Κείμενα για την Πανελλαδική Συνάντηση του ΣΥΡΙΖΑ

τ.271, 17/07/2009

Για την κρίση του Συνασπισμού ή κριτική στο πρόγραμμα της αποτυχίας μας, της Έλενας Πατρικίου

Η αυταρέσκεια είναι μόνιμο σύνδρομο της Αριστεράς από το 1789 τουλάχιστον και η αυτοκριτική έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί χαρακτηριστικό της περιώνυμης “αριστερής κουλτούρας”. Αλλά καθώς οι ήττες ανοίγουν λογής-λογής ασκούς του Αιόλου, και, ως επαναλήψεις του αρχικού τραύματος, πυροδοτούν μία αλληλουχία υστερικών αντιδράσεων, ας επωφεληθούμε τουλάχιστον από την ευκαιρία για να αδειάσουμε στο ντιβάνι της πρόσφατης αποτυχίας όσα κουβαλάμε, αναλόγως των αντοχών του ο καθένας, επί κάμποσες δεκαετίες.

1. Η ανανεωτική ευθύνη επί πτερύγων ανέμων

Τα υπόγεια ρεύματα της ηγεσίας του ΣΥΝ κάνουν ό,τι μπορούν για να συγκρατήσουν τις ετοιμόρροπες ισορροπίες, αλλά ο κόσμος, και κυρίως τα γεγονότα, βοούν: οι ανανεωτικοί υπέσκαψαν ό,τι μπορούσαν να υποσκάψουν. Δεν έχουν όμως παρά το μερίδιο της ήττας που τους αναλογεί: το 30%. Ενδεχομένως έχουν επιπλέον την ευθύνη της εποχής που αποτελούσαν την ηγεσία, όταν καταφάνισαν τις πολιτικές δυνατότητες να σχηματιστεί, να αποκρυσταλλωθεί και να εμπεδωθεί ένα σαφές και σαφώς αριστερό πρόσωπο του ΣΥΝ. Έχουν την ευθύνη της επί σειρά ετών παρουσιάσης του ΣΥΝ ως ιδεολογικής δικαίωσης της σοσιαλδημοκρατίας στην πιο γραφειοκρατική εκδοχή της και ως προθαλάμου αποκατάστασης των στελεχών τους σε θέσεις διοικητικών συμβουλίων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Ενώ, από την εποχή του αλήστου μνήμης ΚΚΕ εσ., ευθύνονται για την διάδοση, σε όλα τα πολιτικά στρώματα της κοινωνίας, του αμιγώς “κοινωνιστικού” ιδεολογήματός τους. Και ασφαλώς δεν δικαιούνται σήμερα να εγκαλούν την αριστερή στροφή ως υπαίτια της εκλογικής αποτυχίας και να καλούν σε αλλαγή πλεύσης, αφού οι δικές τους εκλογικές επιδόσεις μετά βίας επέτρεπαν την είσοδο στην Βουλή. Εν πάση περιπτώσει, η βάση επέλεξε ένα άλλο μοντέλο αριστεροσύνης. Άρα, κλείνουμε το ζήτημα της ανανεωτικής ευθύνης του 30% και αβιάστως, εμείς (φωναχτά) και η ηγεσία (από μέσα της), συνάγουμε το αμείλικτο λογικό συμπέρασμα πως το 70% του κόμματος έχει το 70% της ευθύνης της εκλογικής αποτυχίας.

