Oι δύσκολες ασκήσεις της Aριστεράς κατά το τρέχον έτος (2)
του Ν. Τ.
Tα δύο κορυφαία ζητήματα που απασχολούν την πολιτική αριστερά (η σχέση με το μαζικό κίνημα των φοιτητών/καθηγητών για το άρθρο 16 και το νόμο-πλαίσιο, η προσεχής εκλογική αναμέτρηση) συνεχίζουν να δημιουργούν δυσκολίες, τριβές και προβλήματα. Με διαφορετικό τρόπο και τα δύο επηρεάζουν και πιέζουν ιδιαίτερα τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ.
Ο ΣΥΝ ενώ έχει αποκτήσει μια άνεση στις σχέσεις του με το κίνημα που προκύπτει από την ανοιχτή υποστήριξη του κινήματος της «γενιάς του άρθρου 16» αντιμετωπίζει κυρίως ζητήματα που αφορούν τις εσωτερικές του ισορροπίες και τις διάφορες κινήσεις που πρέπει να γίνουν για την αντιμετώπισή τους. Η δήλωση του Ν. Κωνσταντόπουλου ότι δεν θα είναι υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές, δημιούργησε μια σειρά προβλήματα γιατί συνδέεται με την στάση πολλών παραγόντων μιας πτέρυγας εντός του ΣΥΝ που ρητά καταπολεμά τον ΣυPιζA και προσβλέπει σε κάποιου τύπου συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Το ερώτημα είναι πώς θα συμπεριφερθεί η πτέρυγα αυτή έως τις εκλογές και πόσο θα επηρεάσει η στάση της το εκλογικό αποτέλεσμα του ΣυPιζA. Ακόμα, κατά πόσο έχει εκτιμηθεί η μέχρι τώρα πείρα ώστε ο ΣΥΝ να πάψει να είναι κόμμα ισορροπιών και να μετατραπεί σε κόμμα αποφάσεων και συγκεκριμένης φυσιογνωμίας. Η «δεξιά» πτέρυγα θεωρεί πως οι αποφάσεις και οι συνεργασίες του ΣΥΝ αλλοιώνουν την φυσιογνωμία της «ανανεωτικής» αριστεράς, ενώ η πλειοψηφία και ειδικά ο Α. Αλαβάνος, επιμένουν ότι γίνεται μια μετάβαση και πρέπει όλοι να την υπηρετήσουν ώστε αυτή να γίνει με τον καλύτερο τρόπο. Το καμπανάκι για τον ΣΥΝ έχει σημάνει: Η αναβολή επιλογών, οι ατέρμονες διαδικασίες «σύνθεσης», οι μικροϋπολογισμοί, οι τακτικισμοί και η δύναμη της συνήθειας ενός μηχανισμού συνηθισμένου σε τέτοιες καταστάσεις, δεν είναι οι καλύτεροι οιωνοί για μια προσπάθεια που χρειάζεται άλλο αέρα, οξυγόνο, επαφή με τον κόσμο, εξωστρέφεια.
Στο ΚΚΕ συνεχίζεται μια υπόκωφη δυσαρέσκεια τμήματος της βάσης και του στελεχικού δυναμικού με την προωθούμενη τακτική και την έλλειψη αποτελεσμάτων. Η παρηγοριά των ποσοστών που δίνουν τα γκάλοπ δεν ισοφαρίζει τη δυσαρέσκεια και τη μουρμούρα και οι λόγοι είναι πολλοί: Η γραμμή της «λαϊκής οικονομίας με λαϊκή εξουσία» που είχε αναγγελθεί και εφαρμοζόταν με την περιχαράκωση και την καταγγελία όλων των άλλων, έδωσε για λίγο διάστημα τη θέση της σε ορισμένα «ανοίγματα» (κοινά πλαίσια σε συνελεύσεις, όχι αναγκαστικά διαφορετικές πορείες και συγκεντρώσεις, άλλος τόνος σε μερικούς συνδικαλιστικούς και δημοτικούς χώρους), για να ξαναγυρίσουμε στα «περσινά ξινά σταφύλια» μόλις πρόσφατα. Αυτές τις εναλλαγές συμπεριφοράς δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ο στελεχικός μηχανισμός και η βάση του κόμματος και όταν τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, τότε η γκρίνια και η μουρμούρα εντείνεται. Σε καθοδηγητικό επίπεδο οι δυνατότητες του ΣΥΝ να παίζει κάποιο ρόλο σε κινήματα, δήμους αλλά και κοινοβούλιο, δημιουργεί εκνευρισμούς, αφού το «πλάνο» έλεγε πως πρέπει να απομονωθεί όσο γίνεται περισσότερο. Αυτή η αμηχανία φάνηκε σε όλο της το μεγαλείο με την άρνηση του ΚΚΕ να θεωρήσει σαν επιτυχία του κινήματος το μπλοκάρισμα της κοινής προώθησης από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16. Όχι μόνο αυτό. Έφτασε στο σημείο σε συντονιστικά και συνελεύσεις να «πέφτουν κορμιά» για το αν είναι «νίκη» ή «ελιγμός». Στη δε Βουλή η γραμματέας Αλέκα Παπαρήγα να δηλώνει πως «Μια νέα λαϊκή πλειοψηφία θα επιβάλει ένα νέο πραγματικά λαϊκό Σύνταγμα», λες και το ζήτημα της συζήτησης ήταν αυτό. Επιστροφή στην «ελπιδοφόρα» πολιτική της «λαϊκής οικονομίας με λαϊκή εξουσία» και μέχρι τότε όλα τα υπόλοιπα είναι «ελιγμοί»…
Σε πολιτικό επίπεδο οξύνεται το πρόβλημα για την αριστερά: Ο δικομματισμός δοκιμάζει δύσκολες στιγμές από την μαζική εξωκοινοβουλευτική πάλη, ανασυντάσσεται και προσπαθεί να κλιμακώσει την επίθεσή του. Η αριστερά σε συνθήκες που χιλιάδες άνθρωποι –επί 8 μήνες– βρίσκονται στο δρόμο και επιζητούν μια πολιτική διέξοδο, μια πολιτική που να τους εκφράζει, να τους δίνει φωνή, αδυνατεί να τους προσφέρει μια εναλλακτική ριζοσπαστική ενωτική πολιτική. Είτε φοβούμενη και την σκιά της, όταν δεν ελέγχει τη κατάσταση, είτε υπολογίζοντας τις εσωτερικές της πτυχές και υπερτιμώντας τις δυνατότητες της αστικής πολιτικής. Είτε ακόμα –όπως ανοιχτά το λέει η πιο δεξιά πτέρυγα– επειδή αλλοιώνεται «ο χαρακτήρας της» γιατί αναγκαστικά θα πάρει πιο ανταγωνιστικά προς το σύστημα χαρακτηριστικά. Μια αριστερά που αρνείται ή αδυνατεί να παίξει το ρόλο της σαν πρωταγωνιστής των καταπιεζόμενων.