Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΜΑΣ ΜΑΡΞ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ “ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ”, του Ίστβαν Μεσζάρος

7 - ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ, τ.213, 23/2/2007

Ο σύγχρονός μας Μαρξ και η αντίληψή του για  την «Παγκοσμιοποίηση»

Ίστβαν Μεσζάρος

«Η ιστορική αποστολή της αστικής κοινωνίας είναι να δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά, τουλάχιστον στις μεγάλες της γραμμές, καθώς και μια παραγωγή που να προσδιορίζεται από την παγκόσμια αγορά. Καθώς ο κόσμος είναι στρογγυλός, αυτή η αποστολή φαίνεται να έχει τερματιστεί με την αποικιοποίηση της Καλιφόρνιας και της Αυστραλίας και το άνοιγμα της Ιαπωνίας και της Κίνας. Ιδού το δύσκολο ζήτημα για μας: η επανάσταση στην Ευρώπη είναι επικείμενη και θα πάρει αμέσως σοσιαλιστικό χαρακτήρα. Δεν θα καταπνιγεί αναγκαστικά, σε αυτή την μικρή γωνιά του κόσμου, αφού σε ένα πεδίο πολύ πιο μεγάλο το κίνημα της αστικής κοινωνίας είναι ακόμα ανερχόμενο;» (Μαρξ, γράμμα στον Ένγκελς, 8/10/1858, εκδόσεις Μπάυρον)

1.  Από την «παραγωγική καταστροφή» στην καταστροφική παραγωγή

Η αυξανόμενη καταστροφική δύναμη του κεφάλαιου,της οποίας ζούμε με ποικίλους τρόπους τις επιπτώσεις  –από την εγκληματική σπατάλη των πρώτων υλών και του ανθρώπινου δυναμικού, στην ανελέητη κακομεταχείριση δισεκατομμυρίων συνανθρώπων μας του «αναπτυσσόμενου» κόσμου, από τον βιασμό της φύσης παρόλη τη ρητορική περί οικολογίας, από τις στρατιωτικές περιπέτειες της νέας δυνητικά μοιραίας φάσης του παγκόσμιου ηγεμονικού ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ– μας θέτει το καθήκον να οικοδομήσουμε μια θετική εναλλακτική προοπτική απέναντι στον οργανικό κοινωνικό έλεγχο που κυριαρχεί.

Πρώτος ο Μαρξ στα 1845, στο έργο του για τη Γερμανική Ιδεολογία διατύπωσε την άποψη για την εναλλακτική λύση στο υπάρχον σύστημα με τρόπο ξεκάθαρο, που χρησιμοποίησε αργότερα με δραματικό τρόπο η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο έργο της Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.

Έγραψε πως:

Με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έρχεται ένα στάδιο όπου οι παραγωγικές δυνάμεις και τα μέσα επικοινωνίας έρχονται σε κατάσταση, που κάτω από τις υπάρχουσες σχέσεις, φέρνουν μονάχα κακό, και δεν είναι πια παραγωγικές αλλά καταστροφικές δυνάμεις. […] Αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις πήραν κάτω από το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας μια μονόπλευρη μονάχα ανάπτυξη κι έγιναν στην πλειοψηφία τους καταστρεπτικές δυνάμεις. […] Έτσι τα πράγματα έχουν φτάσει τώρα σε εκείνο το σημείο, ώστε τα άτομα πρέπει να ιδιοποιηθούν την υπάρχουσα ολότητα των παραγωγικών δυνάμεων, όχι μόνο για να πετύχουν την αυτόνομη δραστηριότητα, αλλά επίσης για να εξασφαλίσουν απλώς την ίδια τους την ύπαρξη. (Μαρξ – Ένγκελς, Γερμανική Ιδεολογία, σελ. 85, 111, 126, εκδόσεις Gutenberg)

Συγκρινόμενες με την εποχή που γράφτηκαν τα λόγια αυτά, οι παραγωγικές δυνάμεις του κεφάλαιου, που αναπτύχθηκαν ακριβώς με τον μονόπλευρο τρόπο που εντόπισε ο Μαρξ, είναι πολύ πιο απειλητικές από άλλοτε.

Όμως αυτό που ιδεολογικά κυριαρχεί σήμερα είναι η εξιδανίκευση αυτού του τύπου ανάπτυξης, ακόμη και από άτομα σχετικά επικριτικά προς το σύστημα σαν τον Σουμπέτερ που αναφερόταν στη «δημιουργική καταστροφή» του κεφάλαιου. Στην πραγματικότητα δεν έχουμε μια «παραγωγική καταστροφή», αντίθετα, παρατηρούμε στην πράξη μια αυξανόμενη τάση προς την «καταστροφική παραγωγή».

Κατά συνέπεια, τώρα που φτάσαμε στη «στιγμή της αλήθειας»  δεν μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστικές αλλαγές χωρίς να ασχοληθούμε με τις βασικές έννοιες του συστήματος κοινωνικής αναπαραγωγής στο σύνολό του, όπως εννοούσε ο Μαρξ, για να βρούμε πειστικές απαντήσεις σχετικά με τη δομική κρίση του κεφάλαιου σε ολόκληρο τον κόσμο και όχι μόνο σε αυτή ή την άλλη ξεχωριστή «γωνίτσα» του «αναπτυσσόμενου ή αναπτυγμένου καπιταλισμού».

