Συνδικάτο και Μητρόπολη
Συνέντευξη με την Εμίντια Πάπι
Η παραγωγική αναδιάρθρωση άλλαξε και τον τρόπο εργασίας. Από την πόλη-εργοστάσιο περάσαμε στην πόλη-επιχείρηση και πιο σωστά θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μητρόπολη-επιχείρηση, γιατί ο χώρος και όχι οι περιφράξεις ενός εργαστηρίου συνθέτει σήμερα τον «τόπο της παραγωγής». Σε συνάρτηση με αυτές τις αλλαγές δημιουργείται μια νέα υποτελής φιγούρα, του ευλύγιστου εργαζόμενου (που αριθμητικά είναι σε πλήρη ανάπτυξη, αν και όχι πλειοψηφικός μέσα στους εργαζόμενους), με ορισμένη σύμβαση εργασίας, με μειωμένο μισθό, χωρίς επιδόματα, που κυρίως απασχολείται στον τριτογενή τομέα. Πρόκειται για έναν μετασχηματισμό που παρατηρείται σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, και στην Ιταλία.
Στη βάση της συνδικαλιστικής σου εμπειρίας ποιος είναι αυτός ο νέος εργαζόμενος, ποια νέα προβλήματα έχει να αντιμετωπίσει;
Ο νέος εργαζόμενος ανήκει στην πλειοψηφία του στην ηλικιακή δέσμη ανάμεσα στα 25-40 χρόνια και είναι το αποτέλεσμα διαδρομών διαμόρφωσης περισσότερο ή λιγότερο υψηλής κατάρτισης. Έχει καταρτιστεί για να είναι λειτουργικός στις παραγωγικές ανάγκες και αποκτά μια εργασιακή εμπειρία σε ένα πλαίσιο που έχει κυρίως ανάγκη από τις ικανότητές του –όχι μόνο διανοητικές– και η επιχείρηση τείνει να τον εκμεταλλεύεται στο μάξιμουμ με το μίνιμουμ του οικονομικού κόστους, αδιαφορώντας για τα υψηλά κοινωνικά κόστη που συνδέονται με τους χαμηλούς μισθούς και την προσκαιρότητα.
Η μείωση του μισθού και η κατάργηση δικαιωμάτων είναι βασική συνθήκη για την επιχείρηση και αποτελεί το τίμημα για κάθε εργαζόμενο αλλά και για την ίδια την κοινωνία που πληρώνει σε όρους ανασφάλειας, εκμετάλλευσης και αποσύνθεσης, σε συνθήκες κοντινές στα όρια της φτώχειας. Είναι αναγκαία προϋπόθεση σε τούτο το σύστημα για να μπορέσει να αντέξει στον διεθνή ανταγωνισμό.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο νέος εργαζόμενος της «μητρόπολης-επιχείρησης» σχετίζονται με τον διαρκή εκβιασμό και τη διαρκή προσκαιρότητα. Εδώ πρέπει να τονιστεί η ακραία ατομικοποίηση τόσο των μορφών σύμβασης όσο και των χώρων και χρόνων παραγωγής. Επομένως τίθεται το πρόβλημα της ταξικής ταυτότητας, της ανασύνθεσής της και της συνείδησής της, όπως και η δυσκολία να αντιστραφεί –ακόμα και σε σχέση με τους άλλους εργαζόμενους– η λογική της απομόνωσης και αποκλεισμού.
Σε αυτό το κυρίαρχο πρόβλημα προστίθενται –κατά την άποψή μου– όλα τα άλλα της υλικής διαχείρισης της εργασιακής υπόστασης και του μέλλοντός του. Πρέπει επίσης να συμπεριλάβουμε το γενικό πολιτικό και συνδικαλιστικό πλαίσιο που πέρα από μια συντηρητική διαχειριστική στάση των κομμάτων της αριστεράς, περιλαμβάνει και μια προσαρμογή των συνδικάτων που εγγράφονται σαν λειτουργικός φορέας διατήρησης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων.
