Τα διακριτά χαρακτηριστικά της χρηματοπιστωτικής κρίσης, του Κώστα Μελά*
Αντικείμενο τούτου του άρθρου αποτελεί η διερεύνηση του χαρακτήρα της ευρισκόμενης σε πλήρη εξέλιξη διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης με επίκεντρο τις ΗΠΑ.
Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι συνυφασμένη με κρίσεις. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που εγγενώς ρέπει προς την ανισορροπία. Στη διαδικασία συνολικής και διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, η παρουσία κρίσεων αποτελεί ένα αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Οι κρίσεις λαμβάνουν διαφορετικές μορφές αναλόγως σε ποιο τομέα της οικονομικής δραστηριότητας πρωταρχικά εμφανίζονται. Έτσι, μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρίσεις οικονομικές, χρηματιστηριακές, νομισματικές ή χρηματοπιστωτικές. Οι τελευταίες αποτελούν κρίσεις οι οποίες εκδηλώνονται πρωταρχικά και αφορούν κυρίως το χρηματοπιστωτικό τομέα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι όλες ίδιες ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις τους ούτε ως προς τους μηχανισμούς γέννησής τους. Το πώς συνδέονται οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις με τις υπόλοιπες μορφές κρίσεων, το πώς επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης της κάθε συγκεκριμένης χρηματοπιστωτικής κρίσης με βάση τα διακριτά χαρακτηριστικά της.
Ανατρέχοντας στην ιστορία των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, διακρίνουμε περιπτώσεις τέτοιων κρίσεων που εκδηλώνονται με τρόπο "αυτόνομο" από την υπάρχουσα οικονομική συγκυρία, περιπτώσεις που αποτελούν, υπό μια έννοια, την αιτία σοβαρών δυσμενών επιδράσεων στην οικονομική πραγματικότητα και περιπτώσεις στις οποίες οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα της κρίσης που διέπει τη γενικότερη οικονομική συγκυρία. Θα μπορούσαμε με ευκολία να υποστηρίξουμε ότι τα τελευταία 35 χρόνια είμαστε μάρτυρες μιας σημαντικότατης αύξησης του αριθμού των χρηματοπιστωτικών κρίσεων που εμφανίστηκαν τόσο στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες1, όσο και στις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη2.
Σε άμεση σύνδεση με τον αυξητικό ρυθμό των χρηματοπιστωτικών κρίσεων βρίσκεται η παρατηρούμενη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τούτη η διόγκωση είναι, κατ’ αρχάς, το αναγκαίο, αλλά όχι ικανό αποτέλεσμα του νέου ρυθμιστικού πλαισίου που επιβλήθηκε (κατεξοχήν με ενέργειες των ΗΠΑ) στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανοιχτού χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαιακών ροών, η απορρύθμιση και αποκανονικοποίηση των πλαισίων λειτουργίας του, η ευρύτατη πρακτική arbitrage και τα πολύπλοκα συστήματα κάλυψης κινδύνων (παράγωγα προϊόντα), τα οποία ως επί το πλείστον μετατρέπονται και λειτουργούν ως κερδοσκοπικά συστήματα.
Η διαδικασία απορρύθμισης και η έντονη διεθνοποίηση (παγκοσμιοποίηση) των χρηματοπιστωτικών αγορών συμβαδίζουν κατά τρόπο ανακλαστικό, δηλαδή με έναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο η μια διαδικασία (απορρύθμισης) αποτελεί παράγοντα δημιουργίας της άλλης (παγκοσμιοποίησης). Οι ρυθμίσεις που απορρυθμίστηκαν ήσαν πρωτίστως εθνικές, αφορούσαν, δηλαδή, τον οικονομικό χώρο που ονομάζεται έθνος, και ως εκ τούτου οι λιγότερες ρυθμίσεις οδηγούν σε μεγαλύτερη ένταση της διεθνοποίησης. Παράλληλα, η καινοτομικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, δημιουργώντας νέες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, μετέβαλε και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούνται οι βιομηχανικές και εμπορικές δραστηριότητες καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα νοικοκυριά διαχειρίζονται τις οικονομικές πλευρές της ζωής τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις παραμέτρους που καθορίζουν τη λειτουργία των κυβερνήσεων, σχετικά με τη χάραξη και την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Η άσκηση της χρηματοπιστωτικής λειτουργίας ουσιαστικά μετατράπηκε σε συνεχή προσπάθεια διαχείρισης κινδύνων μέσα σ’ ένα εντελώς αβέβαιο και ρευστό περιβάλλον.