Οι βασικές παράμετροι του αναπαραγωγικού συστήματος του «παγκοσμιοποιητικού» καπιταλισμού είχαν προσδιοριστεί –εδώ και 145 χρόνια!– από τον Μαρξ ως εξής:

Η τάση να δημιουργεί την παγκόσμια αγορά βρίσκεται άμεσα στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται σαν φραγμός που πρέπει να ξεπεραστεί. Πρώτα-πρώτα, προσπαθεί να υποτάξει κάθε συνθετικό στοιχείο της ίδιας της παραγωγής στην ανταλλαγή και να καταργήσει την παραγωγή άμεσων αξιών χρήσης που δεν εντάσσονται στην ανταλλαγή […] Το κεφάλαιο τοποθετεί κάθε τέτοιο όριο σαν φραγμό και άρα το ξεπερνά ιδεατά. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει πως το ξεπέρασε και πραγματικά κι επειδή κάθε τέτοιος φραγμός βρίσκεται σε αντίφαση  προς τον προσδιορισμό του κεφαλαίου, γι’ αυτό η παραγωγή κινείται μέσα σε αντιφάσεις που αδιάκοπα ξεπερνιούνται αλλά και που τοποθετούνται εξίσου αδιάκοπα. Πάρα πέρα. Η καθολικότητα που το κεφάλαιο ακατάσχετα επιδιώκει βρίσκει φραγμούς στην ίδια του τη φύση, φραγμούς που σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής του θα αποκαλύψουν το ίδιο το κεφάλαιο σαν το πιο μεγάλο φραγμό σ’ αυτήν την τάση, και άρα οδηγούν στην άρση του από αυτό το ίδιο. (Grundrisse, σελ. 307 και 309, εκδόσεις Στοχαστής)

Οι επίμονες προσπάθειες του κεφάλαιου για να υποτάξει απολύτως τα πάντα στις επιταγές που καθορίζονται «από τη φύση του» πρέπει υποχρεωτικά να εφαρμοστούν και να επιβληθούν, ακόμη κι αν τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά από όλες τις απόψεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Ακόμη κι αν αυτή η πορεία θέτει σε κίνδυνο την επιβίωση όχι μόνο της ανθρωπότητας αλλά ταυτόχρονα και του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος.

Το κεφάλαιο δεν μπορεί παρά να είναι σύμφυτο με την έννοια του άμεσου είτε μιλώντας για το χώρο (το πλαίσιο δράσης του δεν είναι ποτέ πραγματικά περιχαρακωμένο και με την έννοια αυτή ούτε δυνατόν να σχεδιοποιηθεί) και το χρόνο (δηλαδή όσον αφορά τις μακροχρόνιες συνέπειες των διάφορων επιλεγόμενων δραστηριοτήτων).

‘Ετσι, δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από κανένα πλαίσιο αξιών – πέρα από την τυφλή επικράτηση που ευθέως αντιστοιχεί στη φύση του, όπως για παράδειγμα η αυτοεπέκταση με κάθε κόστος.

Διότι η σύσταση ενός οποιουδήποτε συνεπούς συστήματος αξιών απαιτεί αναγκαστικά έναν προσανατολισμό μέσα σε σαφώς οριζόμενες χωροχρονικές σχέσεις: τόσο ιστορικά ειδικές, όσο, και ταυτόχρονα, με διαλεκτική κατανόηση όλων των σχετικών παραγόντων.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το κεφάλαιο δεν μπορεί να αντιληφθεί ούτε τη μέγιστη καταστροφή που συνεπάγεται ο τρόπος του να ξεπερνάει σύνορα και εμπόδια.

Και όσοι συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν μονότονα πως «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» αγνοούν πως έτσι αποδέχονται, συνειδητά ή μη, την αυτοκτονία της ανθρωπότητας που αντιστοιχεί στους καθορισμούς που επιβάλλει το κεφάλαιο.

Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να υπογραμμιστεί, όταν μιλάμε για την αναγκαιότητα να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα μιας ρεαλιστικής εναλλακτικής προοπτικής στο σύστημα του κεφάλαιου στο σύνολό του, είναι ότι αυτή αποτελεί μια αλλαγή κοσμοϊστορική, μια αλλαγή ασύγκριτα πιο μεγάλη από την μετάβαση από το φεουδαρχικό σύστημα στο καπιταλιστικό σύστημα. Και αυτό επειδή η συνέχεια της ιεραρχικής κυριάρχησης στην οικονομική και κοινωνική εκμετάλλευση που προϋπήρχε, διατηρήθηκε στο καπιταλιστικό σύστημα, αν και με διαφορετική μορφή και σε συμβατότητα με τη φύση του κεφάλαιου.

Σε ριζική αντίθεση, το μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι χωρίς την υλοποίηση της επιταγής μιας ουσιαστικής ισότητας –πέρα από κάθε τύπο ιεραρχιών κυριαρχίας και υποταγής– το σύστημα του κεφάλαιου δεν θα μπορέσει να ανατραπεί αλλά θα συνεχίσει το καταστροφικό του έργο.

Οι ιστορικές αλλαγές της εποχής μας αναδεικνύουν τόσο το μέγεθος των εμποδίων που πρέπει να ξεπεραστούν –γιατί ειδικά σήμερα δεν είναι δυνατόν να ακολουθούμε τις αυταπάτες μιας ριζικής αλλαγής της κοινωνίας μέσα από μικρές αλλαγές, άποψη που έχουν εγκαταλείψει ακόμη και οι ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες που παλιά πίστευαν σε αυτές– όσο και τις νέες δυνατότητες που απορρέουν από τη δομική κρίση του κεφάλαιου, όπως εκδηλώνεται στις τελευταίες δεκαετίες.

Βέβαια αυτή η δομική κρίση του συστήματος στο σύνολό του, ποιοτικά διαφοροποιημένη από τις κυκλικές και συγκυριακές κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας στο παρελθόν, επιδεινώνει την κατάσταση με διάφορους τρόπους και ωθεί το κεφάλαιο να υιοθετήσει πιο επιθετικές και πρόδηλα τυχοδιωκτικές στρατηγικές, όπως συμβαίνει με τον μιλιταρισμό, όλο και πιο προφανή έκφραση της παγκόσμιας ηγεμονικής εξουσίας του σύγχρονου ιμπεριαλισμού.

Ωστόσο αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η δομική κρίση εμπεριέχει, για πρώτη φορά στην ιστορία, τη δυνατότητα υλοποίησης του ιστορικού καθήκοντος για εγκαθίδρυση ενός συστήματος οργανικού κοινωνικού ελέγχου ριζικά διαφορετικού, με την οικονομία του προσανατολισμένη προς την αξία χρήσης που η ίδια η φύση του κεφάλαιου αναγκαστικά αρνείται.

