΕΕ και η ιδιότητα του φιλοξενουμένου έχει ήδη παραχωρηθεί και στη Μάλτα και θα παραχωρηθεί και στην Κύπρο και η επαφή συντηρείται».
Τι είναι επιστολική ψήφος
Είναι η μορφή συμμετοχής των απόδημων Ελλήνων στις εθνικές εκλογές της Ελλάδος. Πρόκειται για τη δυνατότητα άσκησης του εκλογικού τους δικαιώματος στις εθνικές εκλογές από την εκάστοτε χώρα διαμονής τους. Μέχρι τώρα όσοι είχαν εκλογικά δικαιώματα έρχονταν στην Ελλάδα και ψήφιζαν.
Να η περιγραφή της διαδικασίας της επιστολικής ψήφου:
Ο πρακτικότερος-οικονομικότερος-ευκολότερος και φερεγγυότερος τρόπος ψηφοφορίας για τους απόδημους Έλληνες είναι η επιστολική ψήφος. Άλλωστε είναι η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη μέθοδος στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στις ΗΠΑ. Και αυτό διότι το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για τις Ευρωεκλογές –δηλαδή δημιουργία εκλογικών τμημάτων στα κατά τόπους προξενεία ή πρεσβείες– είναι εφαρμόσιμο μόνο σε σχετικά πυκνοκατοικημένες χώρες με αντίστοιχες υποδομές και ευκολία μετάβασης. Είναι όμως αδύνατο να χρησιμοποιηθεί σε χώρες όπου ο Ελληνισμός είναι διάσπαρτος (ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Λατινική Αμερική, Αφρική κ.λπ.) και η μεταβίβαση των ψηφοφόρων σε εκλογικό τμήμα είναι αποτρεπτική ή αδύνατη. Και είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί η δυνατότητα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία όλων των αποδήμων Ελλήνων οπουδήποτε και αν βρίσκονται.
Η μέθοδος της επιστολικής ψήφου μπορεί να εφαρμοστεί ως εξής:
Ο απόδημος Έλληνας ψηφοφόρος που έχει καταγραφεί στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους θα λαμβάνει –τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την ημέρα των εκλογών– ταχυδρομικώς, στη μόνιμη διεύθυνση κατοικίας του στο εξωτερικό, που δήλωσε κατά την εγγραφή του, ένα φάκελο απεσταλμένο από το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος. Ο φάκελος αυτός εμπεριέχει τρεις μικρότερους φακέλους μαζί με τον αντίστοιχο αριθμό ειδικών ψηφοδελτίων. Είναι προφανές ότι τα ειδικά ψηφοδέλτια θα πρέπει να έχουν προετοιμαστεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος πριν από την ημέρα των εκλογών –τουλάχιστον 1 μήνα– για να μπορούν να αποσταλούν εγκαίρως στους ψηφοφόρους.
Ο απόδημος ψηφοφόρος, αφού συμπληρώσει το ειδικό ψηφοδέλτιο, το βάζει κλείνοντάς το στο μικρότερο φάκελο. Ο φάκελος αυτός δεν έχει ουδεμία ένδειξη – είναι πανομοιότυπος με αυτούς που χρησιμοποιούνται στις εθνικές εκλογές. Τοποθετεί ακολούθως το μικρό αυτόν φάκελο αυτό σε ένα μεγαλύτερο, ο οποίος έχει προτυπωμένο στο εξωτερικό του τον αριθμό του από το ειδικό εκλογικό μητρώο και τον σφραγίζει.
Στη συνέχεια, ο δεύτερος φάκελος αυτός τοποθετείται στον τρίτο φάκελο, ο οποίος αποστέλλεται με συστημένη και επείγουσα επιστολή σε συγκεκριμένη προτυπωμένη στο φάκελο διεύθυνση στην Ελλάδα (Υπουργείο Εσωτερικών). Ο αφιχθείς στην Ελλάδα φάκελος ανοίγεται παρουσία ειδικής επιτροπής, η οποία βεβαιώνει ότι δεύτερος εσωτερικός φάκελος δεν έχει παραβιαστεί και ταυτοχρόνως καταγράφει στον ειδικό κατάλογο τον ειδικό εκλογικό αριθμό μητρώου που αναγράφεται στην εξωτερική μεριά του δευτέρου φακέλου. Ο φέρων τον αντίστοιχο αριθμό απόδημος ψηφοφόρος θεωρείται πλέον ψηφίσας. Στη συνέχεια, ανοίγει το δεύτερο φάκελο και τοποθετεί τον τρίτο και χωρίς ένδειξη σφραγισμένο φάκελο –που περιέχει το ψηφοδέλτιο– σε ειδική κάλπη.
Η ειδική αυτή κάλπη ανοίγεται παρουσία εκλογικού αντιπροσώπου και εφορευτικής επιτροπής την ημέρα των εκλογών, μετά τη λήξη της ψηφοφορίας, και γίνεται η καταγραφή των ψήφων των αποδήμων.
Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια μεθόδευση που κάνουν τα δύο μεγάλα κόμματα για να μπορούν να κυριαρχούν και να μονοπωλούν περισσότερο την πολιτική ζωή του τόπου. Γιατί σε τέτοιες συνθήκες, πολίτες που ζούνε χρόνια άλλού θα ρυθμίζουν ζητήματα και προβλήματα που απασχολούν τους Ελλαδίτες και τα νήματα θα κινούνται από όσους έχουν τη δυνατότητα να «πληροφορούν» και να δραστηριοποιούν τη «μάζα» των αποδήμων. Τα κόμματα του δικομματισμού έφερναν «καραβιές» αποδήμων μ’ «αεροπλάνα και βαπόρια». Τώρα θέλουν να στραγγίξουν κάθε ψήφο από το εξωτερικό προς όφελός τους. Το κραυγαλέο είναι ότι η ψήφος των αποδήμων θα πηγαίνει στο νομό που είναι εγγεγραμμένοι, αλλοιώνοντας πιο κατάφωρα το εκλογικό αποτέλεσμα. Όλα τα κόμματα της αριστεράς έχουν καταγγείλει την «επιστολική ψήφο».