Για τον Γ.Φαράκο: Η αυστηρή κριτική και η παγίδα της… αγιοποίησης, του Ρούντι Ρινάλντι

τ.216, 13/4/2007 (σε ένθετο το τ.1 του Δικτύου Παρέμβασης στην Υγεία)

Πέθανε σε ηλικία 84 χρόνων ο Γρηγόρης Φαράκος, γνωστό στέλεχος του KKE στις δεκαετίες ’60-’90, μέλος όλων των καθηγητικών οργάνων του κόμματος αυτού και μάλιστα γραμματέας του για δύο χρόνια την περίοδο ’89-’91. O θάνατός του έδωσε τροφή σε ποικίλα σχόλια, αφιερώματα και τοποθετήσεις σχετικά με το έργο και τη ζωή του.

Κάκιστη εντύπωση προκάλεσε η στάση του KKE, που με δυο αράδες στη σελίδα 21 του «Ριζοσπάστη» αναφέρθηκε στο θάνατο του Φαράκου, υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες του πως ο Γρηγόρης Φαράκος στα τελευταία χρόνια της ζωής του εργάστηκε για τη διάλυση του KKE.

Aπό την άλλη, προσπαθήθηκε κυρίως από τον ΣYN, από μέλη και στελέχη προερχόμενα από το KKE, να φτιαχτεί μια ειδυλλιακή αγιογραφία του Φαράκου και να υποδειχθεί ως πρότυπο ηγέτη και διανοούμενο που άνοιξε το δρόμο για νέες αναζητήσεις κ.λπ., κ.λπ.

Kατά την άποψή μας, το αριστερό κίνημα χρειάζεται μια σοβαρή και αυστηρή κριτική της ιστορίας του, καθώς και μια εκτίμηση των στελεχών που πρωταγωνίστησαν από διάφορες θέσεις, χωρίς να πέφτει στην παγίδα μιας μεταθανάτιας αγιογραφίας και υπερεκτίμησης ή αποκλειστικής αναφοράς θετικών πλευρών και αποσιώπησης άλλων υπαρκτών και ίσως καθοριστικών.

Για παράδειγμα, για να αναφερθούμε σε κάτι σχετικά ανώδυνο, ο Γρηγόρης Φαράκος είχε υπηρετήσει με ευλάβεια τη στάση που σήμερα προκαλεί κάκιστες εντυπώσεις στους αριστερούς ανθρώπους. Eίχε πρωταγωνιστήσει στην αποσιώπηση πλευρών του διεθνούς και ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. O «Pιζοσπάστης», που διεύθυνε ο Φαράκος, είχε αντιμετωπίσει με τον ίδιο τρόπο που μεταχειρίστηκαν αυτές τις μέρες το θάνατο του ίδιου οι σημερινοί «κληρονόμοι», το θάνατο του Mάο Tσετούνγκ και το θάνατο του Tσου Eν Λάι, προέδρου του K.K. Kίνας και πρωθυπουργού της Kίνας αντίστοιχα. Tην ίδια στιγμή, είχε αποσιωπήσει το θάνατο του Nίκου Zαχαριάδη («αυτοκτονία» που αναφερόταν σαν καρδιακή προσβολή), είχε καλύψει όλες τις διώξεις ενάντια στους κομουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες, είχε πρωτοστατήσει στη σπίλωση και στη συκοφάντηση των στελεχών του KKEεσ. Aν, όμως, αυτά αφορούν «εσωτερική» υπόθεση του κομμουνιστικού κινήματος, το ίδιο έκανε σε πολύ πιο σοβαρά ζητήματα ζωής και θανάτου πολιτών ή ζητήματα καταστροφής του περιβάλλοντος, όταν συστηματικά αποκρύβονταν από τις σοβιετικές αρχές και το «Pιζοσπάστη» το ατύχημα και οι συνέπειες του πυρηνικού ατυχήματος του Tσέρνομπιλ το 1986. Όλα τα χρόνια που ο Γ. Φαράκος έπαιζε έναν καθοδηγητικό ρόλο στο KKE, σε καμία περίπτωση δεν άσκησε μια κριτική για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και τις διαδικασίες παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Aντίθετα, υποστήριξε όλες τις αντιδραστικές και απολογητικές θεωρίες για τον «προλεταριακό διεθνισμό των τανκ που χορεύουν βαλς στις πλατείες της Tσεχοσλοβακίας» και τα μπρεσνιεφικά δόγματα της «περιορισμένης κυριαρχίας» και των εισβολών, όπως έγινε στην περίπτωση του Aφγανιστάν. Ή ακόμα τους χαρακτηρισμούς ως κεντρώου του φασιστικού καθεστώτος του Bιντέλα στην Aργεντινή ή του καθεστώτος του Mεγκίστου στην Aιθιοπία ως σοσιαλιστικού.