Ο Μαρξ δεν πρόλαβε την έκρηξη του ιμπεριαλισμού στον μιλιταρισμό των δύο παγκοσμίων πολέμων, ούτε και την πιο πρόσφατη φάση του παγκόσμιου ηγεμονικού ιμπεριαλισμού, που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία ενός ισχυρού εθνικού κράτους που επιχειρεί να αυτοκηρυχθεί σαν το υπέρτατο κράτος του συστήματος του κεφάλαιου, επιβαλλόμενο με όλους τους δυνατούς τρόπους, ακόμη και με την ακραία στρατιωτική βία, πάνω στα άλλα εθνικά κράτη.

Ο Μαρξ έζησε μόνο συγκυριακές κρίσεις του καπιταλισμού της εποχής του, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να δει τις εκδηλώσεις της γενικευμένης δομικής κρίσης του συστήματος του κεφάλαιου.

Αυτό το είδος της κρίσης (δομική) δεν μπορούσε να νοηθεί στη «γωνίτσα του κόσμου», που ανέφερε ο Μαρξ στο γράμμα του στον Ένγκελς. Αντίθετα, για μας αυτοί οι δύο στενά συνδεδεμένοι παράγοντες –από τη μια η νέα φάση, δυνητικά μοιραία, του παγκόσμιου ηγεμονικού ιμπεριαλισμού, που επιβάλλεται από ένα εθνικό κράτος: η μόνη υπερδύναμη σήμερα (αλλά όχι για πάντα χωρίς τον ισχυρό της ανταγωνιστή) και από την άλλη η βαρύτατη εσωτερική δομική κρίση του συστήματος– είναι και παραμένουν κρίσιμοι για το μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας.

Είναι απαραίτητο να τους έχουμε κατά νου για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε αξιόπιστες στρατηγικές αντάξιες ενός πραγματικού σοσιαλιστικού κινήματος της εποχής μας μετά τις πικρές εμπειρίες του παρελθόντος.

2. Aπό τις συγκυριακές/κυκλικές κρίσεις στη δομική κρίση

Για να κατανοήσουμε τη σημασία της δομικής κρίσης σε αντίθεση με τις συγκυριακές κρίσεις του συστήματος στο παρελθόν, πρέπει να θυμηθούμε τις τάσεις αλλαγής που χαρακτήρισαν το κεφάλαιο κατά τον 20ό αιώνα, τάσεις που εμφανίστηκαν με τη μορφή όλο και σοβαρότερων συμπτωμάτων ειδικά κατά τις τελευταίες 3 ή 4 δεκαετίες.

Η υβριδοποίηση του «κλασικού» καπιταλισμού του 19ου αιώνα που παρατηρήθηκε κατά τον 20ό αιώνα, με την όλο και εντεινόμενη παρέμβαση του κράτους για να υποστηρίξει την οικονομία, σαν διορθωτικός παράγοντας (μέχρι ενός σημείου σχετικά αποτελεσματικός) στην άναρχη πορεία της αγοράς, είναι το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων. Παραμένει όμως το γεγονός πως η υβριδοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος δεν κατορθώνει να γεφυρώσει σταθερά τις αντιθέσεις που πασχίζει να ξεπεράσει, παρά μονάχα τα αποτελέσματά τους και αυτό με τρόπο πρόσκαιρο και μερικό.

Στην πορεία της πραγματικής ιστορικής ανάπτυξης, τρεις βασικές διαστάσεις του καπιταλιστικού συστήματος –παραγωγή, κατανάλωση, και κυκλοφορία /πραγματοποίηση– ενισχύονται και αναπτύσσονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίνοντας και τα αναγκαία εσωτερικά κίνητρα για τη δυναμική τους αναπαραγωγή σε όλο και πιο διευρυμένη κλίμακα. Αρχικά λοιπόν, τα άμεσα όρια της καθεμιάς από τις διαστάσεις αυτές ξεπερνιούνται με επιτυχία, χάρη στην αμοιβαία αλληλεπίδραση με τις υπόλοιπες. (Για παράδειγμα, το άμεσο εμπόδιο για την παραγωγή ξεπερνιέται για ορισμένο χρονικό διάστημα με την επέκταση της κατανάλωσης, και αντίστροφα).

Έτσι τα άμεσα όρια των βασικών διαστάσεων του κεφάλαιου που αναφέρονται στις Grundrisse μοιάζουν σαν απλά εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν.

Την ίδια στιγμή οι άμεσες αντιθέσεις του συνόλου όχι μόνο μετατίθενται, αλλά χρησιμοποιούνται ευθέως σαν μοχλοί για την ανάπτυξη της φαινομενικά απεριόριστης αυτο-προωθητικής ισχύος του κεφάλαιου.

Δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για δομική κρίση, όσο αυτός ο ζωτικός μηχανισμός αυτοεπέκτασης συνεχίζει να λειτουργεί (που είναι ταυτόχρονα και μηχανισμός εσωτερικού ξεπεράσματος ή μετάθεσης των αντιθέσεων με μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια).

Την ίδια στιγμή μπορεί να παρατηρηθούν κρίσεις με ποικίλη διάρκεια, συχνότητα και ένταση που χτυπούν άμεσα μία από τις τρεις πλευρές, και έμμεσα, μέχρις ότου δεν ξεπεραστούν τα εμπόδια, το σύστημα στο σύνολό του, χωρίς ωστόσο να θέτει σε αμφισβήτηση τα οριστικά όρια της γενικής δομής.

H δομική κρίση του κεφάλαιου, τα αποτελέσματα της οποίας ζούμε πάνω από τρεις δεκαετίες, δεν αναφέρεται σε καμιά ξεχωριστή διάσταση.

Αυτή σημαίνει καθαρά πως η τριπλή εσωτερική διάσταση της αυτο-ανάπτυξης του κεφάλαιου σημειώνει διαρκώς όλο και μεγαλύτερες «δυσλειτουργίες» που όχι μόνο τείνουν να απορρυθμίσουν τη φυσιολογική πορεία ανάπτυξης, αλλά προοιωνίζεται επίσης την αποτυχία μετατόπισης των συσσωρευμένων αντιθέσεων που είναι ζωτική λειτουργία.

