Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ προσωπικά βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες και τις τρεις εισηγήσεις και σκεφτόμουν αν είχε νόημα να κάνω κι εγώ μια δικιά μου εισήγηση. Καταλαβαίνω ότι έχει νόημα με την έννοια ότι αναδείχθηκαν κάποια στοιχεία, κάποια σημεία, τα οποία αξίζει τον κόπο να συζητηθούν.
Το πρώτο σημείο: Το αποτέλεσμα των εκλογών για την Αριστερά, για τον ΣΥΡΙΖΑ. Είδαμε ότι δεν ήταν εντελώς ίδιες οι τοποθετήσεις, άλλη θέση πήρε ο Χωραφάς, άλλη ο Μπιτσάκης, άλλη ο Γαλάνης. Εγώ θα σας έλεγα ότι και τα θεωρητικά εργαλεία και ο πλούτος της γλώσσας μας δίνουν τη δυνατότητα να έχουμε διαφορετικά αποτελέσματα. Αν δείτε τον ίδιο τον δικό μας χώρο, έχουμε χρησιμοποιήσει τις εκφράσεις κάτω των προσδοκιών, έχουμε χρησιμοποιήσει την έκφραση ήττα, μεγάλη ήττα, διαχειρίσιμη κατάσταση κ.λπ. Εγώ θα έλεγα ότι μερικές φορές η εικόνα είναι πιο ζωντανή, παρά την κριτική που κάνουμε στην εικονική πραγματικότητα, από τις τοποθετήσεις μας.
Και ρωτάω όλους σ’ αυτό το τραπέζι: μήπως περιμέναμε αντί τον Νίκο Γαλάνη ή μαζί με τον Νίκο το Γαλάνη, να είναι η Ελένη Σωτηρίου; Σας ρωτάω, ποιος περίμενε ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δέκα, δεκαπέντε μέρες μετά τις εκλογές, δεν θα υπήρχε εδώ η ευρωβουλευτίνα, εργαζόμενη του ΣΥΡΙΖΑ, που προέρχεται από την ΚΟΕ, να μας πει τις σκέψεις της και τα όνειρά της γι’ αυτό που θα γίνει. Αξίζαμε; Ρωτάω, αξίζαμε αυτό το πράγμα; Εγώ πιστεύω πως όχι. Πιστεύω καταρχήν ότι πολλοί από μας δεν το περίμεναν παρά μόνο λίγες ώρες πριν βγουν τα αποτελέσματα αυτό το πράγμα. Κι έχει μια σημασία, η οποία είναι και εθνική σημασία, αλλά είναι και διεθνής.
Αναφέρθηκαν εδώ πέρα τα προβλήματα και όντως είναι περίπου έτσι τα προβλήματα της Αριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο. Ξεχνάμε ότι ήμασταν επί δύο χρόνια στο φακό της εξέτασης κι όλα τα ερωτήματα τα οποία μπαίνανε για την εξέλιξη και τις επιδράσεις της κρίσης στην Ευρώπη, έρχονταν και διασταυρώνονταν με τις προδρομικές καταστάσεις, οι οποίες είχαν παρουσιαστεί στην Ελλάδα;
Πού υπήρξε αυτό το νεολαιίστικο κίνημα σαν το κίνημα του άρθρου 16, πού υπήρξε αυτή η έκρηξη των πιτσιρικάδων, των μαθητών, σαν την έκρηξη του Δεκέμβρη; Πού υπήρξαν θα σας έλεγα κινήσεις για το περιβάλλον -και το λέω γιατί βλέπω τον Κορτζίδη εδώ πέρα, τον δήμαρχο του Ελληνικού- οι οποίες σπάσανε την κατάσταση. Ποια ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας; Το στοιχείο του ΣΥΡΙΖΑ είναι -όχι, δεν θα χρησιμοποιήσω εγώ παρατατικό-, είναι ότι μπόρεσε και μπορεί να αμφισβητήσει την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτής που λέμε σοσιαλδημοκρατία με τα ελληνικά χαρακτηριστικά, η οποία εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση της χούντας, χάρη στις διενέξεις και τις τριβές και τις ασυμφωνίες και τους εμφύλιους πολέμους μέσα στην Αριστερά.
Και δεν είναι τυχαίο ότι το κάνει αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ξαναφέρνει στην επιφάνεια την ενότητα της Αριστεράς, την κοινή δράση, το ότι εξωκοινοβουλευτικοί μαζευτήκαμε μαζί με κοινοβουλευτικούς, το ότι ρεφορμιστές μαζευτήκαμε μαζί με επαναστάτες, αναζητώντας ένα κοινό πρόγραμμα. Κι είναι εδώ πρόσωπα που αναφέρθηκαν πριν τιμητικά. Εγώ θέλω να πω ότι είναι εδώ πρωταγωνιστές αυτού του εγχειρήματος, το οποίο ξεκίνησε με τέσσερις στόχους. Τέσσερις στόχους είχαμε βρει: τον πόλεμο στο Ιράκ, την κρίση, τη στήριξη των εργαζομένων, δεν θυμάμαι κι εγώ ποιοι ήταν οι στόχοι αυτοί.