2. Η αριστερή στροφή, το αριστερό ρεύμα και οι αριστεροί

Η αριστερή στροφή του ΣΥΝ επί προεδρίας Αλαβάνου κατάφερε αυτό που για πολλά χρόνια έμοιαζε ανέφικτο, κατάφερε να γεννήσει μία προσδοκία χαμόγελου στα πρόσωπα των αποτραβηγμένων και παραιτημένων αριστερών κάθε απόχρωσης, που ένιωσαν αίφνης πως “κάτι αριστερό” πήγαινε να συμβεί. Απηυδισμένοι από έναν ΣΥΝ αρχικά μονόπαντα εκδικητικό προς το ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία κενόλογο και ματαιόσπουδο στη μονομανή του σύμπλευση με την εκσυγχρονιστική σοσιαλδημοκρατία, ακυρωμένοι από τη μεταμοντερνιστική κενοδοξία με την οποία η ανανεωτική ηγεσία του μας καλούσε να απαρνηθούμε οποιαδήποτε ζωοποιό παράδοση της αριστερής μας ιστορίας και να παραδοθούμε στη νεοφιλελεύθερη λατρεία της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, οι αριστεροί διαισθάνθηκαν πως επιτέλους κάτι αριστερό προσπαθούσε να γεννηθεί και πως ο επερχόμενος τοκετός, με όλες τις ωδίνες του, τους αφορούσε. Και έσπευσαν να δηλώσουν το παρόν, με τη συγκινητική και καταλυτική επιμονή της ελπίδας εις πείσμα της πείρας που χαρακτηρίζει πάντα το ήθος των αριστερών. Η υπέροχη αυταπάτη πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είναι ένα μοναδικό πείραμα αλληλοπεριχώρησης, όπου ο καθένας θα προσέλθει κουβαλώντας τη δική του ολοκαίνουργια έμπνευση και τις δικές του παμπάλαιες ιδεοληπτικές κουταμάρες κι απ’ όπου θα αναδυθεί μία νέα αριστερή πράξη ισονομίας και ισηγορίας, μια ΕΔΑ χωρίς το βάρος του σταλινισμού των ηγετών της και την κατάθλιψη της σοβιετικής εξάρτησης, έφερε στον αριστερό κόσμο αυτού του τόπου μιαν ανάσα προσδοκίας και ένα κύμα προσφοράς.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, έχοντας καταγάγει συνεδριακή νίκη λαμπρά, τί πέτυχε το Αριστερό Ρεύμα; Πάχυνε τις ελπίδες μας με το εξ ουρανού μάννα των δημοσκοπήσεων, προσπάθησε να επαναφέρει μία ιδιότυπη προσωπολατρεία, προωθώντας την ιδέα πως ένα αρυτίδωτο πρόσωπο αρκεί για την εκπόρθηση των Χειμερινών Ανακτόρων του πολιτικού λίφτινγκ, αλλά, κυρίως, απέδειξε την ανικανότητά του να διαχειριστεί την επιτυχία του και να ηγηθεί του καθόλου κόμματος και της καθόλου Αριστεράς. Ενί λόγω, απέτυχε. Διότι όταν έχεις εσωκομματικά ποσοστά επιπέδου κομματικού γραμματέα σοβιετόφιλης χώρας, δεν φέρεσαι ως “ουκ εά με καθεύδειν το του Παπαδημούλη τρόπαιον” και δεν βάζεις έναν ανθυπασπιστή να επαναλαμβάνει κάθε πρωί “κύριε, μέμνησο των Ανανεωτικών”. Βεβαίως, το είχανε δείξει τα σημάδια από καιρό. Από τότε που το Καταστατικό χρησιμοποιήθηκε ως δημοκρατικό πρόσχημα για να επιβληθή ο νέος έναντι του παραταξιακού αντιπάλου. Με διαδικασίες που θύμιζαν περισσότερο κοοπτάτσια, πήγαμε στις δημοτικές εκλογές στηριγμένοι σε ένα φαίνεσθαι νεότητας, για να αποδειχθούμε ξανά μεσόκοποι. Το “σύννομον” ή μη της επιλογής του Τσίπρα έναντι του Παπαγιαννάκη δεν ήταν παρά ένα φαίνεσθαι κομματικής νομιμότητας, όπως το “δημοκρατικόν” ή μη της εκλογής Χουντή έναντι του Παπαδημούλη δεν ήταν παρά προκάλυμμα ακραιφνούς δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η όποια ουσία μπορούσε να είναι ουσιαστική, τόσο στο επίπεδο των εσωκομματικών διαδικασιών όσο και στο επίπεδο της πολιτικής παρέμβασης, αναδείχθηκε ισχνή, άρα, στον τελικό λογαριασμό, ανύπαρκτη. Το Αριστερό Ρεύμα “φάνηκε” να μην έχει άλλο στόχο παρά την εδραίωσή του στα γραφεία της Κουμουνδούρου. Η σύνταξη του προγράμματος “φάνηκε” σαν ένα 400 σελίδων ενδοπαραταξιακό μπρα ντε φερ και πέρασε στα μουγκά, ενώ οι ενδοσυμμαχικές αψιμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ “φάνηκαν” σαν σταλινίζουσα προσπάθεια επιβολής του “μεγαλύτερου” στους “μικρότερους”. Κι αφού έτσι “φάνηκαν”, έτσι είναι. Διότι το φαίνεσθαι έχει την ενοχλητική ιδιότητα να παράγει πραγματικότητες, εις πείσμα της όποιας αλήθειας, αληθινής ή ψευδεπίγραφης.

