Δύσκολη επικράτηση της «τάξης» στην Τεχεράνη, του Γιώργου Τσίπρα

τ.270, 03/07/2009 (σε ένθετο οι σελίδες της Αριστεράς με αφιέρωμα στις διεργασίες στην Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ)
Ιραν: Στο φόντο μιας ενδοαστικής διαμάχης

Η πρόσφατη εξέγερση στο Ιράν έχει κατασταλεί. Αλλά ήταν η πιο μαζική διαμαρτυρία από τον καιρό της επανάστασης του 1979. Το ρήγμα της ενδοαστικής διαμάχης έχει μεγαλώσει. Οι σχέσεις ανάμεσα σε πλατιά τμήματα του πληθυσμού (ιδίως στην πρωτεύουσα) και την «ισλαμική δημοκρατία» έχουν διαρραγεί όσο ποτέ άλλοτε τα 30 αυτά χρόνια, και το καθεστώς θα έχει πλέον να αντιμετωπίσει -ανάμεσα σε άλλα- μεγαλύτερη απονομιμοποίηση.

Όπως και απ’ όποιους κι αν ξεκίνησαν οι μετεκλογικές κινητοποιήσεις ενάντια στη νόθευση του αποτελέσματος, μετατράπηκαν γρήγορα σε μια εξέγερση (επικεντρωμένη πάντως στην Τεχεράνη) με τη συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων. Από ένα σημείο και ύστερα η συμβιβαστική στάση του κύριου αντιπάλου του Αχμαντινετζάντ, του Μουσαβί, που ανέβαλε κινητοποιήσεις, καλούσε τους ξεσηκωμένους σε αυτοσυγκράτηση και διαχώριζε τη θέση του από μια σειρά εκδηλώσεις, καθιστά σαφές ότι στο μεγαλύτερο βαθμό ό,τι ακολούθησε τις πρώτες μέρες δεν ήταν πάντα ελεγχόμενο ούτε επιθυμητό από την παράταξή του – ανεξάρτητα αν η τελευταία δεν θα αφήσει ανεκμετάλλευτα τα γεγονότα. Είχαμε μια λαϊκή εξέγερση, σε μεγάλο βαθμό αυθόρμητη και άναρθρη, χωρίς εύρος πολιτικών αιτημάτων, που στρεφόταν κυρίως ενάντια στο σημερινό διαχειριστή Αχμαντινετζάντ. οι μαζικές διαμαρτυρίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της συσσώρευσης για πολλά χρόνια μιας υπόγειας πλατιάς δυσαρέσκειας από τις πολιτικές που ασκούνται τόσο από τους «σκληροπυρηνικούς» όσο και από τους «μεταρρυθμιστές».

Σε αντίθεση με άλλες χώρες που βρίσκονται επίσης στο στόχαστρο της Δύσης, και ειδικά των ΗΠΑ, το Ιράν δεν έχει να επιδείξει κάποια σημαντική διαφοροποίηση στην αποδοχή και εφαρμογή των συνταγών της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού. Η αντιπαράθεση της ιρανικής ηγεσίας με τη Δύση είναι η αντιπαράθεση μιας ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης (οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής)  που επιθυμεί να διατηρήσει μια ορισμένη ανεξαρτησία. Έτσι, αν υπάρχει μια διαφοροποίηση αυτή κυρίως σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα των μη-σχέσεων με τις ΗΠΑ, την όχι ανεξέλεγκτη πολιτική ανοιχτών θυρών στο ξένο κεφάλαιο και τη σχετικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική- και στην οικονομία. Ωστόσο, συγκριτικά π.χ. ακόμη και με το «κρατικιστικό» Ιράκ του Σαντάμ ή τη Συρία, το Ιράν έχει κάνει πολλά βήματα «μπροστά». Ο περσικός λαός δεν έχει σε τίποτα να «ζηλέψει» άλλες χώρες στην απελευθέρωση της εσωτερικής αγοράς, τις ιδιωτικοποιήσεις πλήθους δημοσίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών, την εκτόξευση της ανεργίας, τη συσσώρευση πλούτου σε μια μειοψηφία που επιδεικνύεται όλο και περισσότερο, και τη δραματική εξάπλωση της φτώχειας.

