Το θέμα των χιλιάδων “αόρατων” –για το κράτος– παιδιών που έχουν γεννηθεί ή έχουν ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στην Ελλάδα ανοίγει το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια των μεταναστών δεύτερης γενιάς και το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, κάνοντας κάποια θετικά βήματα, αν ως τέτοια μπορεί να χαρακτηριστούν οι παραχωρήσεις αυτονόητων δικαιωμάτων. Παρόλο που οι ρυθμίσεις, λόγω του μικρού αριθμού μεταναστών που αφορούν, απέχουν από το να απαντήσουν ουσιαστικά στο πρόβλημα και σίγουρα δεν απαντούν συνολικά στο μεταναστευτικό ζήτημα, καθώς δεν συνοδεύονται από μια διευρυμένη διαδικασία ουσιαστικής νομιμοποίησης, αφορούν ένα έστω μικρό μέρος των χρόνιων αιτημάτων του μεταναστευτικού και αντιρατσιστικού κινήματος.
Τα βέλη της κριτικής μεταναστών και αντιρατσιστικών κινήσεων –πέρα από την υπαναχώρηση του Γ. Παπανδρέου, που προεκλογικά είχε προσυπογράψει το αίτημα για απόδοση ιθαγένειας χωρίς περιορισμούς– συγκεντρώνονται στο γεγονός πως το μέτρο διακρίνει τους μετανάστες και, συνεπακόλουθα, τα παιδιά τους σε “νόμιμα” και “παράνομα”, λόγω της προϋπόθεσης πενταετούς “νόμιμης παραμονής” των γονέων, που θα αποκλείσει από τη ρύθμιση χιλιάδες παιδιά, καθώς οι μέχρι τώρα “νομιμοποιήσεις” των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ άφησαν και συνεχίζουν να κρατάνε στην παρανομία εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Συνολικά υπολογίζεται ότι τα παιδιά των μεταναστών που ζουν στη χώρα μας φτάνουν τις 250.000. Από αυτά, στην Ελλάδα έχουν γεννηθεί 150.000-170.000, ενώ όσα έχουν “νόμιμους” γονείς, υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούν τις 80.000.
Κριτική ασκείται επίσης στη διατήρηση γραφειοκρατικά χρονοβόρων διαδικασιών και στον εισπρακτικό χαρακτήρα των ρυθμίσεων, καθώς το παράβολο για την αίτηση πολιτογράφησης ορίζεται στα 1.000 ευρώ, γεγονός που σημαίνει δυσβάσταχτο κόστος για μια οικογένεια με 4 και 5 άτομα. Μία ακόμα πλευρά καταθέτει η Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών, που θεωρεί λάθος τη συσχέτιση της διαμονής στη χώρα με την εκπαίδευση, καθώς αυτή αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας και δημόσιο αγαθό. Σχετικά με το δικαίωμα ψήφου στις τοπικές εκλογές, η κριτική επικεντρώνεται στο ότι αφορά μόνο 216.000 από το 1,5 εκατομμύριο μεταναστών, που ζουν στη χώρα –όσους δηλαδή έχουν άδεια αορίστου ή μακροχρόνιας διαμονής– και στο γεγονός πως ακόμα κι αυτοί οι ελάχιστοι εξαιρούνται από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στη θέση του δημάρχου και του προέδρου δημοτικού συμβουλίου.
Το κατά πόσο μπορούμε να μιλάμε για αλλαγή μεταναστευτικής πολιτικής ξεκαθάρισε με τις δηλώσεις του ο Μ. Χρυσοχοΐδης, ότι “η Ελλάδα δεν είναι πια ξέφραγο αμπέλι”, “αντιπροσωπεύει το 1/3 των συλλήψεων αυτών που μπαίνουν παράνομα στην Ευρώπη” και με το πρόγραμμα “εθελοντικού επαναπατρισμού”, τους τελευταίους δύο μήνες, απέλασε 1.500 μετανάστες. Η Ευρώπη-φρούριο και τα κλειστά σύνορα της FRONTEX εξακολουθούν να ορίζουν τη μεταναστευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, ενώ η περιορισμένη απόδοση ιθαγένειας στη β’ γενιά και τα κουτσουρεμένα πολιτικά δικαιώματα αφορούν ψηφοθηρικές βλέψεις και αναγκαία προσαρμογή στα ευρωπαϊκά στάνταρ, καθώς με το ισχύον καθεστώς η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ όσον αφορά την ιθαγένεια και τα πολιτικά δικαιώματα.
Κι αν το νομοσχέδιο μοιάζει αρκετά προωθημένο, στην ουσία δεν “κοστίζει” τίποτα στην κυβέρνηση και, κυρίως, όσο παραμένει εκκρεμής η τελική διαμόρφωση του νόμου και η επακόλουθη εφαρμογή του. Ο διαγκωνισμός του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ και κυρίως οι πιέσεις του ΛΑΟΣ, που, προσπαθώντας εκτός των άλλων να διεμβολίσει και το χώρο της ΝΔ, ζητά δημοψήφισμα και οργανώνει συγκέντρωση υπογραφών, αποτελούν κυρίαρχες πλευρές του κλίματος που έχει διαμορφωθεί. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως οι ρατσιστικές επιθέσεις τον τελευταίο χρόνο πύκνωσαν επικίνδυνα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως είναι αρκετά εύκολο το παιχνίδι με τα φοβικά ένστικτα του κόσμου ότι η “παραχώρηση” δικαιωμάτων στους μετανάστες θα “αλλοιώσει την πληθυσμιακή σύνθεση της χώρας”, θα προσκαλέσει νέα κύματα μεταναστών στην Ελλάδα, θα ενισχύσει την εγκληματικότητα και θα οδηγήσει σε κατάρρευση τον ΟΑΕΔ, όπως ισχυρίζεται ο ανεκδιήγητος Καρατζαφέρης. Είναι πολύ εύκολο σε ένα περιβάλλον αύξησης της φτώχειας και της ανεργίας, που γεννούν οι συνέπειες της κρίσης, η προπαγάνδα αυτών των χώρων να θέσει προμετωπίδα της το “πρώτα οι Έλληνες και τα προβλήματά τους” (που, ομολογουμένως, δεν είναι και λίγα) και να βρει ερείσματα στην καθημερινή οικονομική ανασφάλεια που αντιμετωπίζει ο κόσμος.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, χαρακτηριστική του οποίου ήταν η διαδικτυακή επίθεση που δέχτηκε από ξενοφοβικά και ρατσιστικά σχόλια η ηλεκτρονική σελίδα για τη “διαβούλευση”, παραμένει ζητούμενο το εάν η κυβέρνηση θα μπορέσει –ή θα θελήσει– να αντισταθεί στις ισχυρές πιέσεις που δέχεται από ακροδεξιούς κύκλους ή θα υπαναχωρήσει σε πλευρές του νόμου, μετατοπίζοντας το κέντρο των αποφάσεων προς τα δεξιά.
Ρούλα Μουτσέλου