Επομένως, είναι ένα μεγάλο εγχείρημα, και πρέπει να δούμε τις διαστάσεις του. Γιατί μπορούμε να μην τις χάσουμε. Γιατί στις ευρωεκλογές είχαμε μια πολύ μεγάλη ήττα. Αλλά μπορούμε να πούμε ότι ήτανε δοκιμή. Μας πάει πίσω. Και η κρίση που βιώνουμε σήμερα μας πάει πίσω. Μας πάει, όμως, τόσο πίσω, ώστε μπορούμε εμείς σε μεγάλο βαθμό και με ταχύτητα, σε συγκεκριμένες προθεσμίες, να αναστρέψουμε το έδαφος. Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό, γιατί λέμε για μεγάλη ήττα; Να το συγκρίνουμε με τις εθνικές εκλογές; Να πούμε ότι πρώτη φορά ο ΣΥΡΙΖΑ κατέβηκε στις ευρωεκλογές; Να το συγκρίνουμε με παλαιότερες ευρωεκλογές; Όχι, άλλο είναι το κεντρικό χαρακτηριστικό. Το κεντρικό χαρακτηριστικό είναι ότι, ως Αριστερά, για πρώτη φορά, ή -να μην έχουμε αλαζονεία- για μια απ’ τις λίγες φορές, μπόρεσε να πάρει την ηγεμονία από τη σοσιαλδημοκρατία και μπόρεσε να παίξει ένα ρόλο κεντρικής πρωτοβουλίας και επηρεασμού της ατζέντας της πολιτικής. Όταν εμείς -δεν μονοπωλούμε και δυνάμεις από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά κι απ’ το ΝΑΡ κ.λπ.- όταν, λοιπόν, κι εμείς, με το βάρος που είχαμε ως κοινοβουλευτική δύναμη, είπαμε ότι σ’ αυτή τη διαδικασία, που ηττώνται, που δεν αντέχουν τα εργατικά κινήματα, μπορεί να έρθει ως οξυγόνο το κίνημα της νεολαίας. Όταν είπαμε ότι στόχος μας είναι το κέντρο της μεταρρυθμιστικής πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας, που ήταν η συνταγματική αναθεώρηση, μας θεωρούσαν Ούφο. Γιατί τότε συζητούσαν για τους κουμπάρους και για τα άλλα σκάνδαλα, κι εμείς λέγαμε: «Πάμε να κάνουμε μια άλλη ημερήσια διάταξη. Να δοκιμάσουμε, να δούμε τις δυνατότητες που υπάρχουν».
Και τι είδαμε; Είδαμε ένα κίνημα, που όντως στηρίχτηκε σε μια συνεργασία της Αριστεράς, ευρύτερης από το ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό είχε σημασία, και γι’ αυτό οι θέσεις του Μπιτσάκη για τη σημασία της συνεργασίας της Αριστεράς είναι μεγάλες. Να κάνουμε αυτό το κίνημα ένα μοχλό των εξελίξεων. Κι είχαμε ένα κίνημα που άντεξε. Άντεξε επιθέσεις, άντεξε ζαρντινιέρες, άντεξε πράσινα παπούτσια, άντεξε Πολύδωρες, άντεξε προβοκάτσιες, άντεξε καψίματα έξω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, που ήταν έξω από τη δικιά μας κουλτούρα και αντίληψη και απ’ τις δικές μας αξίες. Κι αυτό το κίνημα, αυτή η παρέμβαση έκανε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό. Δηλαδή, τι; Έσπασε τη συναίνεση, η οποία είχε διαμορφωθεί ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, για την αλλαγή του Συντάγματος και την επιβολή θεσμών που επιτρέπουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα μας.
Γι’ αυτό θέλω να πω ότι, για την Ελλάδα, η δυνατότητα να επανηγεμονεύσει η σοσιαλδημοκρατία, η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, στηρίζεται μόνο στη δικιά μας αδυναμία, σε τίποτε άλλο. Είναι ένα σύστημα σαθρό, είναι ένα σύστημα όπου οι πολιτικές του δυνάμεις έχουν χάσει τη φερεγγυότητά τους, που δεν μπορούν να δώσουν τίποτα, που οι αλλαγές ανάμεσά τους -ποιος είναι πρώτος, ποιος είναι δεύτερος- δεν σημαίνουν ούτε ενθουσιασμό, ούτε προσδοκία, ούτε αίσθηση αλλαγής, ούτε προοπτική.
Μ’ αυτή την έννοια, πρέπει να δούμε ότι ένα κεντρικό θέμα για μας ήταν η πολιτική πρωτοβουλία. Και είναι για μας η πολιτική πρωτοβουλία, η οποία συνδυάζεται με την κινηματική δράση, που τροφοδοτείται από τη γοητεία που άσκησε -και πρέπει να την επανακτήσουμε αυτή- η συνεργασία της Αριστεράς, η οποία στηρίζεται στα κινήματα, όπου εξέχουσα θέση έχει το κίνημα της νεολαίας, το κίνημα το οικολογικό, τα εργατικά κινήματα κ.λπ. Και να δούμε γιατί ήταν αυτή η απώλεια για μας. Γιατί βλέπουμε ότι αυτή η πολιτική πρωτοβουλία κινδυνεύει να φύγει από τα χέρια μας. Και βλέπουμε ότι εκτιμήσεις, ίσως και κινήσεις που κάναμε, έφεραν αυτά τα αποτελέσματα.