Όμως, σύμφωνα με τη δική μας αντίληψη, η ικανή συνθήκη, η οποία θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τις παρατηρούμενες εξελίξεις, θα πρέπει να αναζητηθεί στην ίδια τη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ειδικά στη "σημερινή" συγκυρία της διευρυμένης αναπαραγωγής του.
Σε παλαιότερες χρονικές περιόδους, πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και την πρώτη δεκαετία της μεταπολεμικής περιόδου, η χρηματοπιστωτική σφαίρα αντιμετωπιζόταν ως το λιπαντικό που ήταν απαραίτητο στην εξυπηρέτηση των αναγκών της παραγωγής. "Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε η τάση σχετικής αυτονόμησής της και δημιουργίας κερδοσκοπικών υπερβολών στα τελευταία στάδια της ανόδου του οικονομικού κύκλου. Κατά κανόνα, τα επεισόδια αυτά είχαν σύντομη διάρκεια και δεν επέφεραν μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δομή και τη λειτουργία της οικονομίας"3.
Αλλά και ο Μαρξ είχε με σαφήνεια περιγράψει τον προσδιορισμό αλλά και την ενδεχόμενη σχετική αυτονόμηση της κίνησης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου από την κίνηση του "πραγματικού παραγωγικού κεφαλαίου". Είχε, δηλαδή, δείξει τη δυνατότητα αυτονόμησης των χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων από τον επιχειρηματικό κύκλο4 και τη δυνατότητα κερδοσκοπικών υπερβολών, ανεξάρτητων από την κατάσταση της παραγωγής.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, παρατηρείται ένας δομικός μετασχηματισμός στην ίδια τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, με την έννοια ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας τείνει να αυτονομηθεί από την παραγωγή και, από κυριαρχούμενος, να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη νέα συγκρότηση της παγκόσμιας οικονομικής τάξης υπό την καθοδήγηση του νέου χρηματιστικού κεφαλαίου και, ειδικά, του αμερικάνικου, το οποίο τείνει να επιβληθεί στον πραγματικό τομέα της οικονομίας, δηλαδή στην παραγωγή, στην απασχόληση, στους μισθούς και στην κατανομή του παραγόμενου πλούτου, καθορίζοντας σε μεγάλο ποσοστό τη λειτουργία τους.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιστοιχεί στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όταν αυτό το τελευταίο υπερισχύει σε οποιαδήποτε ιστορική συγκυρία έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου. Όταν, δηλαδή, οι διαμεσολαβούμενες από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους οιονεί χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς πιστώσεις (κλασικές ή νέας μορφής) δεν κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, αλλά, αυτονομούμενες από αυτές, καθίστανται αυτάρκεις μορφές "επενδυτικής τοποθέτησης" στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των ίδιων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων που τις κατέχουν.
Η ουσία της προβληματικής που επιχειρούμε να αναπτύξουμε μπορεί να συνοψιστεί στο εξής:
Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν αποτελεί απλή "συγχώνευση" του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό… Αντιθέτως, το φαινόμενο αυτό σηματοδοτεί την οριστική, στην ιστορική περίοδο που διάγουμε, κατίσχυση των χρηματικών προδιαγραφών πάνω στις οικονομικές και παραγωγικές – με την επικράτηση της εισοδηματικής λογικής εις βάρος της παραγωγικής λογικής, του χρήματος εις βάρος της οικονομίας. Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν σηματοδοτεί τόσο έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής "καθαρού εισοδήματος", όσο κυρίως έναν τρόπο συγκέντρωσης και οικειοποίησης του ήδη διαθέσιμου εισοδήματος.
