Η ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ, του Δικτύου Κομμουνιστών στην Ιταλία

7 - ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ, τ.213, 23/2/2007

Η κομμουνιστική ταυτότητα

ΔΙΚΤΥΟ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ

Τo ζήτημα της κομμουνιστικής ταυτότητας είναι ένα φλέγον και δύσκολο ζήτημα για τους κομμουνιστές, ειδικά μετά την ήττα του προηγούμενου αιώνα.

Στις μέρες μας συναντάμε αναρίθμητες κομμουνιστικές ταυτότητες ακόμα και στη χώρα μας, και η απόπειρα να αναζητηθούν κοινά σημεία που να ενισχύουν αυτό το στοιχείο που είναι κεντρικό για μια πολιτική συλλογικότητα, αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία που δεν μπορεί να προκύψει από τον εντοπισμό σταθερών αναφορών στην εθνική και διεθνή πραγματικότητα.

Η ταυτότητα του κομμουνιστικού κινήματος είχε μια πολύ διακριτή διεθνή διάσταση στην οποία αναφέρονταν, ακόμη και μέσα στις αντιφατικές δυναμικές που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1950. Η διάσταση αυτή ήταν αποτέλεσμα μιας οργανικής θεωρίας που αναγκάστηκε να αναμετρηθεί με τη δυνατότητα «κατάργησης της υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων».

Σήμερα μπορούμε να πούμε πως δεν διαθέτουμε πια μια θεωρία, όχι με την έννοια μιας ανάλυσης του καπιταλισμού και της κατάστασης στον κόσμο, αλλά σαν οδηγό για μια διαδικασία ουσιαστικού μετασχηματισμού του κόσμου.

Το να ορίσουμε μια κομμουνιστική ταυτότητα στις σημερινές συνθήκες σημαίνει να πάρουμε μέρος σε μια μακρόχρονη διαδικασία ανασύνθεσης που πρέπει να ξετυλιχθεί σε ένα πολύ ανεβασμένο επίπεδο ανάλυσης ώστε να εντοπίσουμε το βασικό «νήμα» και τις υλικές τάσεις που οδηγούν στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

Ταυτότητα δεν σημαίνει μόνο εντοπισμό σταθερών ιστορικών και θεωρητικών αναφορών αλλά, κυρίως, κατανόηση της σχέσης με την πραγματικότητα, να έχουμε την ικανότητα να διαβάζουμε τα γεγονότα και να παρεμβαίνουμε στις συγκεκριμένες διαδικασίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, εκτιμώντας σωστά τις υποκειμενικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται το κομμουνιστικό κίνημα.

Στην ουσία πρόκειται για την ανάγκη να ξεπεράσουμε στην πράξη το σχίσμα ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό, ανάμεσα στην προοπτική και την πολιτική συγκυρία, να ξεπεράσουμε με δυο λόγια τα δομικά όρια της πολιτικής σκέψης της αριστεράς του σήμερα.

Αυτή η αναγκαιότητα που μας τέθηκε ξανά από την αρχή στις συνθήκες περάσματος σε έναν νέο αιώνα, αλλάζει εντελώς τις παραμέτρους ανάλυσης και δράσης των κομμουνιστών με γενικούς και συγκεκριμένους όρους. Η «σύγχρονη» εκδοχή της επανάστασης μετά τον 20ό αιώνα, το νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η ταξική σύνθεση στον πλανήτη όπως προκύπτει από τη σύγχρονη οργάνωση της παραγωγής, το χαμηλό υποκειμενικό επίπεδο των κομουνιστών κλπ τροποποιούν τόσο τους υλικούς όρους όσο και τη συγκεκριμένη πολιτική δράση.

Αυτή η αλλαγή είναι ακόμη πιο σημαντική για όποιον δρα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα όπου οι ταξικές αντιθέσεις συγκαλύπτονται/μυστικοποιούνται από τις οικονομικές πολιτικές και από την ιδεολογική υπεροχή της αστικής τάξης. Αν αναλύσουμε τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης, θα φανεί ξεκάθαρα η αυξανόμενη απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στο πώς ασκείται η πολιτική από την αριστερά και πώς από τους κομμουνιστές καθώς και η ταξική πραγματικότητα που επιβάλλεται σαν αποτέλεσμα.