Το τελευταίο διάστημα το πρόβλημα της δράσης τίθεται με πλήρη συνείδηση, ενώ μέχρι λίγο πριν είχε κινηθεί στα όρια της συναίνεσης ή της πλήρους απόστασης και συνθηκολόγησης ή ακόμα και σε κατάσταση σύγχυσης, χωρίς να είναι συνηθισμένη στους αγώνες και τις κλασικές μορφές οργάνωσης της δυσαρέσκειας.
Η προηγούμενη φιγούρα εργαζόμενου με σταθερή πλήρη απασχόληση, που είναι πιο εξασφαλισμένος από αυτόν που σήμερα τείνει να τον αντικαταστήσει, κατά πόσο αποτελεί δυναμικό υποκείμενο και φορέα της ταξικής αντιπαράθεσης;
Θεωρώ πως ο «σταθερός» εργαζόμενος μπορεί ακόμα να είναι δυναμικό υποκείμενο της ταξικής αντιπαράθεσης για δύο λόγους: Πρώτον, αυτή η τυπολογία εργαζόμενου αποτελεί ένα «σύμβολο» και ένα «ιδανικό» της εργασιακής συνθήκης, σαν να λέμε ένα ηχηρό επιχείρημα ότι υπάρχει εργασία άλλου τύπου, συνδεδεμένη με την ιστορία κατακτήσεων και δικαιωμάτων. Δεύτερον, ο σταθερός εργαζόμενος γίνεται επίσης στόχος σκληρών επιθέσεων: μείωση των μισθών, επίθεση στις συμβάσεις εργασίας, εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας, κατατεμαχισμοί και αναδιαρθρώσεις στις επιχειρήσεις και ειδικά στο δημόσιο τομέα, ανάθεση των υπηρεσιών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, περικοπές δαπανών. Εν ολίγοις, ένας εργαζόμενος που βρίσκεται ή θα βρεθεί εκ των πραγμάτων να διαδραματίσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο αν θελήσει να διατηρήσει δικαιώματα και θέσεις εργασίας και δεν θέλει να μετατραπεί σε προσκαιροποιημένο της επόμενης γενιάς.
Ξαναγυρνώντας στον πρόσκαιρο και ευλύγιστο εργαζόμενο, από την πλευρά του συνδικάτου, ποιες είναι οι δυσκολίες που συναντήσατε;
Πρωταρχικά προσπαθούμε να θέσουμε μια συνδικαλιστική δράση που να κεντράρει στη μετατροπή όλων των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου με πλήρη δικαιώματα και σε μια αμφισβήτηση των λογικών «εξωτερικοποίησης» και ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών που έγιναν σε βάρος των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης και φυσικά των σχετικών νόμων.
Οι δυσκολίες συνδέονται κυρίως με αποσαφήνιση προωθητικών διεκδικητικών πλαισίων που να συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός διεκδικητικού-αγωνιστικού υποκειμένου, ικανού να αντιμετωπίσει τις συντεχνιακές και συνδιαχειριστικές λογικές που προβλήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια από τα παραδοσιακά συνδικάτα. Παράλληλα, υπάρχει πρόβλημα με τους κατατεμαχισμένους όρους των τόπων δουλειάς, των μορφών και των χρόνων εργασίας όπως και με έναν «συντηρητισμό» και φιλοεργοδοτικό πνεύμα που είναι διαχυμένα ακόμα και στην αριστερά που πρώτη νομιμοποίησε την ευλυγισία και που τώρα χρησιμοποιεί αυτή την ακραία προσκαιρότητα μόνο για εκλογικούς σκοπούς. Τέλος, αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα των μορφών και των λειτουργιών της συνδικαλιστικής πάλης ξανασκεφτόμενοι μια οργάνωση ικανή να παρεμβαίνει στον χώρο, μέσα στη μητρόπολη-επιχείρηση και να σφραγίζει τον αγώνα για την υπεράσπιση της εργασίας με αυτόν για τα κοινωνικά δικαιώματα και το δικαίωμα στο εισόδημα.
