Γράμμα από την Κύπρο
Μπορεί ο πρόεδρος της Κύπρου Δημήτρης Χριστόφιας να υποστηρίζει προς κάθε κατεύθυνση και σε κάθε ευκαιρία ότι οι απευθείας διαπραγματεύσεις με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ δεν "ξεχνούν" βασικές αρχές και παραδοχές, ωστόσο, τα μέχρι σήμερα δεδομένα βάζουν κάποια ερωτήματα και εγείρουν προβληματισμούς. Με αυτά ακριβώς τα ζητήματα καταπιάνεται το "γράμμα από την Κύπρο" που δημοσιεύει σήμερα η "Αριστερά!".
Προχωρούμε σε απευθείας διαπραγματεύσεις γιατί… υπάρχει πρόοδος! Σε συνεντεύξεις του ο Πρόεδρος Χριστόφιας δεν παραλείπει να αναφέρεται συνεχώς στις εξής παραδοχές: ότι η βάση των διαπραγματεύσεων για λύση τίθεται στα πλαίσια της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα, ότι δεν αποδέχεται ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησία, και ότι δεν θα προβεί σε υποχωρήσεις σε θέματα αρχών και ουσίας προκειμένου να διευκολύνει τον Ταλάτ. Ωστόσο τα δεδομένα των μέχρι τώρα συναντήσεων σε διαφορετικού τύπου συμπεράσματα κατευθύνουν.
Οι τέσσερις συναντήσεις του Προέδρου Χριστόφια με τον τουρκοκύπριο ηγέτη Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και οι αποκαλούμενες "συγκλίσεις" σε ομάδες εργασίας που ασχολούνται με θέματα ουσίας, αν και έδωσαν το εισιτήριο στην έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων για το Σεπτέμβριο, προκαλούν ωστόσο αρκετά ερωτηματικά. Για να μην ξεχνιόμαστε, οι προϋποθέσεις που είχε θέσει η κυπριακή κυβέρνηση για την έναρξη των απευθείας συνομιλιών ήταν, πρώτον, να ξεκαθαρίσει η βάση των συνομιλιών και, δεύτερον, να σημειωθεί ουσιαστική προόδος στις ομάδες εργασίας. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: στο κοινό ανακοινωθέν της τρίτης συνάντησης των δύο ηγετών συμφωνήθηκε συνεταιρισμός δύο συνιστώντων κρατών με πολιτική ισότητα, με μία ομόσπονδη κυβέρνηση και μία διεθνή προσωπικότητα, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται η ουσία του περιεχομένου, δηλαδή η μία και ενιαία κυριαρχία και η μία και μοναδική υπηκοότητα του ομόσπονδου κυπριακού κράτους, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο επανάληψης προνοιών του Σχεδίου Ανάν. Έπειτα απο σωρεία αντιδράσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς ακολούθησε τέταρτη συνάντηση των ηγετών όπου αποσαφηνίστηκε η βάση των συνομιλιών και αποφάσισαν να προχωρήσουν στο αμέσως επόμενο βήμα των απευθείας διαπραγματεύσεων. Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 3 και η επόμενη θα γίνει στις 11 Σεπτεμβρίου. Στην πρώτη συνάντηση συζητήθηκε το ζήτημα της διακυβέρνησης, της οποίας το διαπραγματευτικό πλαίσιο είναι οι αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Σε ζητήματα ωστόσο της εκτελεστικής εξουσίας η τουρκοκυπριακή πρόταση κινείται στα πρότυπα του σχεδίου Ανάν, καθώς υπάρχει η πρόταση να συσταθεί προεδρικό συμβούλιο αποτελούμενο απο έξι μέλη, με εκ περιτροπής προεδρία. Σε αυτό το σημείο η ελληνοκυπριακή πλευρά έρχεται και προσθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές: την ύπαρξη προέδρου, αντιπροέδρου, και πρόνοιες για κοινό ψηφοδέλτιο και κοινό εκλογικό κατάλογο. Σε ζητήματα συνταγματικού δικαστηρίου υπάρχει η πρόταση για σχηματισμό Άνω και Κάτω Βουλής με αναλογίες 50-50 στη μια και 70-30 στην άλλη, με τον Ταλάτ να απαιτεί τη μη ύπαρξη νομοθετικής ιεραρχίας, και απο την άλλη υπάρχει η εισήγηση απο την ελληνοκυπριακή πλευρά να υπάρχουν έξι δικαστές με εκ περιτροπής προεδρία του δικαστηρίου και εναλλακτικές ρυθμίσεις τρόπου ψηφοφορίας αναλόγως του θέματος για το οποίο θα καλείται να αποφανθεί το δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε δύο από τις έξι ομάδες εργασίας –συγκεκριμένα στις ομάδες που αφορούν οικονομικά και ευρωπαϊκά θέματα– υπήρξε όντως προόδος, γιατί