Συνέντευξη με τον Δημήτρη Αποστολάκη από τους Χαΐνηδες
Οι Χαΐνηδες, ένα από τα σημαντικότερα και συνεπέστερα συγκροτήματα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής, ανέλαβαν να κλείσουν το Resistance Festival 2009 με ένα πραγματικό πανηγύρι – που, όπως και η μουσική τους, αντλεί από την κρητική μουσική παράδοση, αλλά όχι μόνο από αυτήν, και κυρίως, μη αντιμετωπίζοντάς την ως μουσειακό είδος. Λίγο πριν από τη συναυλία, ο λυράρης των Χαΐνηδων, ο Δημήτρης Αποστολάκης, μας μίλησε για τη σχέση του συγκροτήματος με την παράδοση, για το ρόλο της πολιτικής στη δουλειά τους αλλά και για το πώς αντιλαμβάνονται τη σημερινή κατάσταση της χώρας.
Ξεκινήσατε ξαναδιαβάζοντας την παραδοσιακή κρητική μουσική, επεκταθήκατε όμως και πέρα απ’ αυτήν. Και αυτό το παραδοσιακό στοιχείο το συνδυάσατε με ένα πολύ έντονο πολιτικό στοιχείο. Πώς ενώνονται όλα αυτά;
Όλοι στηρίζονται σε παραδόσεις. Το στοιχείο της παράδοσης στη μουσική μας δεν βγαίνει επιτηδευμένα. Δεν υπάρχει Ιταλός ή οποιασδήποτε χώρας σκηνοθέτης που να μην στηριχτεί στον ιταλικό νεορεαλισμό. Ο ιταλικός νεορεαλισμός είναι μια παράδοση. Η γαλλική νουβέλ βαγκ το ίδιο. Το σοβιετικό μοντάζ του Αϊζενστάιν είναι μια παράδοση. Το μοντάζ του Γκρίφιθ, επίσης. Η παράδοση είναι ένα σύνολο γνώσεων που εμείς καλούμαστε να διαχειριστούμε ανασυνθέτοντας την ιστορία και προφητεύοντας το μέλλον.
Οι Χαΐνηδες είναι ένα συγκρότημα που τολμά να κάνει και πολιτικούς δίσκους και πολιτικά τραγούδια, όχι επειδή σκέφτεται μηχανιστικά, αλλά γιατί έτσι του βγαίνουνε από τη ζωή του, την πορεία και την εξέλιξή του. Τα θέματα του πώς θεσμίζεις το κοινωνικό σύνολο, πού ζεις, πώς ζεις και τι ανάγκες έχεις είναι βασικά για τα μέλη του συγκροτήματος, μας απασχολούν κάθε μέρα. Ούτως ή άλλως δεν διαχωρίζουμε τον εαυτό μας σε πολιτικό, ερωτικό ή οτιδήποτε άλλο. Άλλωστε ο κατακερματισμός και η τομή είναι κάποιες τεχνικές των ρασιοναλιστικών πολιτισμών που είναι απολύτως χρήσιμες, αλλά δεν είναι οι μόνες. Σε μια πολιτισμική επικοινωνία ενός καινούριου πλανητικού ανθρώπου, χρειαζόμαστε την επικοινωνία πολλών πολιτισμικών μοντέλων. Και του δυτικού πολιτιστικού μοντέλου που κατατέμνει, αλλά και του ανατολικού που είναι πιο ολιστικό. Εξαρτάται λοιπόν από την ιδέα του χωροχρόνου που έχουμε στο συνειδητό μας σαν αξιακή κατάσταση. Οι χώροι και οι χρόνοι ορίζονται από εμάς, εμείς ως νέοι άνθρωποι μπορούμε μ’ ένα παράτολμο χορό να τους επανορίσουμε. Μπορούμε δηλαδή να ξεφύγουμε από τη συνήθεια, από τη σύμβαση, απλώς εκδηλώνοντας την όρεξή μας, την τάση μας για εξερεύνηση, την αγάπη μας για παιχνίδι, και την ανάγκη μας για έκφραση.
Η πολιτική είναι χαρά. Το να σμίξουμε κάποιοι άνθρωποι και να πούμε πώς θέλουμε να είναι η παιδεία μας, η χωροταξία μας, πώς θέλουμε να είναι η έκφραση του συστήματός μας είναι ένα μύχιο και αιώνιο παιχνίδι που μόνο χαρά μπορεί να μας φέρει. Το μόνο που δεν μπορεί να μας φέρει χαρά είναι να ακολουθήσουμε παλαιότερα πρότυπα, τα οποία πιστεύω είναι κοστούμια που δεν μας κάνουνε. Τα καλύτερα κοστούμια του παρελθόντος δεν μας κάνουνε, ή μας στενεύουνε ή μας πέφτουνε φαρδιά. Το μόνο κοστούμι που μας κάνει είναι αυτό που μπορούμε να φτιάξουμε όλοι μαζί στο τώρα μας. Και το μόνο κοστούμι που μπορούμε να φτιάξουμε είναι αυτό που είμαστε έτοιμοι να το διορθώσουμε την επόμενη στιγμή, όποτε δούμε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Θεωρώ σημαντικότερη από την ύπαρξη του πλαισίου την αναθεώρησή του. Δηλαδή θεωρώ σημαντικότερη την εξέλιξη από την κατάσταση. Και, αν και τη δική μας μουσική εξέλιξη δεν μπορούμε να την ξέρουμε, ξέρουμε ότι σημαντικότερη από την παρουσίαση της μουσικής μας ή του εαυτού μας είναι η μαθητεία μας. Αυτό είναι το πρωταρχικό μας καθήκον.