Με την ανάπτυξη μιας οικονομίας του χώρου και την απαιτούμενη κινητικότητα του εργαζόμενου, ο Νότος, έχει ακόμα λόγους να διατηρεί μια ιδιαιτερότητα ή οδηγείται και αυτός να είναι μια περιοχή σαν όλες τις άλλες;
Η ιδιαιτερότητα του Νότου υπήρξε μέχρι σήμερα το γεγονός πως εκεί παρατηρούνταν μια ισχυρή ανεργία –και οι πρόσφατες στατιστικές μελέτες δείχνουν πως στο Νότο απαντάται το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών κάτω από το όριο της φτώχειας–, ότι η περιοχή αυτή ήταν περιοχή πειραματισμών των πιο ακραίων μορφών εκβιασμού (σκέψου μόνο την περίπτωση της ΦΙΑΤ στο Μέλφι) ή ακόμα σαν περιοχή που κυριαρχεί η λογική της «αρπαχτής», «δαγκώνω και την κοπανώ», που εγκατάστησε παραγωγικές δραστηριότητες που έβαλαν στο χέρι δημόσιες επιχειρήσεις και αφού τις εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, την κοπάνησαν για το εξωτερικό στην συνέχεια. Αυτό το επιχειρησιακό μοντέλο εξαπλώνεται και στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας, και με την έννοια αυτή μάλλον οι υπόλοιπες περιοχές γίνονται σαν το Νότο παρά το αντίθετο.
Η μετανάστευση οδηγεί σε έναν εργαζόμενο πληθυσμό ολοένα και πιο πολυεθνικό. Τι επιπτώσεις έχει το γεγονός αυτό στη δράση του συνδικάτου;
Η παρουσία περίπου ενός εκατομμυρίου μεταναστών θέτει προβλήματα ακόμα πιο σύνθετα αφού πρέπει να αντιμετωπιστούν τα δυσκολότατα πλαίσια της παρανομίας και της δουλοκτητικής εργασίας, που δημιουργούν συνθήκες για αιτήματα πρωταρχικής επιβίωσης. Η συνδικαλιστική δράση δεν μπορεί να περιοριστεί στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του μετανάστη εργαζόμενου, αλλά πρέπει να επιφορτιστεί και με θέματα που αφορούν την πολιτική σφαίρα όπως είναι ο αγώνας για την κατάργηση ρατσιστικών νόμων, την κοινωνική σφαίρα για να κατοχυρωθούν βασικά δικαιώματα, στέγη, υγεία κλπ, και τέλος τη συνδικαλιστική σφαίρα: ο μετανάστης μπορεί να θεωρηθεί σαν το αρχέτυπο της προσκαιρότητας σε όλα τα επίπεδα.
Το μοντέλο συνδικάτου που αναπτύχθηκε σαν μορφή αντιεξουσίας στη φορντική παραγωγή, είναι τελείως ξεπερασμένο ή έχει ακόμα χώρο παρέμβασης; Και σε κάθε περίπτωση, στον ευλύγιστο εργαζόμενο ποιο νέο οργανωτικό μοντέλο αντιστοιχεί; Το να αναφερόμαστε σε ένα συνδικάτο με βάση το χώρο είναι λίγο ή όχι;
Είναι φανερό πως το συνδικαλιστικό μοντέλο που συνδεόταν με την φορντική παραγωγή, υποχωρεί σταδιακά, αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η κλασική φιγούρα εργαζόμενου είναι ακόμα πλειοψηφική στην Ιταλία. Μα το ειδικό βάρος της πρόσκαιρης εργασίας αναπτύσσεται εκθετικά. Είναι αναγκαίο να πειραματιστούμε με νέες μορφές για την ανασύνθεση της φιγούρας του πρόσκαιρα εργαζόμενου. Μιλάμε για αγώνες για το εισόδημα, για τις συμβάσεις, αιτήματα που να οδηγούν σε πρώτο επίπεδο στην ανάγκη αναδιανομής του πλούτου, με όρους πρόσβασης στην κατοικία, στην κινητικότητα, στον πολιτισμό κλπ. Με αυτή την έννοια οι συνδικαλιστικές μορφές πρέπει αναγκαστικά να διευρύνουν τα σύνορά τους.