Για παράδειγμα, η νεολαία. Στη νεολαία είχαμε όλα αυτά τα ζητήματα, είχαμε όλες αυτές τις κατακτήσεις. Είχαμε το Δεκέμβρη. Και το ξαναλέω κι, εδώ, και το λέω με κάθε ευκαιρία: Είμαστε περήφανοι για τη στάση που κρατήσαμε το Δεκέμβρη και δεν θα κάνουμε ούτε βήμα πίσω απ’ αυτήν. Όμως, πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν ήμασταν αποτελεσματικοί. Ήταν μεγάλη και η πίεση, γιατί εδώ τώρα μιλάμε για τη συνεργασία της Αριστεράς, και εμείς είδαμε το Δεκέμβρη ένα μέτωπο ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία, στο ΛΑΟΣ και το ΚΚΕ, το οποίο στρέφονταν ενάντια στη νεολαία έχοντας ως αιχμή το ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος -κοινοβουλευτικά τουλάχιστον- ήταν η μόνη δύναμη η οποία στήριζε αυτό το μέτωπο.
Έχουμε τη νεολαία, το Δεκέμβρη, υπάρχει όμως ένα ερώτημα: Πώς συνεχίστηκε ο Δεκέμβρης; Πώς μπορέσαμε εμείς να δώσουμε συνέχεια σε ένα κίνημα, το οποίο δεν μπορούσε να έχει αυτή τη μορφή, αυτή την έκφραση, αυτές τις εκφράσεις. Ένα κίνημα πάρα πολύ πλούσιο, πάρα πολύ πλατύ, ένα κίνημα που συνοδεύτηκε από καινούρια κουλτούρα, από δρώμενα, από γραπτά, μια «άνοιξη» στην Ελλάδα. Μπορέσαμε να τη συνεχίσουμε εμείς; Ή κάπου ως ΣΥΡΙΖΑ και ως συνιστώσες δεν καταφέραμε να το κάνουμε αυτό; Πήραμε μια προειδοποίηση από τις φοιτητικές εκλογές και είδαμε άλλες δυνάμεις να προσπαθούν να δώσουν τη δικιά τους συνέχεια, η οποία είναι έξω από τις δικές μας αντιλήψεις, κι είναι απ’ τον αντιεξουσιαστικό χώρο, η οποία επηρεάζει την όλη πολιτική μέσα σε μια στρατηγική της έντασης, που είναι σε βάρος του λαϊκού κινήματος, σε βάρος του εργατικού κινήματος, σε βάρος των μεγάλων δημοκρατικών αλλαγών.
Ή, δέστε ένα άλλο ζήτημα μεγάλο: Η κρίση. Την εντοπίσαμε την κρίση. Ανοίξτε τα πρακτικά της Βουλής. Διαβάστε τις τοποθετήσεις του Λαφαζάνη, διαβάστε τις τοποθετήσεις του Δραγασάκη, εδώ και δύο χρόνια. Ο Λαφαζάνης, μάλιστα, με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, φαινόταν ακραίος. Του λέγαμε «μην το παρατραβάς, μη μιλάς για μεσαίωνα, μη μιλάς για ζούγκλα». Όταν μας έλεγε ο Πρετεντέρης απ’ την τηλεόραση ότι τίποτα δεν αλλάζει, δεν υπάρχει τίποτα δημόσιο. Κι όμως, μου έκανε τεράστια εντύπωση στη Βουλή να ακούω πριν από λίγους μήνες τον Καραμανλή να χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους, να μιλάει για μεσαίωνα και για ζούγκλα.
Εντοπίσαμε την κρίση. Υπήρξαν πρωτοβουλίες, προσπαθήσαμε να τη βάλουμε ως μέτωπο. Οι κεντρικές μας θέσεις καταγράφηκαν. Μετά από ενάμισι μήνα, κάθε δική μας θέση με ίσως, ερωτηματικά, αβεβαιότητες και μπορεί, την έβγαζε το ΠΑΣΟΚ. Από την εθνικοποίηση των τραπεζών, το ρόλο της Εθνικής Τράπεζας, την ειδική τράπεζα για τους μικρομεσαίους κ.λπ. Όμως δεν εντοπίσαμε το σημείο εκείνο της μεγάλης τριβής σε σχέση με την κρίση, που θα πολιτικοποιηθεί και πρώτο.
Κι αυτό το σημείο ήταν η μετανάστευση. Και δεν το εντοπίσαμε, ενώ έπρεπε να το εντοπίσουμε, ενώ αυτό το είχαμε δει από προηγούμενες κρίσεις σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα είναι η Γαλλία. Πολύ σωστά μέναμε και μένουμε στη θέση μας ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Σταθεροί και ακλόνητοι. Και θεωρούμε ότι οι μετανάστες δεν είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού. Ότι έχουνε δικαιώματα κι είναι ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους, τις πόλεις τους κ.λπ. Όμως, την ίδια στιγμή, έπρεπε να πάρουμε τις διεργασίες που γίνονται μέσα στην κοινωνία και να διαπιστώσουμε τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις αλλά και τις λύσεις που μπορούν να υπάρχουν. Κι έπρεπε η Αριστερά να ήταν -και θα είναι- η δύναμη εκείνη η οποία έχει απάντηση, και απάντηση αξιών και απάντηση αρχών, και απάντηση δημοκρατίας αλλά και απάντηση πολιτική και απάντηση που λύνει τα ζητήματα.