Ήδη από την αρχή αυτές οι τρεις διαστάσεις αποτελούσαν μια αντιθετική ενότητα  γεμάτη προβλήματα, αφού καθεμία από αυτές έπρεπε να υποτάξει τις άλλες για να λειτουργήσει κανονικά η συνολική δομή. Όσο η διευρυμένη αναπαραγωγή της καθεμίας μπορούσε να συνεχίζεται ανενόχλητα, όχι μόνο καθεμία από τις αντιθετικές εσωτερικές διαστάσεις μπορούσε να ενισχυθεί ξεχωριστά, αλλά μπορούσαν να λειτουργούν και οι τρεις μαζί με μια «μουσική» αρμονία.

Όμως η κατάσταση αλλάζει ριζικά όταν η διευθέτηση κάθε διάστασης δεν συμπίπτει πια με τη διευθέτηση των άλλων, ούτε καν σε τελευταία ανάλυση. Από τη στιγμή αυτή και μετά οι ανωμαλίες και οι δυσλειτουργίες, αντί να απορροφηθούν, να διαλυθούν, να εξαφανιστούν, τείνουν να γίνονται συσσωρευτικές άρα δομικές μπλοκάροντας επικίνδυνα το σύνθετο μηχανισμό της μετάθεσης των αντιθέσεων.

Τότε βρισκόμαστε μπροστά όχι σε μια απλή «δυσλειτουργία» αλλά σε μια δυνητικά εκρηκτική κατάσταση.

Ο συνηθισμένος τρόπος του κεφάλαιου να αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις είναι να τις οξύνει, να τις μεταφέρει σε άλλο επίπεδο, να τις συμπιέζει όσο είναι δυνατόν, και όταν δεν μπορεί άλλο, να τις εξάγει σε άλλη σφαίρα ή άλλη χώρα, χρησιμοποιώντας ακόμη και τα πιο άγρια στρατιωτικά μέσα για το σκοπό αυτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το προοδευτικό μπλοκάρισμα της μεταφοράς και της εξαγωγής των εσωτερικών αντιθέσεων του κεφάλαιου είναι τόσο επικίνδυνο, και στην εποχή μας δυνητικά εκρηκτικό με τη χρήση της ατομικής ενέργειας.

Επόμενο είναι πως αυτή η δομική κρίση δεν περιορίζεται στο χώρο της οικονομίας. Με δεδομένα τα αδιαμφισβήτητα χαρακτηριστικά του «μαγικού κύκλου» του κεφάλαιου (δηλαδή η κυκλικότητα της αυτο-εξαπλούμενης αναπαραγωγής του), η βαθιά κρίση της αστικής κοινωνίας αντανακλάται έντονα σε όλο το φάσμα των πολιτικών θεσμών. Πράγματι, οι όλο και πιο επισφαλείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες έχουν ανάγκη όλο και πιο καινούριες και ισχυρές «πολιτικές εγγυήσεις» που το καπιταλιστικό κράτος όπως είναι σήμερα δεν είναι σε θέση να παρέχει.

Ο επονείδιστος θάνατος του «Κράτους Πρόνοιας» αντιπροσωπεύει την ανοιχτή παραδοχή του γεγονότος ότι είναι η δομική κρίση όλων των πολιτικών θεσμών που επωαζόταν κάτω από το κίβδηλο επιχείρημα της «συναινετικής πολιτικής» για πάνω από 15 χρόνια πριν το 1970: χρονιά που μπορούμε προσεγγιστικά να πούμε πως άρχισε η δομική κρίση.

Εδώ πρέπει μόνο να υπογραμμίσουμε πως οι αντιθέσεις αυτές καθόλου δεν διαλύονται μέσα στην κρίση των πολιτικών θεσμών, αλλά εξαπλώνονται σε όλη την κοινωνία με τρόπο πρωτόγνωρο μέχρι σήμερα.

Η δομική κρίση του κεφάλαιου αποδεικνύεται, στην ουσία, πραγματική κρίση κυριαρχίας γενικά. Και δεν πρέπει να μας ξενίζει το ότι τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ζήσαμε την ένταση της επιθετικότητας και της αυθαιρεσίας του κεφάλαιου στο νομοθετικό επίπεδο –ακόμη και στις χώρες που καμαρώνουν πως είναι «πρότυπα δημοκρατίας»– σαν απάντηση στην κρίση αυτή. Και –αυτό που κάνει την κρίση ακόμη πιο βαθιά– ζήσαμε επίσης την χειροτέρευση της αμυντικής στάσης των παραδοσιακών κομμάτων της αριστεράς που οδήγησε στην σχεδόν ολοκληρωτική διάλυση κάποιων από αυτά, που κάποτε είχαν πλατιά απήχηση στους ψηφοφόρους (π.χ. στην Ιταλία και στη Γαλλία) ή ακόμη στη μετάλλαξη κάποιων άλλων (π.χ. το εργατικό κόμμα Αγγλίας «New Labour») σε κόμματα απόλυτα υποταγμένα στο καθεστώς.

Όσοι επιμένουν να μην κατανοούν τη σοβαρότητα της κρίσης αυτής εθελοτυφλούν χρησιμοποιώντας έννοιες σαν τους «μακρόχρονους κύκλους» των φάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει κανένα σοβαρό πρόβλημα σχετικά με τις προοπτικές μιας θετικής λύσης μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού για ένα «εύλογο» χρονικό διάστημα. Όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, κατά την άποψή τους, είναι σε απόλυτη αντιστοιχία με τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά ενός «φθίνοντος μακρόχρονου κύκλου» του κεφάλαιου, που θα τον διαδεχτεί σίγουρα, όπως η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, ένας «μακρόχρονος κύκλος ανάκαμψης».