Ήσασταν από τα συγκροτήματα που είχαν πάρει θέση το Δεκέμβρη – όπως παίρνετε πάντα θέση σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Στη συναυλία για τον Αλέξανδρο στα Προπύλαια, έλεγες ότι ο κόσμος θα πάρει το μήνυμα των καιρών “αρκεί να μην καταπραΰνουμε τα νεύρα μας”. Τώρα που έχει περάσει κάποιος καιρός, πώς βλέπεις την κατάσταση;
Η ανάγκη για ριζική αναπλαισίωση του κόσμου, δηλαδή ριζική αναπλαισίωση της πολιτικής και κοινωνικής σύμβασης, είναι επιτακτική. Οι αστικές δημοκρατίες έχουν αποτύχει παταγωδώς. Η αστική δημοκρατία είναι ο τρόπος που κατάλαβαν οι Δυτικοευρωπαίοι στην Αναγέννηση, μέσα από τα αραβικά συγγράμματα, μέσα από τις μεταφράσεις των αρχαίων Ελλήνων, την άμεση δημοκρατία που εφαρμόστηκε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με την αρχική αιτία, γιατί ακριβώς υπάρχει μια εκτεταμένης μορφής ετερονομία. Ο πολίτης είναι υποβαθμισμένος σε καταναλωτή και συνεπώς αυτό που λέμε δημοκρατία είναι τυραννία.
Ο άνθρωπος καταστρέφει το κομμάτι του περιβάλλοντος το οποίο τον ζει, το οποίο τον τρέφει. Είναι μια πράξη ενστικτώδικη, η ανθρώπινη κοινότητα στρέφεται εναντίον του εαυτού της. Και οι άνθρωποι στρέφονται εναντίον του εαυτού τους όταν ακριβώς δεν βρίσκουνε το κέντρο τους. Πιστεύω λοιπόν ότι η πλανητική κοινότητα δεν έχει βρει το κέντρο της, ότι ουσιαστικά είναι ανώριμη αφού έχει κάνει έναν πόλεμο πριν από 50 χρόνια, τον καταστροφικότερο στην ιστορία, και εάν δεν κινηθούμε προς καταστάσεις αυτοθέσμισης, αυτοοργάνωσης και αυτονομίας, τότε θα αναγκαστούμε μέσα από μια γενικευμένη περιβαλλοντική καταστροφή ή μέσα από μια χαοτική κατάσταση που θα προξενήσει η αλόγιστη και αμοραλιστική διαχείριση του κόσμου σε αυτό.
Πιστεύω ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, ότι ακόμα και η παρορμητική αντίδραση των παιδιών του Δεκέμβρη είναι κάτι υπαρκτό, ουσιαστικό, και θα συντροφεύει γενιές και γενιές στην ιστορία αυτού του τόπου. Και η βία που γεννήθηκε τότε ήταν απόρροια μιας εσωτερικευμένης βίας γενεών. Δεν είναι τυχαίο ότι περπατάς στην Αθήνα και πασχίζεις να δεις ένα κομμάτι ουρανό. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα σε παιδική παχυσαρκία. Η πρώτη χώρα σε κατά κεφαλήν κατανάλωση ουίσκι, και η πρώτη χώρα σε μέσο όρο τηλεθέασης στην Ευρώπη. Είμαστε μια χώρα ρατσιστική, χωρίς πολιτιστική ταυτότητα. Οι δομές δεν παράγουν αυτάρκεις και δυνατές ατομικές συνειδήσεις – οπότε πιστεύω ότι η κοινωνική θέσμιση θέλει ουσιαστική και εκ βάθρων αναθεώρηση. Η ιδέα του κοινοτισμού είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.
Η ανθρώπινη ζωή είναι σύμφυτη με τη συλλογικότητα, η οποία καταστρέφεται, φτάνει στη στείρα μοναξιά – που παραδόξως είναι σύμφυτη με την απόλυτη ομοιογενοποίηση, την επιβολή κοινού, καταναλωτικού τρόπου ζωής, και μιας τηλεοπτικής, πλαστικής γλώσσας. Το μόνο που εμπιστεύομαι είναι το βαθύ, κραυγαλέο και μύχιο ένστικτο του ανθρώπου για ζωή και έρωτα, που ξεπερνά οποιοδήποτε ντετερμινισμό και οποιαδήποτε πάγια δόμηση αυτού του κόσμου.
Επιμέλεια: Μαρία Ξυλούρη