Διότι με τους μετανάστες γίνεται το εξής παράδοξο: ότι πολλοί βρίσκονται σε υποβαθμισμένες συνοικίες – και ξέρετε τον Άγιο Παντελεήμονα, την πλατεία Βάθη, και ξέρετε και πολλές άλλες συνοικίες που εξελίσσονται έτσι. Πολλοί, λοιπόν, από τους ντόπιους που μένουν εκεί δυσκολεύονται να ζήσουν σε τέτοιες συνθήκες, τη στιγμή κιόλας που δεν υπάρχουν δημοτικές ή άλλες αρχές. Και βάζουν το ερώτημα: Γιατί τόσο πολλοί μετανάστες; Και την ίδια στιγμή, οι μετανάστες οι ίδιοι που έρχονται εδώ πέρα λένε: «Γιατί μένουμε τόσο πολύ στην Ελλάδα;» Η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών, ειδικά από τις ασιατικές χώρες, δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μία γέφυρα για να πάνε σε συγγενείς, σε γνωστούς, σε κοινότητες που υπάρχουν σε άλλες χώρες.
Κι εδώ μπαίνει το ερώτημα: Γιατί εμείς να μην έχουμε θέση, έγκαιρα και καθοριστικά – και επιμένω σ’ αυτό το θέμα, γιατί είναι βασικό ζήτημα, κατά τη γνώμη μου, το θέμα της ελευθερίας διακίνησης των μεταναστών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Για ποιο λόγο να διακινούνται τα κεφάλαια, οι εταιρίες, οι εργαζόμενοι, οι συναλλαγματικές, ο τζόγος, τα φρουτάκια, οι τουρίστες, και οι μόνοι που δεν μπορούν να διακινούνται να είναι οι μετανάστες; Για ποιο λόγο; Άρα κι εμείς πρέπει να δούμε την κρίση με τον ιδιότυπο τρόπο που εφαρμόζεται στην Ελλάδα και να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα.
Για να μην μιλήσω πάρα πολύ… Να πω ότι υπάρχουν κάποια προβλήματα που είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Και μου τα ‘φερε στο μυαλό και η συζήτηση που έγινε. Υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα, σύντροφοι και συντρόφισσες. Ότι είμαστε μία Αριστερά η οποία βρίσκεται μέσα στην κρίση, χωρίς να υπάρχουν ισχυρά διεθνή κέντρα της Αριστεράς. Κι αυτό έχει εξαιρετική σημασία. Αν δείτε μεγάλες στιγμές της Αριστεράς, μεγάλες πρόοδοι, και στην Ελλάδα και διεθνώς, είχαν σχέση με διεργασίες που γίνανε σε διεθνή κέντρα, όπως και μεγάλες υποχωρήσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η πολιτική του λαϊκού μετώπου, η οποία ακόμη έχει ζωή και χυμούς, κατά τη γνώμη μου, η πολιτική του λαϊκού μετώπου πώς προωθήθηκε σ’ όλες αυτές τις ευρωπαϊκές χώρες; Μέσα από διεργασίες, με τον τρόπο που γίνονταν, το μη δημοκρατικό, της μη συμμετοχής κ.λπ. Ή ακόμη και η αντιναζιστική πάλη πόσο έπαιξε ρόλο σε όλα αυτά. Ή ακόμη και η πορεία, τις επόμενες δεκαετίες, τις μεταπολεμικές, ακόμη και στις εποχές που υπήρχαν πολλαπλά κέντρα. Υπήρχε η Μόσχα, υπήρχε η Ρώμη, υπήρχε το Πεκίνο κ.λπ.
Είχες σημείο αναφοράς, όμως. Ένα σημείο αναφοράς που έλεγε ότι, ακόμη κι αν στη συγκέντρωση αυτή είμαστε 30 άνθρωποι, είναι 1 δισεκατομμύριο στη Κίνα. Ένα σημείο αναφοράς που έλεγε ότι, ακόμα κι αν στη συγκέντρωση του ΚΚΕ ήτανε 300 άνθρωποι, υπάρχουνε 400 εκατομμύρια που ζούνε μέσα στον υπαρκτό σοσιαλισμό. Αυτό λείπει πάρα πολύ. Και είναι εντυπωσιακό γιατί λείπει τόσο πολύ.