Αυτές οι απολογητικές ερμηνείες δεν είναι παρά η προβολή μιας επιθυμίας «κανονικότητας» βασισμένης σε αξιώματα που στερούνται κάθε απόδειξης. Μας δίνουν το πολύ-πολύ μια αόριστη αναλογία με ορισμένες περιόδους του παρελθόντος, που αυθαίρετα τις μεταφέρουν στη σημερινή πραγματικότητα.

Πράγματι η υποστήριξη από αυτούς της άποψης ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια ριζικά νέα φάση (που θεωρητικοποιούν μονόπλευρα και υπερβολικά, με απολογητική πρόθεση για να αρνηθούν τη δυνατότητα εναλλακτικής λύσης στο σημερινό σύστημα), καθιστά τις αναλογίες με το παρελθόν εντελώς αβάσιμες.

Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίζει ταυτόχρονα τόσο το ριζικά νέο της παγκοσμιοποίησης όσο και την άποψη περί της επανάληψης των κύκλων ανάπτυξης του παρελθόντος, σαν ένα σταθερό μοντέλο για την ερμηνεία των ποιοτικά διαφορετικών τάσεων του παρόντος, αφού στην περίπτωση αυτή φαίνεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε.

Έτσι φάσκουν και αντιφάσκουν με τρόπο απολογητικό, κρύβοντας τον καθαρά ιδεολογικό χαρακτήρα των θέσεών τους –τόσο την a priori άρνησή τους να αναλύσουν με σοβαρότητα την ξεκάθαρη κρίση κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την εποχή μας σε επίπεδο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό, σαν φαινόμενο εντελώς πρωτοφανές, σε αντίθεση με τους δήθεν συνηθισμένους επαναλαμβανόμενους κύκλους, όσο και την άρνηση της μελλοντικής δυνατότητας μιας δομικής/συστημικής εναλλακτικής λύσης στο σημερινό καθεστώς– προβάλλοντάς τες σαν «αδιαμφισβήτητες» επειδή χρησιμοποιούν αριθμητικά στοιχεία.

Όπως είδαμε μέχρι εδώ, το κεφάλαιο ποτέ δεν κατάφερε να λύσει ακόμη και την παραμικρή του αντίφαση. Για να επαναλάβουμε κάτι που είπαμε πιο πριν, ο κανονικός του τρόπος να αντιμετωπίζει τις αντιθέσεις είναι να τις εντείνει, να τις μεταφέρει σε άλλο επίπεδο, να τις μετακινεί σε άλλο χώρο, να τις συμπιέζει όσο γίνεται, και όταν δεν τα καταφέρνει πια, να τις διώχνει σε πεδία ή σε τόπους διαφορετικούς, χρησιμοποιώντας ακόμη και τα πιο βάρβαρα στρατιωτικά μέσα για το σκοπό αυτό.

Ωστόσο το κεφάλαιο, με δεδομένο πως πρέπει αναγκαστικά να αυτο-επεκτείνεται πάση θυσία, δεν μπορεί να ελέγξει ουσιαστικά τους κινδύνους της εποχής μας.

Η δομική κρίση είναι ταυτόχρονα επίσης μια πρωτοφανής κρίση συσσώρευσης του κεφάλαιου: Κι αυτή είναι η μοναδική πλευρά που μπορεί να έχει σημασία για τις προσωποποιήσεις τoυ κεφάλαιου, μα κι αυτό μόνο στην άμεση σημασία, δηλαδή σαν  εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί, χωρίς τη συναίσθηση των τρομακτικών ορίων του συστήματος, που εθελοτυφλούν όσοι τα θεωρούν σαν απλά εμπόδια (μια σημαντική διευκρίνιση του Μαρξ που ισχύει ακόμη σήμερα).

Έτσι η πάση θυσία αυτο-επέκταση του κεφάλαιου, που παίρνει υπόψη μόνο τα αποτελέσματα του μπλοκαρίσματος αλλά χωρίς ποτέ να αναγνωρίζει τις βαθύτερες αιτίες, παραμένει η βασική αρχή ενός τύπου οργανικού κοινωνικού ελέγχου που απειλεί με αφανισμό την ανθρωπότητα.

3. H αναγκαιότητα της απάντησης στις ιστορικές προκλήσεις του αιώνα

Πρέπει να θυμίσουμε εδώ πως στις ρίζες αυτής της ιδιαίτερα αρνητικής ανάπτυξης βρίσκεται η ιστορική αποτυχία του κεφαλαίου να ολοκληρώσει το σύστημά του σε όλο το πλανήτη σαν παγκόσμιος καπιταλισμός. Δηλαδή, την ουσιαστικά οικονομικού χαρακτήρα απόσπαση της υπερ-εργασίας με τη μορφή της υπερ-αξίας μέσα από δομές κοινωνικο-οικονομικές (που συχνά και λαθεμένα περιγράφονται σαν απλοί «μηχανισμοί») όπως η αγορά.

Για να γίνει αντιληπτή η πελώρια διάσταση αυτής της ιστορικής αποτυχίας στην οποία δεν διαφαίνεται κάποια διέξοδος, πρέπει να έχουμε κατά νου πως στις ημέρες μας, ύστερα από πάνω από τριών αιώνων προσπάθειες του κεφάλαιου να επεκτείνει τον τρόπο αναπαραγωγής του σε όλο τον κόσμο με τον πιο πρόσφορο γι’ αυτό τρόπο, περίπου ο μισός πληθυσμός (σχεδόν τρία δισ. ανθρώπινα όντα) δεν αναπαράγουν τα απαραίτητα μέσα για να ζήσουν σύμφωνα με τους οικονομικούς κανόνες της καπιταλιστικής απόσπασης υπεραξίας.

Η πολιτική διευθέτηση της απόσπασης υπερ-εργασίας παραμένει κυρίαρχη για ένα δισεκατομμύριο Κινέζων, και ένας υβριδικός συνδυασμός πολιτικής απόσπασης με παραδοσιακές μεθόδους – ένας τρόπος επιβίωσης “from hand to mouth” – επικρατεί στην Ινδία και σε άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, όπως επίσης και της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως πάνω από δεκαπέντε χρόνια προσπαθειών –που επιβλήθηκαν πολιτικά– για την παλινόρθωση του καπιταλισμού είχαν μόνο πενιχρά αποτελέσματα στην πρώην Σοβιετική Ένωση.