Δυστυχώς για το Αριστερό Ρεύμα, που ομοθυμαδόν στηρίξαμε ευελπιστώντας πως έρχεται επιτέλους η διαρκώς ματαιούμενη στιγμή της Αριστεράς, η πολιτική επιτυχία και η συνακόλουθή πολιτική ηγεσία θέλουν πρωτίστως πολιτική δουλειά, και η πολιτική δουλειά, για να μην καταντήσει εργασιοθεραπεία, θέλει πολιτική σκέψη, που σημαίνει τρόπους ώστε ο έρωτας και η ελπίδα που ίσως ενέπνευσες να γίνουν χειροπιαστή πολιτική πραγματικότητα, τόσο εσωκομματικά όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας. Αντ’ αυτού, συρθήκαμε στην πιο απολιτική αντιμέτωπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, στην πιο απολιτική αντιμετώπιση των γεγονότων του Δεκέμβρη και στην πιο απολιτική προεκλογική εκστρατεία. Το σύνθημα “για τις ανάγκες των πολλών” δεν ήταν απλώς αποτυχημένο σλόγκαν, ήταν κυρίως η κούφια διατύπωση μιας κενής νοήματος πολιτικής. “Οι πολλοί” είναι ο όρος με τον οποίο ο αθηναϊκός δήμος προσδιόριζε τον εαυτό του και την δημοκρατία του. 2.500 χρόνια μετά, θα μπορούσε να έχει χρησιμεύσει στους λασσαλιστές ως προμετωπίδα στο πρόγραμμα της Γκόττα, για να στραγγίξουν από οποιοδήποτε ταξικό, κομμουνιστικό και μαρξιστικό περιεχόμενο το γερμανικό εργατικό κίνημα. Αλλά πόσο ριζοσπαστική είναι μία Αριστερά που απεμπολεί στην πρώτη και καλύτερη ευκαιρία στοιχειώδη προτάγματα του μαρξισμού, υιοθετώντας ένα σύνθημα που ακόμα και η σοσιαλδημοκρατία του Παπανδρέου (του πραγματικού) θα απέρριπτε προ 25ετίας; Είχαμε την δυνατότητα να αρθρώσουμε έναν καίριο οικονομικό και πολιτικό αριστερό λόγο μεσούσης της οικονομικής κρίσης. Αντ’ αυτού, τα καταλληλότερα στελέχη, ο Δραγασάκης και ο Λαφαζάνης, περιορίστηκαν σε εκθέσεις του τραπεζικού αδιεξόδου, η δε υπόλοιπη ηγεσία επέλεξε να επικεντρωθεί σε κοινωνιστικές περιγραφές της επερχόμενης αθλιότητας, με έμφαση στα δεινά των “πολλών”, δηλαδή της μεσαίας τάξης. Υπηρξε καιροσκοπική αντί να είναι καίρια, απολιτική αντί να είναι αριστερή, κοινωνιστική και κινηματική αντί να είναι κοινωνική και καθολική, με αποτέλεσμα ο αριστερός κόσμος να προτιμήσει την απολιτική αποχή από την απολιτική ψήφο. Προσπαθώντας να κερδίσουμε καιροσκοπικά τους πολλούς, χάσαμε και τους λίγους.