Ακόμα και μορφές δράσης διεθνείς, όπως ήταν το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, τις βλέπουμε σήμερα να έχουν ατονήσει. Θυμάστε το Κοινωνικό Φόρουμ. Έγινε ιδιαίτερα γνωστό με τη διαδήλωση στο Σιάτλ. Ήταν μια από τις μεγάλες πρώτες εκδηλώσεις του ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, δηλαδή ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό. Και τη στιγμή της κατάρρευσης του νεοφιλελευθερισμού λείπει αυτό το στοιχείο. Λείπει αυτός ο διεθνής συντονισμός, η αλληλεγγύη, η αλληλοστήριξη, όλα αυτά τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την εγχώρια δυναμική του κινήματος. Και στην Ευρώπη, όπου η Refondazione η ιταλική έπαιξε κεντρικό ρόλο για την ανάπτυξη του Κοινωνικού Φόρουμ, το ίδιο. Ναι, υπάρχει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πηγαίνετε δέστε έξω, ποιος το ξέρει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Υπάρχει το Aντικαπιταλιστικό Kέντρο της Αριστεράς στην Ευρώπη. Ποιος τα ξέρει όλα αυτά;
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ξαναλέω, έχει μεγάλη σημασία ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και είναι ένα εγχείρημα το οποίο ανέτρεψε τα δεδομένα. Ακόμα και σε θέματα τα οποία ήταν εντελώς έξω από τη δικιά μας λογική. Δεν θέλαμε να τα βάλουμε εμείς στην ημερήσια διάταξη, με τον τρόπο που, τουλάχιστον, μπαίνανε. Όπως το θέμα της διαφθοράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ βγήκε με την πρόταση εκείνη η οποία συζητιέται, με τις θέσεις εκείνες που συζητιούνται. Πολύ περισσότερο, τα ζητήματα της νεολαίας ή τα οικολογικά ζητήματα ή οτιδήποτε άλλο.
Είμαστε, επομένως, σ’ αυτό το πλαίσιο. Έχουμε υποστεί μια ήττα, και αυτή τη στιγμή είμαστε σε μια οπισθοχώρηση. Έχουμε μεγάλες δυνατότητες. Δεν είναι όριό μας η ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας, όριό μας είναι οι δικές μας αδυναμίες. Πρέπει να δούμε πώς θα επηρεάσουμε τον ευρύτερο χώρο. Και επειδή μπήκε το θέμα των σχέσεων με το ΠΑΣΟΚ κ.λπ., νομίζω ότι έχουμε μια σαφή βάση, που λέμε ότι η συνεργασία μας, και μάλιστα η γενικότερη συνεργασία, διαμορφώνεται με βάση τις προγραμματικές συγκλίσεις και συναντήσεις σ’ αυτά τα σημεία που είναι κεντρικά. Και με αυτή την έννοια, η τοποθέτησή μας, έχοντας υπόψη τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, είναι ότι είναι αδύνατη μια ευρύτερη, γενικότερη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς θα αδιαφορήσουμε, γιατί ένα κομμάτι της Αριστεράς είναι μέσα σ’ αυτόν το χώρο. Κριτική θα κάνουμε, αλλά έχει μεγάλη σημασία να κάνουμε αυτό που κάναμε με το άρθρο 16. Δηλαδή, να κάνουμε εκείνες τις προτάσεις, που αποτελούν προτάσεις αλλαγής και προόδου, και το ΠΑΣΟΚ να έρθει μπροστά στις αντιφάσεις του και στην αδυναμία του να περάσει από την άλλη όχθη, έστω και σε μεμονωμένα ζητήματα. Μ’ αυτή την έννοια, έχουμε πολλές δυνατότητες, σύντροφοι.
Τι πρέπει να γίνει, για να καταλήξω: Σε σύντομο διάστημα, να κλείσει αυτή η παρένθεση, αυτή η διαδικασία των μετασεισμών. Και, δεύτερον, να κλείσει με τη συμμετοχή όσων είναι με το ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί τα σημερινά προβλήματα, που έχουν και σχέση με το πώς επικοινωνεί ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ με τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς των συνιστωσών ή συνολικά, δεν μπορεί να λυθούν μόνο με κινήσεις κορυφής. Αυτό είναι σαφές. Ο μόνος τρόπος να λυθούν είναι να απαλλαγούμε από τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ, να μείνουμε μόνο οι συνιστώσες που υπάρχουν, οπότε όντως, μέσα από τις θέσεις των ηγεσιών και μια καλή, φιλική και συντροφική συζήτηση, λίγοι αλλά καλοί, σε καλό πνεύμα, να λύσουμε τα προβλήματα. Αν θέλουμε όμως τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ, αν θέλουμε αυτή την οπισθοχώρηση να την αναστρέψουμε, αν θέλουμε να συμμετάσχει όλος αυτός ο κόσμος, ο οποίος ακόμα και χωρίς να είναι απόλυτα μαζί μας, συμμετείχε σ’ αυτό το εγχείρημα, πρέπει να δοθεί ο λόγος στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Και χωρίς να απαρνιέται κανείς την κομματική του ταυτότητα, να ζητάει να έχει ταυτότητα κι απ’ το ΣΥΡΙΖΑ. Και χάρηκα που είδα ένα σύντροφο από μια συνοικία της Αθήνας που μου λέει ότι ήδη άρχισαν να δίνουν ταυτότητες Θεωνά, μάζεψέ τους, άμα μπορείς, γιατί δεν το έχουμε αποφασίσει ακόμη…
Και θέλω να πω ότι οι προτάσεις της ΚΟΕ είναι πολύ σημαντικές, και να κλείσω, επειδή είμαι στην ΚΟΕ, λέγοντας ότι όλες οι συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ είναι καλές, όλες έχουν το μερίδιο της ευθύνης, στα καλά και στα κακά. Όλοι όσοι είμαστε στο ΣΥΡΙΖΑ, ανάλογα με τη λειτουργία του καθενός, έχουμε το μερίδιο της ευθύνης μας. Θέλω να πω όμως ότι η οργάνωση αυτή που μας φιλοξενεί είναι μια οργάνωση πολιτική, μια οργάνωση που έκανε βήματα μπροστά, κατά τη γνώμη μου, και ώθησε και το ΣΥΡΙΖΑ σε βήματα μπροστά. Μια οργάνωση που ενίσχυσε τον κινηματικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, μια οργάνωση που παρεμβαίνει πολιτικά και μια οργάνωση που, παρά το αποτέλεσμα των εκλογών, έχει σήμερα την αισιοδοξία και τη διάθεση να πρωτοστατήσει σ’ αυτό το εγχείρημα που και οι ηγεμονίες της σοσιαλδημοκρατίας και συνολικά του δικομματισμού θα αμφισβητήσουν.