Παράλληλα, παρατηρούμε ότι οι σημερινές μορφές χρηματιστικής συσσώρευσης δεν επαναδιοχετεύουν τον παραγόμενο πλούτο στην οικονομία, ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής, αλλά τον αποσπούν μονόπλευρα από τη σφαίρα της παραγωγής και τον εναποθέτουν στη χρηματοπιστωτική οικονομία, δηλαδή σε αυτήν που χωρίς να παράγει συντηρείται από τις παραγωγικές δυνατότητες της πρώτης. Το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται, παραγόμενο και αναπαραγόμενο, στη σημερινή παγκόσμια αλλά και ελληνική συγκυρία, παράγει ασύγκριτα περισσότερες εισοδηματικές προσόδους, που εκτρέφουν κυρίως αργούντες αποταμιευτές, εισοδηματίες και χρηματιστηριακούς κερδοσκόπους παρά παραγωγικά επιχειρηματικά εισοδήματα και εργατικούς μισθούς.
Διαπιστώνεται, λοιπόν, μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίου από τους άμεσα παραγωγικούς τομείς στους χρηματοπιστωτικούς. Ο λόγος που πραγματοποιείται αυτή η μεταφορά, αν παρακολουθήσουμε τη λογική του Μαρξ5, θα πρέπει να αναζητηθεί στην αδυναμία διεύρυνσης της παραγωγής. Στις δυσκολίες, δηλαδή, που συναντά το κεφάλαιο να διευρύνει την αναπαραγωγή του. Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα είναι αν οι σημερινές περιοδικές κρίσεις αντιπροσωπεύουν απλά πρόσκαιρες διακοπές σε μια διαδικασία επιταχυνόμενης οικονομικής μεγέθυνσης ή παραπέμπουν σε σοβαρούς και μακροχρόνιους περιορισμούς στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Αν ισχύει το πρώτο, τότε μπορούμε να αναμένουμε στο προσεχές μέλλον, με την απομάκρυνση των νεοφιλελεύθερων οικονομικών δογμάτων και την επανάκαμψη των άμεσα παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών, τη "ρύθμιση της συσσώρευσης" σύμφωνα με κεϋνσιανές-σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές και, άρα, την επαναδιοχέτευση του παραγόμενου πλούτου στην οικονομία, ώστε να συνεχίζει να λειτουργεί αναπόσπαστο ένα σύστημα διευρυμένης αναπαραγωγής.
Αντιθέτως, αν ισχύει το δεύτερο και η διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παρούσα χρονική περίοδο, δηλαδή συμβάλλει αποφασιστικά στη διέξοδο του οικονομικού πλεονάσματος, προσφέροντας θέσεις εργασίας, και, εμμέσως, τονώνοντας τη ζήτηση, γίνεται αντιληπτό ότι τα πράγματα περιπλέκονται. Και αυτό, γιατί ως άμεσο συμπέρασμα προκύπτει η μονιμότητα των δυσκολιών της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου (περίπου μια κατάσταση εμμενούς στασιμότητας της παραγωγής) και άρα το ερώτημα μετατίθεται στο κατά πόσο μπορεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας να "φέρει εις πέρας" το φορτίο της αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Δεν μπορεί να υπάρξει εγγυημένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Στην παρούσα φάση της ιστορίας του καπιταλισμού –εκτός της περίπτωσης ενός διόλου απίθανου κλονισμού, όπως η κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού και τραπεζικού συστήματος–, η συνύπαρξη της παρατηρούμενης στασιμότητας στον παραγωγικό τομέα –των αναπτυγμένων οικονομιών της Δύσης– και της διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα6.