3. Ο Αλαβάνος και εμείς (δηλαδή οι αριστεροί)

Αν δεν υπήρχε ο Αλαβάνος για να άρει τις αμαρτίες της, η ηγεσία θα έπρεπε να τον εφεύρει. Άλλωστε, όλοι έχουμε καταλάβει σε τι ακριβώς χρησιμεύει σήμερα ο Αλαβάνος: απέναντι σε μία κλυδωνιζόμενη ηγεσία που προσπαθεί να τα βρει με τους ανανεωτικούς για να κρατηθεί στις ηγετικές της θέσεις χωρίς να κάνει την αυτοκριτική της και, το κυριότερο, χωρίς να αλλάξει προς την κατεύθυνση που απαιτεί η βάση του κόμματος και ο κόσμος της Αριστεράς (και οι σελίδες της “Αυγής” κραυγάζουν επί εβδομάδες το τι ακριβώς ζητούν και η βάση και ο κόσμος), ο Αλαβάνος μπορεί, ονειρεύονται κάποιοι, με λίγη επιδέξια χειραγώγηση, να χρησιμοποιηθεί ως ενσάρκωση του ίδιου του Εγκέλαδου. “Όχι, σεισμός δεν ήταν η εκλογική αποτυχία, σεισμός ήταν η πρόθεση του Αλαβάνου να παραιτηθεί”. Εκεί που η ηγεσία είχε την, έστω στριμόκωλη, υποχρέωση να βγάλει μια απόφαση που να σχολιάζει το εκλογικό αποτέλεσμα χωρίς να εξηγεί τίποτα, η έκρηξη του Αλαβάνου έβγαλε τα άπλυτα στην φόρα.

“Δεν υπάρχουν προβληματικά άτομα, υπάρχουν προβληματικές οικογένειες”, δήλωσε ο Αλαβάνος, σηκώνοντας μήνιν διαμαρτυρίων, σε σημείο να κατηγορηθεί για ιδιότυπο ρατσισμό απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες! Καταρχήν είναι εξαιρετικά παράξενο (αν ήμουν ο Τσίπρας θα μου φαινόταν και άκρως προσβλητικό) που όλοι έσπευσαν να ταυτίσουν τα μη κατονομαζόμενα προβληματικά άτομα της αλαβάνειου ρήσης με τον νυν πρόεδρο του ΣΥΝ. Τίποτα στα συμφραζόμενα, πλην της μύγας που μας μυγιάζει, δεν νομιμοποιεί αυτήν την ερμηνεία. Το προβληματικό άτομο είναι προβληματικό μέσα σε (και εξαιτίας της) μια προβληματική “οικογένειας” και ταυτοχρόνως, προβληματικό ή μη, διατηρεί στο ακέραιο τις ευθύνες του, λέει ο Αλαβάνος, σε απόλυτη συνέπεια και με τον μαρξισμό και με την ψυχανάλυση. Ως προβληματικό άτομο σε μία προβληματική (κατά κοινή παραδοχή) οικογένεια, ο Αλαβάνος ανέλαβε τις ευθύνες του. Φευ, τα άλλα προβληματικά άτομα της ίδιας προβληματικής οικογένειας, με πολύ μικρότερη διάθεση υπευθυνότητας απ’ όσο οι Ατρείδες, αρνούνται το δικό τους ποσοστό ευθυνών. Όπως όμως γνωρίζει κάθε θεατής, οι οικογένειες δεν έχουν μόνον Αγαμέμνονες, Κλυταιμνήστρες, Ορέστες και Ηλέκτρες, έχουν και Χρυσόθεμες που την βγάζουν καθαρή βγάζοντας την ουρά τους απέξω.