Το κείμενο της δευτερομιλίας
Να πω ότι η αριστερά προσπαθεί υποτίθεται να κάνει τους πεινασμένους χορτάτους. Εμείς ήρθαμε σ’ αυτή τη συζήτηση χορτάτοι και φεύγουμε πεινασμένοι. Αλλά νομίζω ότι άξιζε η συζήτηση, παρά την ώρα που τράβηξε, άξιζε και άξιζαν πάρα πολύ και οι παρεμβάσεις που έγιναν. Ένα δύο σημεία που τέθηκαν, γιατί απάντησε σε πολλά ο Θεωνάς, αλλά πρώτα θα πιάσω το Θεωνά. Χωρίς να διαφωνώ μαζί του, απλώς να συνεχίσω έναν προβληματισμό. Ψηφίζουμε και συμμετέχουμε στις αποφάσεις όπου είμαστε. Υπάρχει ιδεολογική ενότητα μόνο σε κομματικούς χώρους; Έναν προβληματισμό θέλω να αναπτύξω, που δεν έβαλε ο Γιάννης Θεωνάς, ο οποίος ίσα-ίσα έχει συμβάλει σ’ αυτό. Αν δείτε ο Συνασπισμός δεν είναι απόλυτα κόμμα ιδεολογικής ενότητας και γι’ αυτό έχει τις τάσεις, έτσι δεν είναι; Ψηφίζουμε όμως. Με πλειοψηφία βγάζουμε τον πρόεδρο, βγάζουμε τις αποφάσεις μας κ.λπ. Αν δείτε επίσης τον ΣΥΡΙΖΑ, θα δείτε οι τάσεις του Συνασπισμού μπορεί να έχουν πιο συγγενική σχέση με μία συνιστώσα που είναι άλλη κομματική οργάνωση, από ό,τι με μια άλλη τάση του Συνασπισμού. Είναι έτσι ή όχι; Είναι έτσι. Επομένως, το ερώτημα παραμένει. Εάν υφίσταται ο κοινωνικός ΣΥΡΙΖΑ, και κατά τη γνώμη μου υφίσταται, δηλαδή, ότι έχουμε μία στήριξη του εγχειρήματος από δυνάμεις πολλές οι οποίες δεν ανήκουν σε συνιστώσες.
Και κατά τη δικιά μου γνώμη αυτή είναι και η πλειοψηφία των πιο ενεργών, ας πούμε, στοιχείων που δεν περιορίζονται μόνο στην ψηφοφορία. Άρα, μπαίνει ένα ερώτημα: Το ΕΑΜ ήταν ένα κόμμα; Δεν ήταν κόμμα, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα. Κι όμως, είχε διαδικασίες τέτοιες -έτσι δεν είναι Ευτύχη;- είχε διαδικασίες δημοκρατίας, ψήφου. Με αυτή την έννοια, είναι ένα θέμα προς προβληματισμό. Δεν μπορούμε, ας πούμε, να λύνονται τα προβλήματα μόνο στην κορφή του ΣΥΡΙΖΑ. Πώς, πού; Άρα είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, ένα ουσιαστικό ζήτημα και νομίζω ότι αφορά πολλά επίμαχα προβλήματα που έχουμε και στην πολιτική μας και στην ανάδειξη των υποψηφίων και στον τρόπο που θα λειτουργεί και πώς θα είναι η ηγεσία μας. Νομίζω ότι σε τέτοια ζητήματα μπορούμε να κάνουμε αυτό το βήμα μπροστά. Αν θέλετε, περιοριστικά στην αρχή, λέγοντας ποια ακριβώς θέματα, πώς δεν θα δημιουργηθούν προβλήματα σχετικά με την αυτονομία των συνιστωσών αλλά πρέπει να γίνει αυτό.