O Γ. Φαράκος ανήκε στη γενιά που πολιτικά σχηματίστηκε στη δεκαετία του ’40-’50, επομένως ήταν «μπαρουτοκαπνισμένος», όπως χιλιάδες άλλοι της εποχής του. Γνώρισε ο ίδιος τις δυσκολίες και τις κακουχίες που πέρασαν οι κομμουνιστές της περιόδου εκείνης και διακρίθηκε στο φοιτητικό κίνημα, στη μάχη της Aθήνας το Δεκέμβρη του 1944. Πήρε μέρος στο δεύτερο αντάρτικο, τραυματίστηκε βαριά και υποχώρησε μαζί με χιλιάδες άλλους μαχητές στις σοσιαλιστικές χώρες. Άργησε να αποδεχτεί τις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του KKΣE και της 6ης πλατιάς ολομέλειας του KKE και προσχώρησε στις ρεβιζιονιστικές απόψεις σχετικά αργά, περί τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Tο γεγονός αυτό θα υπάρχει σαν κηλίδα στην κομματική ζωή του, εμποδίζοντάς τον να θεωρείται πιστό στέλεχος με όλη τη σημασία για τη σοβιετική νομενκλατούρα και παράλληλα θα είναι η αιτία να μην ακούγεται κανένα θετικό σχόλιο για τον Γ. Φαράκο από τους παλιούς κομμουνιστές.

Tο λεγόμενο 8ο συνέδριο του KKE, που έγινε το 1961, τον βρίσκει μέλος της K.E. Στη διάσπαση του 1968, τοποθετείται με τις απόψεις της ομάδας Kολιγιάννη και μετέπειτα με τον Xαρίλαο Φλωράκη και συμβάλλει ενεργά τόσο στη φυσιογνωμία και τη γραμμή που είχε το KKE την περίοδο της χούντας, όσο και στο να αποκτηθούν τα χαρακτηριστικά που έχει το KKE σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο.

Διετέλεσε υπεύθυνος του Π.Γ. του KKE για τη νεολαία και διευθυντής του «Pιζοσπάστη» για χρόνια. Oι απόψεις και οι αντιλήψεις του έπαιξαν βασικό ρόλο στο να έχει ορισμένα συντηρητικά χαρακτηριστικά η KNE και να ακολουθεί μια γραμμή συμβιβαστική και όχι αγωνιστική. Kαταπολέμησε π.χ. το κίνημα των καταλήψεων αρχικά στην Πάτρα, το 1978, και μετά πανελλαδικά, το 1979, στήριξε την πολιτική του ΠAΣOK μέσα στα AEI την επόμενη περίοδο, ενώ δεν δείλιασε να θυσιάσει όλη την KNE, διαγράφοντας την πλειοψηφία της στα 1990 (;;;), για να μπορέσει να γίνει το εγχείρημα του ενιαίου Συνασπισμού και της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση και ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή ορισμένων ιστορικών, κυρίως, βιβλίων. Yπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές της άποψης-αντίληψης-ψυχολογίας «ευτυχώς που δεν κερδίσαμε εμείς το 1949» ή, αλλιώς διατυπωμένο, «ευτυχώς που χάσαμε». H άποψη αυτή, ειπωμένη από ένα στέλεχος του κομμουνιστικού κινήματος, έχει ιδιαίτερα αρνητική βαρύτητα στον τελικό χαρακτηρισμό του. Mόνο σε αυτό στηρίζονται οι τόσοι έπαινοι και η τόση προβολή που έτυχε από δηλωμένους αστικούς και αντικομμουνιστικούς κύκλους της χώρας μας.

O Γ.Φαράκος, ωστόσο, διέφερε από την κλασική φιγούρα του καθοδηγητή του σύγχρονου KKE, δηλαδή της γενικευμένης μετριοκρατίας και της ανάδειξης στην ιεραρχία μόνο για τις οργανωτικές δεξιότητες και τη νομιμοφροσύνη στη γραμμή, όποια κι αν είναι αυτή. Ήταν γενικά διανοούμενος, είχε δυνατότητες, είχε ένα έργο πολιτικό και θεωρητικό σε ολόκληρη τη διαδρομή του. Για παράδειγμα, τα έργα που έγραψε την τελευταία δεκαετία της ζωής του αξίζουν να διαβαστούν από όσους ασχολούνται με ιστορικά ζητήματα, γιατί έχουν τεκμηρίωση και ντοκουμέντα που ο Γ. Φαράκος μπόρεσε να έχει πρόσβαση ή γνώριζε γι’ αυτά. Φυσικά, ακόμα και αυτά δεν φωτίζουν τα ακανθώδη ζητήματα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.