Ο αγώνας για τον κοινωνικό μισθό και τα δικαιώματα, που ήδη συνδέουμε με διαφορετικά υποκείμενα που έχουν αποστάσεις από τους συνδικαλιστικούς θεσμούς, η επεξεργασία συγκεκριμένων προτάσεων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο μπορούν να αποτελέσουν ένα πρώτο παράδειγμα.
Να συμπεριλάβεις στο αίτημα για εισόδημα διεκδικήσεις που αποσκοπούν στην ικανοποίηση πρωταρχικών αναγκών, περιλαμβάνοντας σε αυτά το δικαίωμα της διαρκούς αυτοκατάρτισης, την πρόσβαση σε πολιτιστικούς θεσμούς, την αναγνώριση των μορφών συσπείρωσης, την αναγκαιότητα χώρων συνεύρεσης των νέων, δεν μας φαίνονται έξω και πέρα από τη συνδικαλιστική σφαίρα, αν και αποτελούν μια νέα αντίληψη για τον συνδικαλισμό.
Οι περιφέρειες των πόλεων πώς συνδέονται με αυτές τις εκτιμήσεις;
Οι περιφέρειες των πόλεων, οι γειτονιές, αποτελούν χώρους αντιθέσεων: μεγάλη παρουσία μεταναστών, προσκαιρότητα, έλλειψη υπηρεσιών, υποβαθμισμένο περιβάλλον, απουσία λαϊκών κέντρων συσπείρωσης και κοινωνικοποίησης. Εκεί μπορούν να δημιουργηθούν «εκρηκτικές» καταστάσεις.
Ένα συνδικάτο μητροπολιτικό πώς θα μπορούσε να δράσει σε αυτό το περιβάλλον;
Οι δυναμικές στη βάση είναι κοινές: η ανεργία, η απουσία επιδομάτων ή μισθού και δικαιωμάτων, η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η ιδιωτικοποίηση των βασικών αγαθών, η άνιση διανομή των αποθεμάτων καθώς και τα κόστη μιας οικονομίας πολέμου, ο ρόλος της επικοινωνίας και της πολιτιστικής παραγωγής, όλα αυτά είναι αλληλοσυνδεμένα ζητήματα. Ένα «μητροπολιτικό» συνδικάτο πρέπει να στέκεται συγχρόνως και στους τόπους εργασίας και στους πιο διάχυτους μητροπολιτικούς χώρους και να συμπεριλαμβάνει στη συνδικαλιστική πρωτοβουλία θέματα συνδεμένα με τις συνθήκες εργασίας και ζητήματα που συνδέονται με την πολλαπλότητα των χώρων παραγωγής.
Η μητρόπολη είναι γενικός χώρος στον οποίο το δικό μας συνδικάτο θεωρεί απαραίτητο να δράσει. Τα μέτωπα είναι πάρα πολλά: ακρίβεια, μισθοί, σταθερότητα στη ζωή και στην εργασία, δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες, ποιότητα του περιβάλλοντος, δικαιώματα και προστασία τους. Σε όλα αυτά παίρνονται πρωτοβουλίες: συγκροτήθηκαν επιτροπές για τους αγώνες των κατοίκων και των καταληψιών σπιτιών, επιτροπές για τους μετανάστες, για την προστασία του περιβάλλοντος και ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, γίνονται κινητοποιήσεις ενάντια στην ευλυγισία της εργασίας και για το δικαίωμα στο εισόδημα, προτάσεις νόμου και λαϊκές διαβουλεύσεις, πρωτοβουλίες για την υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, των συντάξεων, της δωρεάν παροχής των δημόσιων αγαθών, μαζί με στιγμές γενικής κινητοποίησης όπως είναι η May Day, όπως η διαδήλωση για το εισόδημα που έγινε στις 6/11/2004 ή εκείνη της 6/10/2006 για την ευλύγιστη εργασία που έφεραν στους δρόμους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, άνεργους, μετανάστες, πρόσκαιρους, συνταξιούχους, πολίτες. Μα ο πειραματισμός συνεχίζεται.