Ένα δεύτερο ερώτημα από τον σύντροφο τον Στρατινάκη, εάν όλοι στον Συνασπισμό συνέβαλλαν και ενεργοποιήθηκαν σ’ αυτές τις ευρωεκλογές. Θέλω να πω κατ’ αρχήν ότι υπήρξαν πάρα πολλοί σύντροφοι και από την ανανεωτική πλευρά που συμμετείχαν ενεργά. Από τον Παπαδημούλη που ήταν και υποψήφιος μέχρι τον Κουβέλη που είχαμε βρεθεί μαζί στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξαν και σύντροφοι που δεν συμμετείχαν. Το ερώτημα όμως για μένα δεν αφορά τόσο στους συντρόφους που δεν συμμετείχαν από τα ηγετικά στρώματα, αφορά περισσότερο σ’ έναν κόσμο που δεν συμμετείχε, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ή βάζει τον εαυτό του στη θέση του ανανεωτικού, του αριστερού ευρωπαϊστή και τα λοιπά, και νομίζω ότι δεν αρκεί ένα σφύριγμα, ας το πούμε, και τη στιγμή που υπήρχαν και αντίθετα σφυρίγματα, αν θέλετε, για να ενεργοποιηθεί. Επίσης, πιστεύω ότι υπήρχε ένας κόσμος που δεν ανήκει καν στον Συνασπισμό ο οποίος δεν ενεργοποιήθηκε. Δεν έδωσε με πάθος αυτή τη μάχη. Με πάθος πήγαμε εμείς να λύσουμε τους λογαριασμούς του Δεκέμβρη. Πήγαμε να λύσουμε λογαριασμούς, οι οποίοι είχαν σχέση με μια σειρά από συγκρούσεις μας με το κατεστημένο, το σύστημα κ.λπ.
Γιατί δεν ενεργοποιήθηκε αυτός ο κόσμος; Αυτό πρέπει να ψάξουμε. Για ποιο λόγο δεν μπορέσαμε να εμπεριέξουμε όλα αυτά τα ρεύματα που συνθέτουν τον ΣΥΡΙΖΑ κι έναν κόσμο που είναι έξω από τις συνιστώσες; Κι αυτή είναι η μεγάλη τέχνη. Γιατί αν πιστεύουμε ότι θα φτάσουμε σε μια αριστερά η οποία θα ‘χει μια πλήρη ομοιογένεια νομίζω θα ‘μαστε απ’ έξω. Αυτό που ανέφερε ο Γιάννης για την τοποθέτηση του Ευτύχη, νομίζω είναι πολύ χαρακτηριστικό που το θυμάμαι κι εγώ τώρα. Τη δήλωση που έκανε ότι για τη φτώχεια αξίζει να κατεβούμε μαζί. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ας πούμε να έχει μαζί την ΚΟΕ και τους ανανεωτικούς. Αυτή είναι η μεγάλη τέχνη. Κι εκεί είναι η μεγάλη πρόκληση για μας. Κι εκεί είναι η μεγάλη δοκιμή μας να βρούμε τα προγραμματικά εκείνα στοιχεία και την κουλτούρα και το λόγο που θα μπορέσουν να ενσωματώσουν και τον Κώστα και τον Βασίλη και τον Γιάννη και τη Μαρία και την Παναγιώτα και όλους μας. Και που θα μπορέσουν να εμπεριέξουν συνιστώσες με διαφορετικές σε μεγάλο βαθμό αντιλήψεις ή προελεύσεις.
Γιατί αυτό να το κάνουμε μόνο στις στιγμές της επιτυχίας; Τις στιγμές τις επιτυχίας και της ανόδου λειτουργούσαμε χωρίς μεγάλες τριβές. Κλίναμε το ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις πτώσεις. Εκεί θα δοκιμαστούμε σήμερα. Σε μια στιγμή δύσκολη να μπορέσουμε όλοι να συμβάλουμε σ’ αυτό το ζήτημα. Υπήρξε ο σύντροφος από τον Καναδά, ο οποίος ήταν πραγματικά πολύ ειλικρινής και έβαλε μία δυσκολία. Ναι, ούτε εγώ αν ήμουν αυτή τη στιγμή στη Νέα Μάκρη θα τα ‘βγαζα πέρα, ίσως, με το ΠΑΣΟΚ. Με αυτούς του ΠΑΣΟΚ που λένε είστε ίδιοι. Ό,τι γίνεται στην ηγεσία τη δικιά μας γίνεται και στη δικιά σας. Δεν είστε κάτι διαφορετικό. Και πιστεύω ότι αυτό μας στοίχισε. Ότι από ένα σημείο και πέρα χάναμε τη διαφορετικότητά μας και την εναλλακτικότητα την οποία είχαμε, ή είχαμε προσπαθήσει να κατακτήσουμε. Γιατί είχαν αυτή την άνοδο οι Οικολόγοι; Γιατί, δεν παλέψαμε εμείς οικολογικά; Παλέψαμε. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν μέτωπα οικολογικά μεγάλα τα οποία να μην συνδέονται με τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί την είχανε; Γιατί ήταν άγνωστοι. Και είχαν μια εναλλακτικότητα και μια διαφορετικότητα, που μπόρεσαν να τη συντρίψουν, βέβαια, φτάνοντας προς τις εκλογές όσοι το θέλανε, την οποία εμείς την είχαμε χάσει. Αυτό πρέπει να μας απασχολήσει σύντροφοι. Εάν εμείς θα λειτουργούμε με τις νόρμες των άλλων κομμάτων ή αν εμείς θα μπορέσουμε να δείξουμε ότι είμαστε διαφορετικοί. Γιατί δεν μπορεί σύντροφοι και συντρόφισσες να λέμε ότι θα πάμε να φτιάξουμε τα παλάτια του λαού και τα παλάτια της εργατικής τάξης και να φαίνεται ότι εμείς ζούμε μέσα σ’ ένα κοτέτσι.
