Πραγματολογικά μπορεί να είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Καραμανλή στηρίζεται σε μια πλειοψηφία 151 εδρών. Αλλά πολιτικά δεν είναι. Γιατί δεν θα μπορούσε σήμερα η ΝΔ να κυβερνά τη χώρα, αν δεν είχε την ουσιαστική ανοχή και στήριξη του ΠΑΣΟΚ. Όπως έδειξε η μαζική πανελλαδική συμμετοχή στην απεργία της 2 Απρίλη, θα αρκούσε η οργάνωση αποφασιστικών κινητοποιήσεων που να δίνουν στο λαό τη δυνατότητα να εκφράσει την αγανάκτησή του, για να πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή.
Αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν θέλει να ρίξει τη ΝΔ. Γιατί θέλει να πάρει αυτή τα επώδυνα μέτρα, υπό την «επιτήρηση» του Αλμούνια, της Κομισιόν και της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ώστε ερχόμενο το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία να συνεχίσει στην ίδια ρότα, έχοντας το άλλοθι των δεσμεύσεων που δημιούργησε η ΝΔ. Τα δύο κόμματα (με το ΛΑΟΣ σε ρόλο εφεδρείας ή λαγού) έχουν μια βαθύτερη ταύτιση, έναν κοινό νεοφιλελεύθερο στρατηγικό προσανατολισμό, εκφράζουν εδώ και είκοσι χρόνια την ίδια κατηγορία συμφερόντων και εξαρτήσεων.
Αυτή η σύμπλευση σήμερα έχει μια συγκεκριμένη στόχευση, την οποία πρέπει να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε. Ο αστισμός επιχειρεί να κατοχυρώσει μέσα στην κοινωνία την αντίληψη ότι δεν πρέπει να έχει καμιά προσδοκία ουσιαστικής αλλαγής, καθώς δήθεν δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη διαχείριση της κρίσης πέρα από τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Τα δυναμικά κέντρα του συστήματος επιδιώκουν να οδηγήσουν το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, κρατώντας το λαό παθητικοποιημένο και με αίσθηση αδυναμίας μπροστά στη κρίση. Αφήνοντάς του μόνο το «δικαίωμα να ψηφίσει», αλλά επιβάλλοντας παράλληλα το κλίμα: «Σε τελική ανάλυση, δεν μπορεί το ΠΑΣΟΚ να είναι χειρότερο από τον Καραμανλή».
Η Αριστερά, με μαζική δουλειά μέσα στο λαό, πρέπει να πείσει ότι οι πολιτικές των δύο κομμάτων, για πάνω από είκοσι χρόνια, είναι αλληλοσυμπληρούμενες. Πόσες φορές η ΝΔ δεν επέβαλε σκληρές ρυθμίσεις, επικαλούμενη νόμους ψηφισμένους από την κυβέρνηση Σημίτη; Σ’ αυτή τη συνέχεια του δικομματικού καρτέλ πρέπει να μπει φραγμός. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε κυβέρνηση είναι πολύ χειρότερη από την προηγούμενή της. Η «εκσυγχρονιστική» περίοδος Σημίτη υπήρξε πιο επιθετική απέναντι στο λαό, ακόμη και σε σχέση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η «σεμνή και ταπεινή» κυβέρνηση Καραμανλή αποδεικνύεται η πιο αντιλαϊκή κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Είναι βέβαιο, καθώς η καπιταλιστική κρίση βαθαίνει, ότι η επόμενη κυβέρνηση (είτε ένας «Μεγάλος Συνασπισμός» του δικομματισμού είτε μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) θα είναι ακόμη πιο σκληρή. Συνεπώς, ακόμη και το άλλοθι «δεν μπορεί να υπάρξει χειρότερη κυβέρνηση από αυτήν του Καραμανλή» δεν αποτελεί παρά μια αυταπάτη – την οποία η Αριστερά οφείλει να καταπολεμήσει. Σε κάθε χώρο, σε κάθε μαζική διαδικασία, αλλά και σε κάθε μικρή, καθημερινή συζήτηση. Η Αριστερά οφείλει να θυμίζει ότι κάθε αγώνας βρίσκει απέναντί του το ΠΑΣΟΚ. Από τα κινήματα πόλης, από τον Ελαιώνα και το Θριάσιο, μέχρι το μοίρασμα της εργασίας (όπου, άκουσον-άκουσον, το ΠΑΣΟΚ θέλει να θωρακίσει το δικαίωμα των επιχειρήσεων). Κι ακόμη, όσο κι αν οι εκλογές δεν είναι το κρισιμότερο πεδίο για την αλλαγή των συσχετισμών, πρέπει να θέτουμε συγκεκριμένα το ζήτημα σε έναν-έναν άνθρωπο: Καμιά ψήφος, ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ. Μην υποθηκεύεις κι άλλο το μέλλον σου και το μέλλον των παιδιών σου. Μην στηρίζεις αυτούς που σε εκμεταλλεύονται και σε κοροϊδεύουν. Όχι στο ραγιαδισμό απέναντι στο δικομματικό καρτέλ.