Το ερώτημα είναι γιατί η βάση του ΣΥΝ, ενώ πληγώθηκε τόσο βαθιά από την επαπειλούμενη εγκατάλειψη, ώστε η θέση του Αλαβάνου να είναι πλέον άκρως επισφαλής, παραβλέπει ταυτοχρόνως το γεγονός πως η ηγεσία αρνήθηκε και συνεχίζει κατηγορηματικά να αρνείται να συζητήσει τους λόγους που οδήγησαν τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ στα άκρα της παραίτησης. Η βασική κατηγορία του Αλαβάνου περί απολιτικής προεκλογικής εκστρατείας έχει περάσει εντελώς εντυπωσιακά στα μουγκά. Ακόμα χειρότερα, πίσω από πείσματα του τύπου “όλοι χρειάζονται, αλλά ανάγκη που σ’ έχουμε” και πίσω από ρητορικές κορόνες περί μίας νέας, ενηλικιωμένης Αριστεράς που δεν θα χρειάζεται “πατερούληδες”, εθελοτυφλούμε προσπαθώντας να λησμονήσουμε πως χάρη στον Αλαβάνο έγινε η πολυπόθητη αριστερή στροφή, τόσο στο επίπεδο του λόγου μας, όσο και στο επίπεδο των συμμαχιών μ’ αυτές τις μικρές μεν, αλλά απαραίτητες όσο και τα καρυκεύματα στην καλή κουζίνα, συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.

4. Ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και τον αριστερισμό, ίσως εμείς

Είμαστε εντελώς σίγουροι πως η μιξοπάρθενη στάση μας απέναντι στις περσινές προτάσεις συνεργασίας του ΠΑΣΟΚ δεν έχει σχέση με την πρόσφατη αποτυχία μας; Βεβαίως, η λογική αντίδραση μιας ριζοσπαστικής Αριστεράς θα έπρεπε (;) να είναι η κατηγορηματική απόρριψη, με δεδομένη μάλιστα τόσο την ικανότητα της σοσιαλδημοκρατίας να αφομοιώνει τα πλέον ετερόκλητα στοιχεία και να αφήνει μακιαβελικά έκθετους τους αριστερούς της συμμάχους, όσο και την προσπάθεια του ΣΥΝ να διαμορφώσει ένα αριστερότερο πρόσωπο. Μήπως θα έπρεπε εντούτοις να συζητήσουμε σοβαρότερα την σχέση της Αριστεράς με τη σοσιαλδημοκρατία; Μήπως αν πάψουμε να γκρινιάζουμε σαν εγκαταλελειμένες γεροντοκόρες για τις συνεχείς (από το 1965 τουλάχιστον) διαρροές στελεχών και ψηφοφόρων προς τη σοσιαλδημοκρατία θα μάθουμε κάτι για την επιθυμία των αριστερών να ζήσουν λίγο καλύτερα το παρόν τους εν αναμονή της δικής μας Δευτέρας Παρουσίας; Μήπως θα βρούμε έτσι κάτι αριστερότερο και αποτελεσματικότερο να πούμε από την καταγγελτική καταδίκη του δικομματισμού; Αν ο μικροαστισμός των κεντροαριστερών εκλογέων είναι τόσο ισχυρός όσο υπαινισσόμεθα χωρίς καμία κομψότητα, αν οι κεντροαριστεροί συνάνθρωποί μας είναι έως αυτό το σημείο αργυρώνητοι, τόσο προφανώς κοπιάζουμε ματαίως. Αν όμως οι αιτίες αυτών των διαρροών έχουν κάποια σχέση 1) με το αδιανόητο χαρμάνι σταλινικού δογματισμού και αλτουσεριανής ημιμάθειας που φώτισε το φωτεινό μονοπάτι του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσ., 2) με τον αλληθωρισμό της παλαιότερης ηγεσίας του ΣΥΝ προς τους θώκους της σοσιαλδημοκρατίας, 3) με την αριστερίστικη φρίκη μας μπροστά στο ενδεχόμενο ανάληψης οποιασδήποτε “εξουσίας”, άρα και ευθύνης, και, κυρίως, 4) με την ανικανότητά μας να διατυπώσουμε έναν λόγο που να μην ρέπει σε βαθμό κατάρρευσης προς τη σοσιαλδημοκρατική μεταμοντερνικότητα, τότε ίσως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε τις ενδεχόμενες στρατηγικές σχέσεις μας με τη σοσιαλδημοκρατία και να ξαναστοχαστούμε τα ανεκδιήγητα σοσιαλδημοκρατικά κατασκευάσματα με τα οποία δεν παύουμε να καλλωπίζουμε τον λόγο μας. Εδώ και 25 χρόνια, αφενός η δεξιά στροφή της σοσιαλδημοκρατίας και αφετέρου η κατάρρευση ενός σοσιαλισμού στον οποίο δεν πιστεύαμε, οδήγησαν την Αριστερά στην υιοθέτηση ενός αντικομμουνιστικού, αντιμαρξιστικού, νεοφιλελεύθερου, μεταμοντερνικού, με μια λέξη δεξιού λόγου. Μέσα σ’ αυτόν τον μη αριστερό αριστερό λόγο εγγράφεται και η ιδεοληπτική μανία με τα “κινήματα”.