Με αυτή την έννοια έχει σημασία το χρονοδιάγραμμα. Δεν έχουμε περιθώριο να αφήνουμε άλυτα ζητήματα ες αεί. Έχει σημασία να κάνουμε τα πρώτα βήματα στη σύσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ που θα γίνει σε δύο βδομάδες, και να κλείσουμε όλα τα ζητήματα μέχρι τον Οκτώβρη που θα κάνουμε τη συνδιάσκεψη. Και τέλος, ξαναέρχομαι στο θέμα της ηγεμονίας. Ο Βαγγέλης έχει δίκιο. Εντάξει, μην ευλογούμε κι εμείς τόσο πολύ τα γένια μας. Μην λέμε ότι τα κατακτήσαμε όλα, ότι τα πετύχαμε. Όμως, την αμφισβητήσαμε αυτή την ηγεμονία. Και την αμφισβητήσαμε με επιτυχία, και την αμφισβητήσαμε μέσα και στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Και την αμφισβητήσαμε και σε ευρύτερο χώρο κι όχι μόνο αυτό. Ένα στοιχείο που το παρουσιάζει ως στοιχείο που το ‘χει δικό της η σοσιαλδημοκρατία και δεν μπορεί να το πάρει η Αριστερά, το αμφισβητήσαμε και αυτό. Δηλαδή, να φέρνουμε αποτελέσματα. Όταν εμείς φέρναμε αποτελέσματα, όταν εμείς κάναμε συνταγματικούς νομοθέτες την εκπαιδευτική κοινότητα και τη νεολαία, και τελικά το άρθρο 16 του Συντάγματος έμεινε, παρότι 180 βουλευτές ήταν υπέρ της κατάργησής του, ήμασταν μια αριστερά που έφερνε αποτελέσματα. Ξαναλέω -γιατί βλέπω εδώ τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του Ελληνικού- όταν στο Ελληνικό σπάσαμε το βασίλειο της νύχτας, η δημοτική αρχή το έσπασε, αλλά είναι μία δημοτική αρχή προοδευτική, η οποία είχε στήριξη ένθερμη από τον ΣΥΡΙΖΑ και από άλλες δυνάμεις, είχε μια νίκη. Και ήταν μια νίκη του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς. Ήμασταν μια Αριστερά που έχει αποτελέσματα.
Όταν από το 2003, αν δεν κάνω λάθος, ο Δραγασάκης έβαζε θέμα Βατοπέδιου, και βάζαμε συνεχώς το θέμα Βατοπέδιου και έσκασε το Βατοπέδιο, η Αριστερά ήταν μία δύναμη και είχε τη δυνατότητα να επηρεάζει. Να είναι μία δύναμη του παρόντος, όχι μόνο ενός μακρινού μέλλοντος, όχι όπως κάτι παπάδες που μας μιλάνε για τον παράδεισο. Μ’ αυτή την έννοια σύντροφοι, εγώ θέλω να αναδειχτούνε όλα αυτά τα στοιχεία, κι όλες αυτές οι δυνατότητες που έχουμε. Και να πω ακόμη ότι, επειδή ειπώθηκε το θέμα της Ευρώπης, κι επειδή την έχω ζήσει την Ευρώπη και πιστεύω ότι μπορούμε να βρούμε μία σύγκλιση και πιστεύω ότι μπορούμε να παρεμβαίνουμε μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο, όπου γίνεται μία μάχη, μια μάχη με πολύ κακό συσχετισμό δυνάμεων, μια μάχη η οποία όμως αμφισβητεί τις σημερινές ηγεσίες, τις σημερινές πολιτικές και τις σημερινές δομές, όπου μια χώρα μπορεί να επηρεάσει την πορεία. Αν η Ελλάδα για παράδειγμα δεν ψήφιζε τη συνθήκη της Λισαβόνας, δεν θα υπήρχε συνθήκη της Λισαβώνας. Διότι θέλει ομοφωνία.
Μ’ αυτή την έννοια σύντροφοι, θέλω να πω ότι είμαστε μία χώρα με πολλές δυνατότητες, διότι η παγκόσμια κι η ευρωπαϊκή κρίση, οικονομική και γενικότερη δομική κρίση, συναντιέται με την κρίση του δικομματισμού που είναι αφερέγγυος. Το θέμα είναι να μην συναντηθεί και με την κρίση της Αριστεράς. Διότι τότε θα βυθιστούμε στο τέλμα. Αν ξαναβρούμε εμείς την ηγεμονία, την προσπάθεια για ηγεμονία, το δυναμισμό, τη δυνατότητα να μιλήσουμε σε πλατύτερο κόσμο, τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τις αντιφάσεις σε άλλο χώρο, νομίζω ότι τα πράγματα θα ‘ναι τόσο καλά που ακόμη κι ο Μπιτσάκης θα ‘ρθει με τον ΣΥΡΙΖΑ.