Πρέπει να ξεκινήσει μια καμπάνια και στο πολιτιστικό επίπεδο, με την οποία να αναδείξουμε πώς ο τακτικισμός, η αναφορά μόνο στα ζητήματα του εποικοδομήματος (la sovrastrutturalita) η κίνηση μόνο μέσα στα πλαίσια της επίσημης πολιτικής, είναι στοιχεία άχρηστα όχι για τη συντηρητική αριστερά αλλά για την ταξική ανταγωνιστική αριστερά γιατί στο επίκεντρο της δράσης της θα πρέπει να τεθεί κύρια το ζήτημα της συσσώρευσης δυνάμεων συνολικά προετοιμασμένων.

Αυτή η αναγκαία αλλαγή παραμέτρων επιφέρει ριζικές επίπτωσεις στις πολιτικές συμπεριφορές, που αφορούν τη μέθοδο ανάλυσης, την έννοια της πολιτικής και μαζικής λειτουργίας της οργάνωσης, τα χαρακτηριστικά των πρωτοβουλιών και των διαδικασιών ανασύνθεσης. Τέλος, πρέπει να αναπτυχθεί μια διαλεκτική στην αριστερά, απόλυτα τεκμηριωμένη, που να δείχνει τις αδυναμίες του τρόπου άσκησης της πολιτικής ακόμη και μέσα στους κόλπους της κομμουνιστικής και ανταγωνιστικής αριστεράς.

Η συνειδητοποίηση αυτής της μεταβατικής φάσης είναι απαραίτητη για τις προοπτικές και θα είναι εφικτή μόνο αν καταφέρουμε να παρέμβουμε ενεργά στη συγκεκριμένη πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας και να συμβάλουμε έμπρακτα στην οικοδομήση οργάνωσης σε όλα τα επίπεδα. Η ταυτότητα δεν μπορεί να αφορά μόνο τη «μεθοδολογία» όπως είπαμε μέχρι τώρα, αλλά πρέπει να έχει περιεχόμενα που να ανταποκρίνονται στη σημερινή εσωτερική και διεθνή κατάσταση. Σίγουρα το να χαρακτηριζόμαστε κομμουνιστές σημαίνει να δίνουμε στη δράση και στις σχέσεις μας μια ευρωπαϊκή διάσταση.

Το Κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης (PRC) με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αριστεράς εντόπισε αυτό το στρατηγικό ζήτημα αλλά το ένταξε σε μια ρεφορμιστική προοπτική.

Όσο κι αν φαίνεται δύσκολο, η «ελάχιστη» διάσταση στην οποία πρέπει να σκέφτονται, να επεξεργάζονται και να λειτουργούν στα πλαίσια του εφικτού, οι κομμουνιστές είναι αυτή η ευρωπαική διάσταση.

Το Δίκτυο των Κομμουνιστών από το 2001, με συνέδρια, πολιτικές και πολιτιστικές σχέσεις, με μέσα ενημέρωσης, προσπαθεί να ενεργοποιήσει αυτό το επίπεδο παρά τις δυσκολίες, με αποφασιστικότητα και με τη συναίσθηση ότι δεν μπορούμε παρά να κινούμαστε σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Τις τελευταίες δεκαετίες προέκυψαν νέες μεγάλες αντιθέσεις σαν συνέπεια της αναθέρμανσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης: το ζήτημα της πείνας στον κόσμο, η οπισθοχώρηση της δημοκρατίας, οι φιλοπόλεμες τάσεις και κύρια, το περιβαλλοντικό ζήτημα που οξύνονται διαρκώς σαν αποτέλεσμα αυτού του τύπου παραγωγής.

Όμως αντίθετα με ό,τι συνέβαινε πριν λίγο καιρό, επιβεβαιώνεται στην πράξη και στην ίδια την καθημερινότητα η κεντρική σημασία της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Η συγκέντρωση εκατομμυρίων εργαζομένων στα εργοστάσια της Κίνας, της Ινδίας, της Ινδονησίας, της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής είναι η πιο ξεκάθαρη διάψευση της ρητορικής περί εξαφάνισης της εργατικής τάξης. Αυτό γίνεται ακόμη πιο φανερό αν δούμε ότι στις «κεντρικές» ιμπεριαλιστικές χώρες το ζήτημα της εργασίας μπαίνει πάλι σε πρώτο πλάνο με τους πρόσκαιρα και ανασφάλιστα εργαζόμενους και παίρνει μεγάλες διαστάσεις στις χώρες που αυτοπροσδιορίζονται σαν ανεπτυγμένες.