Όπως γνωρίζουμε, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 ο καπιταλιστικός «εκσυγχρονισμός» αναφερόταν σαν πανάκεια για τη λύση των σοβαρότατων προβλημάτων του λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου». Σήμερα μόνο σαν αποτυχία μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε, μια αποτυχία που στην πραγματικότητα αποτελεί οργανικό κομμάτι και τμήμα της ιστορικής πια αποτυχίας του «παγκοσμιοποιητικού» κεφάλαιου να εγκαθιδρυθεί παντού στη μορφή που ανταποκρινόταν καλύτερα στους στόχους του. Όλα αυτά έχουν μεγάλη σημασία για το μέλλον του κεφάλαιου, και οι επιπλοκές –δυνητικά ολέθριες– αυτής της μπλοκαρισμένης ανάπτυξης δεν θα έπρεπε να αγνοηθούν από κανέναν.

O βασικός λόγος για τον οποίο το κεφάλαιο αντιπροσωπεύει μια μορφή κοινωνικοοικονομικής αναπαραγωγής πιο παραγωγικής (και γι’ αυτό πιο προχωρημένης) στην ιστορία, είναι η απόσπαση της υπερ-εργασίας με τρόπο βασικά οικονομικό, έστω κι αν αυτός δεν μπορεί ποτέ να αποφύγει τελείως κάποια στοιχεία πολιτικού εξαναγκασμού, σαν γενική δικλείδα ασφαλείας του καπιταλιστικού κράτους για την επιβίωση του συστήματός του.

‘Έτσι τους τελευταίους τρεις-τέσσερις αιώνες βλέπουμε τον θρίαμβο της μέγιστης μεταστροφής της υπερ-εργασίας σε υπερ-αξία –«απόλυτη» και «σχετική»– μέσα στον καπιταλισμό που ασκεί πίεση για την απόσπαση υπερ-εργασίας (που συνυπάρχει με προηγούμενους τρόπους παραγωγής) με τρόπο πολύ πιο αποδοτικό χάρη στα εγγενή χαρακτηριστικά της αυτο-αναπτυσσόμενης φύσης του (κατά τον Μαρξ η καπιταλιστική ανάπτυξη αρχίζει τον 17ο αιώνα).

Αυτό έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά που αντιπροσωπεύουν μια ποιοτική αλλαγή σε σχέση με τα προηγούμενα συστήματα αναπαραγωγής:

1. την αυξανόμενη ένταση της εργασίας χάρη στην όλο και πιο φανερή κυριαρχία της σχετικής υπεραξίας,

2. την υλοποίηση μιας συνεχούς ροής αδιανόητης την προηγούμενη περίοδο κατά την παραγωγική διαδικασία, με τη βοήθεια του τεχνικού και κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, διευκολύνοντας την «εσωτερίκευση» της ιεραρχικής κυριαρχίας αυτού του νέου τύπου παραγωγής, και

3. την οικονομία της εργασίας που πριν δεν ήταν καν αντιληπτή, χάρη στη σταθερή μείωση της απαιτούμενης εργασίας.

Όλα αυτά πραγματοποιήθηκαν, για ένα μεγάλο διάστημα, προς όφελος της παραγωγικότητας, χωρίς την ανάγκη εφαρμογής, σε γενικές γραμμές, της εξω-οικονομικής (πολιτικής) κυριαρχίας/υποταγής που καταντάει μεγάλη σπατάλη.

Στην εποχή μας, φανερά αντίθετα, γινόμαστε μάρτυρες της αντιστροφής των αρχικών τάσεων που οδήγησαν τόσο στην μεγαλύτερη παραγωγικότητα του κεφάλαιου όσο και στην εσωτερική του επέκταση στις χώρες όπου αυτό κατάφερε να ριζώσει. Αν η αρχική «εξω-οικονομική βοήθεια» (Μαρξ) του κράτους –του Ερρίκου του 8ου και άλλων– εγκαταλείφθηκε σταδιακά από την κλασική ανάπτυξη του καπιταλισμού, στις μέρες μας παρατηρούμε την επιστροφή σε αυτή τη βοήθεια, με τη μαζική συμμετοχή του κράτους που εξασφαλίζει τη λειτουργία, και μάλιστα την ίδια την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος.

Σήμερα κανένα μέτρο «εξω-οικονομικής βοήθειας» πολιτικών εξασφαλίσεων, ούτε όταν συνοδεύεται από κρατικές επιχορηγήσεις που φτάνουν αστρονομικά ποσά (πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων) μπορεί να θεωρηθεί αρκετό για την ικανοποίηση του αχόρταγου συστήματος. Η υβριδοποίηση του καπιταλισμού, που όλο και εντείνεται στον 20ό αιώνα, με ενέσεις συνεχούς «εξω-οικονομικής» και οικονομικής βοήθειας περισσότερο ή λιγότερο καλυμμένης, φαινομενικά είναι απεριόριστη, ακόμη κι όταν παρουσιάζεται με την ψευδή συνείδηση της «απόσυρσης του κράτους από τις οικονομικές υποθέσεις».

Εξάλλου, και στο χώρο της εργασίας είναι σε εξέλιξη μια οπισθοδρομική εξέλιξη. Αυτό γίνεται φανερό όχι μόνο από την όλο και πιο ενοχλητική εμφάνιση της «απόλυτης υπεραξίας» –με τη μορφή των "sweatshops" κ.λπ– σε χώρες που ανήκουν στις «δημοκρατίες της Ανατολής» για να μη μιλήσουμε για τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, στον οποίο πάντα ήταν αρκετά ορατή. Υπάρχουν επίσης μερικές τάσεις σχεδόν ακατανόητες που αφορούν την αντιστροφή της μείωσης των ωρών εργασίας στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.

