Λίγα λόγια για το κείμενο του Τσε «Δύο, τρία… πολυάριθμα Βιετνάμ»
του Ρούντι Ρινάλντι
Η «εξαφάνιση» του Τσε Γκεβάρα, που ακολούθησε την αποχώρησή του από τις κυβερνητικές θέσεις στην Κούβα, προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε όλους τους αντιδραστικούς. Ο εντοπισμός του στην Αφρική και η συμμετοχή του στο αντάρτικο του Κογκό, τα συνεχή ταξίδια του, ο λόγος του στο Αλγέρι, όλα προμήνυαν ότι κάτι ετοιμάζει, ότι κάπου είναι χωμένος και ανακατεμένος και μπορεί να μετατραπεί σε μεγάλο πονοκέφαλο. Η προσπάθεια εντοπισμού του και η εξόντωσή του έγινε βασικό μέλημα των αμερικάνικων υπηρεσιών και των ανδρεικέλων τους σε διάφορες χώρες και, για το σκοπό αυτόν, στήθηκαν δίκτυα, έρευσε άφθονο χρήμα, χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα. Όταν λοιπόν δημοσιεύεται στο περιοδικό «Τρικοντινεντάλ» («Τριηπειρωτική», για τις εξελίξεις σε Αμερική, Αφρική, Ασία), τον Απρίλη του 1967, το κείμενο αυτό με τον τίτλο «δύο τρία πολυάριθμα Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημα», είναι δρομολογημένο το κυνηγητό του Τσε, αλλά ο φόβος δεν είναι διόλου μικρός, αντίθετα μεγαλώνει.
Ποια είναι η άποψη του Τσε, όπως εκτίθεται στο κείμενο αυτό:
«Επειδή οι ιμπεριαλιστές, με την απειλή του πολέμου, ασκούν έναν εκβιασμό πάνω σ΄ όλη την ανθρωπότητα, η σωστή απάντηση είναι να μη φοβόμαστε τον πόλεμο. Η γενική τακτική των λαών πρέπει να είναι να επιτίθενται σκληρά και αδιάκοπα σε κάθε σημείο όπου παρουσιάζεται η σύγκρουση».
«Το κυριότερο πεδίο εκμετάλλευσης του ιμπεριαλισμού αγκαλιάζει τις τρεις καθυστερημένες ηπείρους: την Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Η κάθε χώρα έχει τις ιδιομορφίες της, μα και η κάθε ήπειρος στο σύνολό της τις δικές της».
Ο Τσε καθορίζει σαν κεντρικό στόχο την «καταστροφή του ιμπεριαλισμού με την εξουδετέρωση του πιο ισχυρού του προπυργίου, που είναι η ιμπεριαλιστική κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Πρέπει να υιοθετήσουμε σαν ταχτικό στόχο τη σταδιακή απελευθέρωση των λαών, του καθενός ξεχωριστά ή κατά ομάδες, υποχρεώνοντας τον εχθρό να διεξάγει ένα δύσκολο πόλεμο σε εδάφη που δεν είναι τα δικά του και εκμηδενίζοντας τις βάσεις του ανεφοδιασμού του, που είναι οι εξαρτημένες χώρες».
Το Βιετνάμ, αλλά και άλλα κινήματα είναι τραγικά μόνα τους και χρειάζονται την έμπρακτη αλληλεγγύη. Ο Τσε τοποθετείται αρνητικά σχετικά με τη διαπάλη που έχει ξεσπάσει στο κομμουνιστικό κίνημα, μοιάζει να κριτικάρει τη στάση και των δυο πλευρών, δεν παίρνει μια καθαρή θέση. Είναι φανερό πως βρίσκεται σε αντίθεση με τους Σοβιετικούς, που τα χρόνια αυτά προσπαθούν μέσω της «αμερικανοσοβιετικής» προσέγγισης να βάλουν τέλος στις «εστίες» αντίστασης των λαών και κηρύττουν την «ειρηνική συνύπαρξη» και αποδέχονται τον εκβιασμό που κάνουν οι ιμπεριαλιστές σχετικά με την εξαπόλυση ενός μεγάλου πολέμου. Φαίνεται πως δεν έχουν καρποφορήσει ούτε οι συνομιλίες του με τους Κινέζους ιθύνοντες, που έχουν άλλες προτεραιότητες και άλλα ζητήματα να επιλύσουν στο εσωτερικό τους.
«Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είναι ένοχος εισβολής. Τα εγκλήματά του είναι τεράστια και επεκτείνονται σ΄ όλο τον κόσμο. Αυτό το ξέρουμε, κύριοι. Μα είναι ένοχοι εξίσου κι εκείνοι που στην αποφασιστική στιγμή δίστασαν να κάνουν το Βιετνάμ ένα απαραβίαστο μέρος του σοσιαλιστικού χώρου. Θα διέτρεχαν πράγματι τον κίνδυνο ενός πολέμου σε παγκόσμια κλίμακα, μα θα υποχρέωναν επίσης τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές να αποφασίσουν. Είναι ένοχοι εκείνοι που συνεχίζουν έναν πόλεμο με βρισιές και τρικλοποδιές, που τον άρχισαν από καιρό οι αντιπρόσωποι των δυο πιο μεγάλων δυνάμεων του σοσιαλιστικού στρατοπέδου».
Ήδη στο λόγο στο Αλγέρι (1965), ο Τσε έχει μιλήσει ανοιχτά για τη στάση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου απέναντι στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Σ’ ένα σημείο του κειμένου που δημοσιεύουμε ο Τσε γράφει: «Η σημερινή στιγμή μπορεί να είναι ή να μην είναι η κατάλληλη για να εξαπολύσουμε τον αγώνα, μα δεν πρέπει να τρέφουμε καμία ψευδαίσθηση –ούτε κι έχουμε το δικαίωμα– ότι θα κατακτήσουμε την ελευθέρια μας δίχως να πολεμήσουμε». Σαφώς απαντάει σε κάποιες κριτικές που γίνονται, σε κάποιες εκκλήσεις για «συγκράτηση».
Όμως ο Τσε βλέπει πιο καθαρά από άλλους εκείνη την περίοδο: «Πόσο πιο κοντινό και πιο φωτεινό θα βλέπαμε το μέλλον, αν άνθιζαν δυο, τρία, πολυάριθμα Βιετνάμ στην επιφάνεια της γης, με το μερίδιό τους από νεκρούς και απέραντες τραγωδίες, με τον καθημερινό ηρωισμό τους, με τα επανειλημμένα τους πλήγματα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και με την υποχρέωση γι΄ αυτόν να διασκορπίζει τις δυνάμεις του, κάτω από τις επιθέσεις του μίσους των λαών του κόσμου, που μεγαλώνει όλο και πιο πολύ!» Και θέτει ένα ζήτημα που μοιάζει με το ζήτημα της «ενότητας της αριστεράς»: «Και αν ήμασταν όλοι ικανοί να ενωθούμε, για να καταφέρουμε πιο δυνατά και πιο σίγουρα χτυπήματα, για να γίνει πιο αποτελεσματική σ΄ όλες τις μορφές η βοήθεια στους λαούς που μάχονται, ποσό μεγάλο και κοντινό θα ήταν το μέλλον!»
Με μια έννοια, υπάρχουν πολλές αναλογίες ανάμεσα στον Άρη Βελουχιώτη και στον Τσε Γκεβάρα, αν και έδρασαν σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Δεν εκφράσανε με την άποψη και τη στάση τους «απελπισμένα διαβήματα», αντίθετα ήταν πολύ κοντά στις επιθυμίες, τις διαθέσεις, τις δυνατότητες για μια διαφορετική πορεία των λαών και του κόσμου ολόκληρου. Η «μοναξιά» τους στα τελευταία βήματά τους επιβραβεύτηκε με μια γενικευμένη αναγνώριση της ορθότητας βασικών τους εκτιμήσεων όχι από τα κομματικά όργανα αλλά από τους λαούς και τους λαϊκούς αγωνιστές, και πέρασαν στο χώρο του συμβόλου για τις επερχόμενες γενιές επαναστατών.