Πιστεύοντας στην ισχύ και την ετερογένεια των σκοπών της ιστορίας, δεν μπορεί να αποκλειστεί καμιά από τις δύο, αλλά και όποιες άλλες εξελίξεις μπορεί θεωρητικά να υπάρξουν. Όμως πεποίθησή μας είναι ότι στο μέλλον δεν μπορεί να επαναληφθούν καταστάσεις του παρελθόντος, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο. Όμως, σχετικά με τα μελλούμενα, υπάρχει κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει πολύ περισσότερο. Βλέπουμε ότι οι θεωρίες μας για τον αντικοινωνικό και πιθανόν ακραίο χαρακτήρα του καπιταλισμού επαληθεύονται, κι εμείς οι αριστεροί χαμογελάμε, τρίβουμε τα χέρια μας και είμαστε έτοιμοι για τις πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες της κρίσης. Θα έπρεπε; Μήπως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αντιμετωπίσουμε αυτή τη νέα κρίση με αριστερές εναλλακτικές;
Όχι μόνο με θεωρίες, αλλά με πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική ισχύ να συγκρουστούμε με την ηγεμονία που βρίσκεται σε κρίση. Είμαστε έτοιμοι να αναλογιστούμε αν τα μέτρα που λήφθηκαν από τις κυβερνήσεις δεν θα σημαίνουν περισσότερα βάσανα για τους φτωχούς, περισσότερη απελπισία, εγκατάλειψη, ανεργία και επισφαλή εργασία, χωρίς οι άνθρωποι να μπορούν να δουν εναλλακτικές;
Αν είμαστε απλά έτοιμοι να παίξουμε ένα διανοητικό ρόλο, αυτόν των επικριτών του καπιταλισμού, αυτή η κρίση είναι μια μεγάλη γιορτή. Μπορούμε να πανηγυρίζουμε και να παράγουμε –ημέρα με την ημέρα, εβδομάδα με την εβδομάδα– νέα άρθρα τα οποία προβλέπουν –"όπως έχουμε ήδη γράψει"– το σύντομο τέλος του καπιταλισμού7. Βέβαια, όπως μας υπενθυμίζει ο Λένιν, ο καπιταλισμός δεν καταρρέει, ούτε θα καταρρεύσει ποτέ, εκτός κι αν ηττηθεί – όπως έδειξαν οι επαναστατικές διαδικασίες οι οποίες τερμάτισαν τον καπιταλισμό, μόνιμα ή παροδικά. Δεν καταρρέει από μόνος του και δείχνει ακόμα και ικανότητα προς ανάκαμψη.
1. Basel Committee on Banking Supervision: Bank Failure in Mature Economies. BIS, Working Paper No 13, April 2004.
2. Caprio G – Klingebiel D, Episodes of Systematic and Borderline Financial Crises. World Bank January 1999. Caprio G – Klingebiel D, Episodes of Systematic and Borderline Financial Crises. World Bank, October 2003.
3. Sweezy P.M., Economic Reminiscences, Monthly Review, Vol.47, No 1, May 1995, pages. 8-9.
4. Ο Μαρξ γράφει στο "Κεφάλαιο" (τόμος Ι, σελίδες 148-149, εκδ. Μόρφωση 1963): "Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στη χρηματική κρίση, έτσι όπως καθορίζεται στο κείμενο σαν ιδιαίτερη φάση κάθε γενικής κρίσης παραγωγής και εμπορίου, και στο ειδικό βάρος της κρίσης, που την ονομάζουν επίσης χρηματική κρίση, που μπορεί όμως να εκδηλωθεί ανεξάρτητα, έτσι που μόνο σαν αντίχτυπος επιδρά στη βιομηχανία και στο εμπόριο. Πρόκειται για κρίσεις που το κινητό τους κέντρο είναι το χρηματικό κεφάλαιο και που, για το λόγο αυτόν, έχουν σαν άμεση σφαίρα δράσης την τράπεζα, το χρηματιστήριο και τη χρηματική κυκλοφορία".
5. "Το μέρος του κεφαλαίου που δεν είναι προορισμένο να καταναλωθεί σαν εισόδημα μετατρέπεται σε χρηματιστικό κεφάλαιο μόνο όταν δεν είναι άμεσα χρησιμοποιήσιμο στη διεύρυνση της επιχείρησης στη σφαίρα της παραγωγής στην οποία πραγματοποιήθηκε… Μετατρέπεται επόμενα σε χρηματικό κεφάλαιο και χρησιμεύει στη διεύρυνση της παραγωγής σε άλλες σφαίρες… Εάν αυτή η νέα συσσώρευση προσκρούει σε δυσκολίες στη χρήση της, από έλλειψη περιοχών απασχόλησης (έτσι ώστε το απασχολημένο αναπαραγωγικό κεφάλαιο να αποδίδει χαμηλότερους τόκους), τότε αυτή η πληθώρα χρηματιστικού κεφαλαίου δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο από τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής". K. Marx, Οικονομικά Χειρόγραφα 1863-1867 (του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου) στο K. Marx – F. Engels, Opere Complete, Editori Riuniti, Roma 1978.
6. Magdoff H. – Sweezy P., Production and Finance. Monthly Review, Volume 35, No 1, May 1983, pages 11-12.
7. Sader E., Η κρίση του καπιταλισμού και η Αριστερά, www.monthlyreview.gr, 25/9/2008.
* Πανεπιστημιακός, μέλος της συντακτικής
επιτροπής της Μηνιαίας Επιθεώρησης (Monthly Review).