Ο νεαρός Μαρξ μπορούσε να μιλάει για την «εκπολιτιστική νίκη του κεφάλαιου» που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μεγάλη του παραγωγικότητα. Όμως σήμερα η οπισθοδρομική ανάπτυξη του συστήματος εκδηλώνεται σαν τρομακτική σπατάλη, όσο το κεφάλαιο πλησιάζει τα όρια της παραγωγικής του ικανότητας. Οι τάσεις ανάπτυξης που προχωρούν προς την αντίθετη κατεύθυνση της αρχικής παραγωγικότητας του κεφάλαιου μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

1. Η ανεξέλεγκτη ζήτηση πρώτων υλών –δηλαδή την ακαταμάχητα αυξανόμενη «ένταση των πρώτων υλών» του κεφάλαιου του οποίου η όρεξη για ενέργεια είναι μόνο μία πλευρά– που αγνοεί και παραμερίζει όλες τις μελλοντικές συνέπειες, τόσο για το περιβάλλον, όσο και για τη συμπίεση των αναγκών του κόσμου που υφίσταται τις συνέπειες της τρέχουσας ανάπτυξης.

2. Η αυξανόμενη ένταση του κεφάλαιου στις παραγωγικές του διαδικασίες, δηλαδή η μόνιμη ανάγκη της πιο ανορθολογικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφάλαιου που συμμετέχει σε σημαντικό βαθμό στην παραγωγή «υπανάπτυξης» όχι μόνο στην «περιφέρεια» αλλά και στο «μητροπολιτικό» του βασίλειο, με μαζική ανεργία και διάλυση μιας άλλοτε ανθηρής και ζωντανής βιομηχανικής βάσης (ακόμη και σε χώρες σαν την Αγγλία που «αποβιομηχανοποιήθηκε» σκανδαλωδώς επί Θάτσερ).

3. Η επιταχυνόμενη ώθηση στον πολλαπλασιασμό της ανταλλακτικής αξίας που στην αρχή απλά αποκόπηκε από την αξία χρήσης, αλλά τώρα αντιτίθεται σ’ αυτήν. Δηλαδή τη θυσία των ανθρώπινων αναγκών προκειμένου να διατηρηθεί ανέπαφη η κυριαρχία του κεφάλαιου στην κοινωνία. Και,

4. Η χειρότερη μορφή σπατάλης: η σπατάλη των ανθρώπων, δηλαδή τη μαζική παραγωγή ενός «πλεονάζοντος πληθυσμού» που, σαν αποτέλεσμα της παραγωγικής ανάπτυξης του κεφάλαιου και των αυξανόμενων δυσκολιών της «διαδικασίας πραγματοποίησης» δεν μπορεί πια να χωρέσει στα στενά πλαίσια παραγωγής κέρδους και πολλαπλασιασμού της ανταλλακτικής αξίας.

4. Τα βασικά χαρακτηριστικά της δομικής κρίσης

Η ιστορική καινοτομία της δομικής μας κρίσης εκδηλώνεται με τέσσερις βασικές μορφές:

1. Ο χαρακτήρας της είναι παγκόσμιος και δεν περιορίζεται σε ένα ξεχωριστό επίπεδο (π.χ. χρηματιστικό ή εμπορικό, σε αυτό ή τον άλλο κλάδο της παραγωγής, σε αυτό ή τον άλλο τύπο εργασίας, με τις ειδικές δεξιότητες ή βαθμό παραγωγικότητας κ.λπ).

2. Οι επιπτώσεις της αφορούν πραγματικά όλο τον πλανήτη (με την πιο τρομακτική έννοια του όρου), και δεν περιορίζεται σε μερικές ξεχωριστές χώρες (όπως έγινε με τις σημαντικότερες κρίσεις του παρελθόντος, και με τη «μεγάλη παγκόσμια κρίση» του 1929-33).

3. Έχει μεγάλο χρονικό ορίζοντα, που διαρκεί –αν θέλετε είναι μόνιμη– και όχι πια περιορισμένη και κυκλική, όπως ήταν όλες οι προγενέστερες κρίσεις του καπιταλισμού και,

4. Όσον αφορά τον τρόπο που εκδηλώνεται, θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε υφέρπουσα –σε αντίθεση με τα πιο θεαματικά ξεσπάσματα και καταρρεύσεις του παρελθόντος– με την προειδοποίηση πως δεν πρέπει να αποκλείσουμε για το μέλλον, ούτε τις πιο βίαιες και απότομες στροφές, αφού διαλυθεί ο πολύπλοκος μηχανισμός που σήμερα ασχολείται με τη «διαχείριση» της κρίσης και με την λιγότερο ή περισσότερο πρόσκαιρη μετατόπιση των αυξανόμενων αντιθέσεων.

Με πιο απλούς και γενικούς όρους, μια δομική κρίση αφορά το σύνολο ενός συστήματος, σε όλες τις συνιστώσες του και σε όλες τις εκφάνσεις του με άλλα σύνολα στο εξωτερικό του. Αντίθετα, μια μη-δομική κρίση αφορά μόνο πλευρές του συνόλου και γι’ αυτό δεν έχει σημασία η σοβαρότητά της, γιατί δεν μπορεί να απειλήσει την επιβίωση της συνολικής δομής.

Ανάλογα, η μετατόπιση των αντιθέσεων είναι εφικτή μόνο όταν η κρίση είναι μερική, σχετική και εσωτερικά διαχειρίσιμη από το σύστημα, και δεν απαιτεί παρά επανατακτοποιήσεις, ακόμη και σε μεγάλη κλίμακα, στο εσωτερικό του συστήματος.

Μια δομική κρίση θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του συνόλου, και καθιστά αναγκαίο το ξεπέρασμά του και την αντικατάστασή του με κάποιο εναλλακτικό σύστημα. Μπορούμε να πούμε το ίδιο κάνοντας λόγο για κάποια όρια που ένα ορισμένο σύνολο φαίνεται να έχει άμεσα, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, σαν τα όρια που είναι αδιανόητο να ξεπεράσει. Μια δομική κρίση λοιπόν, δεν αφορά τα άμεσα  αλλά τα οριστικά όρια μιας καθολικής δομής.