Οι άλλες μεγάλες αντιθέσεις που προαναφέραμε μεγαλώνουν, συνοδεύουν και είναι το άμεσο και έμμεσο αποτέλεσμα της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, έτσι όπως προσπαθούμε να αναλύσουμε τα τελευταία χρόνια, και παραμένει ένα κεντρικό ζήτημα και στον αιώνα μας, που θεωρείται εντελώς διαφορετικός από τον 20ό.

Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι το ζήτημα της οργάνωσης, δηλαδή του κόμματος. Αν αληθεύει πως περνούμε μια φάση με πολλές κομμουνιστικές ταυτότητες/συλλογικότητες, αληθεύει επίσης πως η πράξη και η πολιτική δράση είναι που θα μας ωθήσουν στο ξεκαθάρισμα αυτής της κατάστασης διασποράς.

Έτσι το ζήτημα του κόμματος παραμένει βασικός μας σκοπός γνωρίζοντας καλά πως αυτό δεν θα γίνει αυτόματα, αλλά θα είναι προϊόν μιας θεωρητικής και πρακτικής δουλειάς για την τροποποίηση των πολιτικών υποκειμενικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι κομμουνιστές. Για τούτο ξεκινήσαμε ήδη τη μελέτη του 20ού αιώνα με κύριο σκοπό να κατανοήσουμε τα όρια του υποκειμενικού παράγοντα στη συγκεκριμένη ιστορική φάση για να προσαρμοστούμε οργανωτικά στις νέες συνθήκες.

Η Εθνική Συνδιάσκεψη για τον σκοπό αυτό έγινε, ώστε να θέσουμε το πρόβλημα της ανασύνθεσης των κομμουνιστών.

Ένα άλλο ζήτημα σχετικό με την ταυτότητά μας είναι το θέμα του διεθνισμού που όμως υφίσταται επίσης δομικές ανακατατάξεις.

Η διεθνιστική αλληλεγγύη στους λαούς που αγωνίζονται ενάντια στον ιμπεριαλισμό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της δράσης μας, αλλά πρέπει να καταλάβουμε πως ζούμε σε μια εποχή μεγάλων μετασχηματισμών που παράγουν μια διαδικασία έντονης προλεταριοποίησης σε διεθνές επίπεδο όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές.

Η διεθνιστική αλληλεγγύη, επομένως, δεν αφορά μόνο τους καταπιεσμένους λαούς και τους λαούς των αποικιακών χωρών αλλά και την νέα διεθνή διάσταση της τάξης. Όπως η παραγωγή διαρθρώνεται σε διεθνές επίπεδο, έτσι και η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία έχει σήμερα παγκόσμια διάσταση, αν και αυτή η ενιαία διαδικασία δεν είναι σήμερα αντιληπτή σε υποκειμενικό επίπεδο.

Η αλληλεγγύη των κομμουνιστών πρέπει λοιπόν να λειτουργήσει σαν «γέφυρα» ανάμεσα στα κομμάτια της εργατικής τάξης που δρουν σε ξεχωριστές χώρες και να αντισταθεί στις πιέσεις του εσωτερικού ανταγωνισμού που εξασκούνται από τις αστικές τάξεις των χωρών αυτών σε πολιτιστικό και πολιτικό επίπεδο με τον πόλεμο των πολιτισμών, το ρατσισμό, την κατευθυνόμενη επικοινωνία κλπ

Προς τα εκεί κατευθύνεται και η πολιτιστική μάχη που πρέπει να αρχίσουμε ενάντια στον ευρωκεντρισμό των διάφορων τμημάτων της αριστεράς και μερικών κομμουνιστικών δυνάμεων ιμπεριαλιστικών χωρών που, πίσω από το πρόσχημα της βοήθειας στους φτωχούς, κρύβουν την αντίληψη περί υπεροχής του δυτικού κόσμου.

Ο διεθνισμός αποτελεί ακόμη ένα απαραίτητο χαρακτηριστικό της ζητούμενης ταυτότητας αρκεί να ανταποκρίνεται τις νέες υλικές συνθήκες.