στην ουσία και οι δύο πλευρές θα κινηθούν, προφανώς, στα μοτίβα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ό,τι αφορά τα εδαφικά, περιουσιακά, καθώς και την ασφάλεια, ούτε λόγος να γίνεται περί κινητικότητας! Στο περιουσιακό ο Ταλάτ επιμένει ότι το πρόβλημα λύνεται με τη μέθοδο των αποζημιώσεων και ότι η περιοχή της Μόρφου δε θα επιστραφεί ΠΟΤΕ στους ελληνοκύπριους, γιατί, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Ερντογάν, έκαναν επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων στην περιοχή. Για το θέμα των εγγυήσεων ο Χριστόφιας λέει ότι δεν αποδέχεται την ύπαρξη τουρκικών εγγυήσεων, ενώ από την άλλη ο Ταλάτ επιμένει στην παραμονή της Τουρκίας ως εγγυήτρια δύναμη στις ελεύθερες περιοχές, ώστε να μην περιέλθουν υπό τον έλεγχο κάποιας εχθρικής δύναμης – της Ελλάδας, για παράδειγμα. Πρέπει ακόμα να αναφερθεί ότι στο ζήτημα των εποίκων είναι μάλλον οι δηλώσεις του ίδιου του Χριστόφια που προσδίδουν στην τουρκοκυπριακή πλευρά ικανοποιητικές βάσεις για περαιτέρω προβάδισμα στις απαιτήσεις της, καθώς έχει δημόσια αποδεχτεί την παραμονή 50.000 εποίκων μετά τη λύση. Με εξαίρεση τον ΔΗΣΥ που χαιρέτησε την απόφαση για έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων, τα υπόλοιπα κόμματα (ΕΔΕΚ και ΔΗΚΟ), αν και υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για έναρξη των συνομιλιών, θα στηρίξουν τον Χριστόφια να επιτύχει λύση που να εδράζεται στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Όλο αυτό το διάστημα ο Χριστόφιας διαβεβαιώνει τον κυπριακό λαό ότι πετύχαμε νίκη επειδή δεν υπάρχει πουθενά καταγραμμένο ότι οι απευθείας συνομιλίες έχουν τεθεί υπό ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Από την άλλη όμως, η τουρκοκυπριακή πλευρά ουκ ολίγες φορές θέτει ως ρεαλιστικό στόχο την επίτευξη λύσης μέχρι το τέλος του 2008, ενώ παράλληλα αναφέρει ότι η διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2009. Τέτοιου είδους δηλώσεις βέβαια δεν γίνονται άνευ λόγου, δεν είναι αστήριχτες: το διάστημα μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2008 και Μαρτίου του 2009 είναι καθοριστικό για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, καθώς θα είναι για μια διετία μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Παράλληλα, ωστόσο, υπάρχει σαφές μήνυμα από την Άγκυρα προς τον Ταλάτ ότι καμία συμφωνία για το Κυπριακό δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να προηγηθεί έγκρισή της. Η κατάσταση στην Τουρκία αποτελεί μεγάλο πονοκέφαλο για τους μεσολαβητές οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία και χρησιμοποιούν το Κυπριακό ώστε να υπερπηδηθούν πολιτικά και άλλου τύπου κωλύματα της Τουρκίας για να διευκολυνθεί η ενταξιακή της πορεία. Η τακτική που υιοθετεί το τουρκικό καθεστώς είναι η συντήρηση της διαδικασίας για λύση με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτίθεται η ελληνοκυπριακή πλευρά για δήθεν αδιάλλακτη στάση, επιδιώκοντας βέβαια είτε την απενοχοποίησή της σε σχέση με το Κυπριακό, είτε –σε περίπτωση αδιεξόδου– την αναβάθμιση, τουλάχιστον, του ψευδοκράτους. Στην πραγματικότητα, βασικός στόχος των ΟΗΕ και των Αγγλοαμερικανών είναι η έναρξη των απευθείας συνομιλιών αδιαφορώντας στην ουσία για το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό άλλωστε πετούν το μπαλάκι στους Κύπριους και επιμένουν ότι η λύση θα εξευρεθεί από τους ίδιους τους Κύπριους, διαβεβαιώνοντας μάλιστα ότι ο ρόλος τους είναι καθαρά μεσολαβητικός και ότι δεν πρόκειται να επιβάλλουν λύση καθώς δεν έχουν δικό τους σχέδιο. Παράλληλα ωστόσο δεν παραλείπουν να δηλώσουν την ετοιμότητά τους να "συνδράμουν" στην προσπάθεια αν τους ζητηθεί! Εντέλει χρονοδιαγράμματα υπάρχουν – γιατί όχι και κεκαλυμμένη επιδιαιτησία!
Γιάννα Χατζηγεωργίου