Το πρόβλημα για τους «σκληροπυρηνικούς» δεν είναι μόνο η ιδιαίτερη πολιτική τους σε μια σειρά πεδία που σχετίζονται με τις ατομικές ελευθερίες αλλά και η διασύνδεση του σκληρού πυρήνα του καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε μετά την επανάσταση με τη νέα οικονομική ελίτ που αναδύθηκε από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές αλλαγές και τις ιδιωτικοποιήσεις. Έτσι π.χ., θυμίζοντας περισσότερο τη Ρωσία παρά τη Δύση, πολλές από τις δημόσιες επιχειρήσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν πέρασαν στα χέρια των διευθύνσεών τους με κρατική χρηματοδότηση, δηλαδή σε ανθρώπους του καθεστώτος. Πολλοί από τους στυλοβάτες της καθεστηκυίας τάξης, όπως οι Φρουροί της Επανάστασης, κατέχουν ή συνδέονται άμεσα με μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που γιγαντώθηκαν από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είτε του «μεταρρυθμιστή» Ραφσαντζανί είτε των «σκληροπυρηνικών». Από αυτή την άποψη ένα μέρος της δυσαρέσκειας που σωρεύεται πάνω στο οικονομικό έδαφος στρέφεται αντικειμενικά και ενάντια σε ένα καθεστώς νεποτισμού, διαφθοράς και καταπίεσης.

Από την άλλη, οι «μεταρρυθμιστές» υπόσχονται μια περιορισμένη φιλελευθεροποίηση χωρίς να αμφισβητούν το καθεστώς των αγιατολάδων (αφού άλλωστε είναι κομμάτι τους), χτύπημα της διαφθοράς (στοχοποιώντας τους ευνοημένους των «σκληροπυρηνικών»), και περιλαμβάνουν στην ατζέντα τους μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς, χωρίς αναγκαία να είναι πιο «φιλοδυτικοί». Εντύπωση άλλωστε προκάλεσε η δήλωση Ομπάμα τις πρώτες  μέρες μετά την εξέγερση, πως οι διαφορές ανάμεσα σε Αχμαντινετζάντ και Μουσαβί είναι ασήμαντες. Η εσωτερική κόντρα, η «ενδοαστική» διαμάχη όλο το προηγούμενο διάστημα περισσότερο σχετιζόταν με το χτύπημα από την πλευρά Αχμαντινετζάντ συμφερόντων που σχετίζονταν κυρίως με ευρωπαϊκά συμφέροντα, και η εξωτερική διαμάχη μετά την εξέγερση, όχι τυχαία, αφορούσε κυρίως ευρωπαϊκές χώρες που ευνοούν την πλευρά Ραφσαντζανί.

Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης δεν θα καταλαγιάσει εύκολα το επόμενο διάστημα. Κυρίως, η εξέγερση έχει πια δημιουργήσει ένα πολύ μεγαλύτερο ρήγμα ανάμεσα στην κοινωνία και τη μέχρι χτες διαχείριση του Αχμαντινετζάντ και των «σκληροπυρηνικών». Όσο κι αν οι γνήσια λαϊκές αριστερές δυνάμεις είναι περιορισμένες μετά τα αποφασιστικά χτυπήματα που δέχτηκαν από το χομεϊνισμό και σήμερα δρουν σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, αποτελούν τη μόνη ελπίδα να βρει η πλατιά δυσαρέσκεια διέξοδο πέρα από τη «φιλελεύθερη» μερίδα των θεοκρατών, την ακούσια στήριξη του νεοφιλελευθερισμού, και τη στροφή προς τη Δύση.

Γιώργος Τσίπρας