Η Αριστερά πρέπει και μπορεί να πάρει μεγάλης κλίμακας αγωνιστικές πρωτοβουλίες, απαντώντας στην επιχείρηση παθητικοποίησης του λαού. Να απαιτήσει, οργανώνοντας και κινητοποιώντας το λαό, να παρθούν άμεσα μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων. Και όχι τα μέτρα εξόντωσης του λαού και στήριξης της πλουτοκρατίας, τα οποία προωθεί σε αγαστή συνεργασία το δικομματικό καρτέλ.
«Μπορούμε άραγε;» αναρωτιέται πολύς κόσμος. Ναι, μπορούμε! Σήμερα οι ανάγκες και η μεγάλη αγανάκτηση βγάζουν το λαό στο δρόμο. Σήμερα, μέσα από τη λογική του ανυποχώρητου αγώνα, υπάρχουν μικρές ή μεγάλες νίκες: από το άρθρο 16, μέχρι τον εξαναγκασμό του ΗΣΑΠ να αποσύρει το καθεστώς εργαζομένων σκλάβων – όταν το Σωματείο της Κωνσταντίνας Κούνεβα και μια πλατιά συσπείρωση πρωτοβάθμιων σωματείων έκανε κατάληψη στα γραφεία της διοίκησης του ΗΣΑΠ. Νίκη ήταν και ο εξαναγκασμός, από τις Επιτροπές «Ακρίβεια-STOP», της ιδιωτικής εταιρίας αερίου (ΕΠΑ) Θεσσαλονίκης να παραδεχτεί ότι έκλεβε χιλιάδες καταναλωτές. Και o εξαναγκασμός της να μειώσει τις τιμές. Αλλά νίκη ήταν και το να βγαίνει ο λαός και η νεολαία στο δρόμο το Δεκέμβρη, παρά την υστερική συκοφαντία του «εθνικού κορμού», από το δικομματισμό και το ΛΑΟΣ μέχρι το ΚΚΕ. Χρειάζεται απαραίτητα η αυτοπεποίθηση που δίνουν αυτές οι νίκες, για να συγκρουστούμε με τη λογική της δήθεν αδυναμίας μας, την οποία επιχειρεί να επιβάλει ο δικομματισμός και τα ΜΜΕ.
Κάτι ακόμη: η Αριστερά οφείλει να προτάξει στο λαό ένα άμεσο πρόγραμμα διεκδικήσεων. Παραπέρα, μπροστά στη χρεοκοπία του νεοφιλελευθερισμού, χρειάζεται να περιγραφεί ένας άλλος, ανταγωνιστικός δρόμος, με επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες, τους εργαζόμενους, το δημόσιο χώρο και τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες. Ένα πρόγραμμα, όπως αυτό που επεξεργάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αντινεοφιλελεύθερο, αριστερό και όχι κεντροαριστερό, για μια ριζική κοινωνική και πολιτική ανατροπή. Είναι κι αυτό απολύτως αναγκαίο για να δυναμώσει μέσα στο λαό η πεποίθηση ότι το δικομματικό καρτέλ μπορεί και πρέπει να γίνει παρελθόν.
Xρίστος Kαραμάνος