Τα άμεσα όρια μπορούν να μετατοπιστούν με τρεις διαφορετικούς τρόπους:

α) τροποποιώντας κάποια τμήματα του όλου,

β) μετασχηματίζοντας το σύνολο στο οποίο ανήκουν, και

γ) ξεπερνώντας ριζικά τη σχέση του γενικού συνόλου με άλλα σύνολα στο εξωτερικό του.

Κατά συνέπεια όσο μεγαλύτερη είναι η συνθετότητα της βασικής δομής και οι σχέσεις της με όσες άλλες δομές σχετίζεται, τόσο μεγαλύτερες, ποικίλες και πιο ευέλικτες είναι οι αντικειμενικές της δυνατότητες για επιβίωση ακόμη και μπροστά σε πολύ σοβαρές κρίσεις. Δηλαδή, αντιθέσεις και επιμέρους «δυσλειτουργίες», όσο κι αν είναι σοβαρές, μπορούν να μετατοπιστούν και να διαχυθούν μέσα στα οριστικά ή δομικά όρια του συστήματος. Από την άλλη και για τους ίδιους λόγους, δυνάμεις ή τάσεις αντίθετες μπορούν να εξουδετερωθούν, να αφομοιωθούν ή να μηδενιστούν, ή ακόμη και να μετατραπούν σε δυνάμεις υποστηρικτικές του συστήματος για το οποίο μιλάμε. Από εδώ προκύπτει το πρόβλημα της ρεφορμιστικής προσαρμογής που έκανε μεγάλη ζημιά στο σοσιαλιστικό κίνημα στο παρελθόν, ενισχύοντας τις θέσεις του κεφάλαιου αντί να τις εξασθενίσει, όπως διακήρυττε πως κάνει.

Η δομική κρίση του κεφάλαιου στις μέρες μας αφορά αντίθετα τα οριστικά όρια του συστήματος. Για το λόγο αυτό καθιστά απόλυτα αναγκαία μια ριζική παρέμβαση για να μπει ένα τέρμα στις καταστροφικές τάσεις που επιβάλλονται πια παντού, πριν είναι πολύ αργά.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος προέρχεται από την αξεπέραστη αντίφαση του κεφάλαιου, ανάμεσα στην υπερεθνική ανάπτυξη στο υλικό από τη μια και από την άλλη στο πολιτικό-κοινωνικό επίπεδο που ενσωματώνεται στα εθνικά κράτη, επίπεδα που και τα δύο χαρακτηρίζονται από αυστηρές ιεραρχίες κυριαρχίας και υποταγής. Η παρούσα φάση του ιμπεριαλισμού, αναμφίβολα η πιο επικίνδυνη σε όλη την ιστορία, προσπαθεί μάταια να λύσει αυτή την αντίφαση με τη στρατιωτική στάση των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο, σαν το κράτος του παγκόσμιου ηγεμονικού ιμπεριαλισμού.

Γι’ αυτό είναι να απορεί κανείς που κάποιοι συγγραφείς μας εξαπατούν μιλώντας για έναν «αποεδαφικοποιημένο ιμπεριαλισμό», μαζί με την παράλογη απολογητική τους παρουσίαση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, χαρακτηρίζοντας τις σημερινές βάρβαρες επιθέσεις του κράτους αυτού σαν προσπάθειες «για την παγκόσμια επέκταση της διαδικασίας συγκρότησης των ΗΠΑ». (Michael Hardt & Antonio Negri, Αυτοκρατορία).

Η σημερινή «παγκοσμιοποίηση» σαν προσπάθεια αντιμετώπισης της δομικής κρίσης του συστήματος, είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο για την εποχή μας.

Με δεδομένο τον αξεπέραστα ανταγωνιστικό χαρακτήρα του κεφάλαιου, αυτή η διαδικασία παγκοσμιοποίησης είναι υποχρεωμένη να κάνει διακρίσεις σε όφελος των πιο ισχυρών, και έτσι όχι μόνο συντηρεί αλλά επιδεινώνει τις ανισότητες του παρελθόντος. Με αποτέλεσμα, παρά τη φαινομενική της οικουμενικότητα και διαχρονικότητα, στην πραγματικότητα να πρόκειται για ένα εντελώς ασταθές φαινόμενο.

Είναι χτισμένο στην άμμο και συνοδεύεται από την ψευδεπίγραφη εικόνα μιας «παγκόσμιας κυβέρνησης» που βασίζεται σε «παγκόσμιους» θεσμούς – σαν την Παγκόσμια Τράπεζα , το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου– που στην ουσία κυριαρχούνται από τις ΗΠΑ, για να μην μιλήσουμε και για το ΝΑΤΟ.

Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η απαραίτητη αστάθεια του παγκοσμιοποιητικού κεφάλαιου βρήκε τη λογική της έκφραση στο νέο στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την αδυναμία ελέγχου του συστήματος με τη χρήση βίας, που όμως καταλήγει να επιδεινώνει τη χρόνιά του αστάθεια. Σε σχέση με όλες αυτές τις τάσεις αντιφατικής ανάπτυξης του κεφάλαιου, αιτήματα για ουσιαστική αλλαγή μπορούν να διαμορφωθούν μόνο με όρους μιας παγκόσμιας σοσιαλιστικής αλλαγής, όπως τη διατύπωσε ο Μαρξ.

Όμως για να μπορέσει να δρομολογηθεί μια τέτοια εναλλακτική προοπτική, πρέπει να αντιμετωπιστούν ριζικά οι μεγάλες δομικές ανισότητες με τις οποίες οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες συνεχίζουν να κυριαρχούν και να καταπιέζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών στον κόσμο, κάνοντας ανέφικτη μια πραγματικά βιώσιμη ανάπτυξη του πλανήτη.

Μια ανάπτυξη θετική στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι θα μπορούν να νιώθουν «σαν στο σπίτι τους», σε μια πατρίδα που δεν θα καταπιέζεται πια από τους ισχυρούς, στο πνεύμα της αντίληψης