Όπου αναπτύχθηκαν “κινήματα” τα τελευταία 250 χρόνια, δηλαδή κυρίως σε προτεσταντικού ιδεολογικού υπόβαθρου χώρες, από το κίνημα κατάργησης της δουλείας μέχρι το φεμινιστικό ή το οικολογικό κίνημα, βασικά τους χαρακτηριστικά ήταν η μετά βδελυγμίας απόρριψη του ταξικού υπέρ του “κοινοτικού”, του οικονομικού υπέρ του “κοινωνιστικού” και του πολιτικού υπέρ της αυτοοργάνωσης. Ενδεχομένως η παιδική χαρά είναι πιο ευχάριστος τόπος από το σταχανοβίτικο κολχόζ, είναι όμως αριστερή επιλογή;

5. Από το οικονομικό στο κοινωνικό, κι από το κοινωνικό στα κινήματα

Προσπαθώντας να ξεφύγουμε από το οικονομικίστικο όραμα του ΚΚΕ και των σοβιετικών παραφυάδων αυτού, προσπαθώντας να συντονιστούμε συναισθηματικά και αισθητικά με την κοινωνική κριτική του Μάη του ’68, έχουμε ξεχάσει τα στοιχειώδη. Η οικονομίστικη λογική του ΚΚΕ αναμφισβήτητα δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε μαρξιστική έμφαση στην οικονομία (εξού και οποιαδήποτε ελπίδα για έναν τρίτο πόλο που θα περιλαμβάνει το ΚΚΕ είναι βαθιά αριστερίστικη και ακόμα βαθύτερα οπορτουνίστικη), αλλά η εμμονή με το κοινωνικό έφερε τα πάλαι ποτέ ευρωκομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης πιο κοντά στις ουτοπικές σοσιαλιστικές φράξιες του 19ου αιώνα παρά σε μία ανανέωση του μαρξισμού του τύπου που επιχείρησαν ο Αλτουσέρ, ο Μπαλιμπάρ ή ο Πουλαντζάς. Η έμφαση στο κοινωνικό δεν αποτέλεσε απλώς “προδοσία” της εργατικής τάξης από τη μεριά μας, αποτέλεσε κυρίως προσχώρηση στα μικροαστικά ιδεολογήματα και τη μικροαστική αισθητική περί πολιτικής, και εντέλει στη μικροαστική ηθική. Η πρόσφατη κρίση, της οποίας την ενδεχόμενη έλευση ξόρκιζε η μεταμοντέρνα Αριστερά τηλεοπτικώς και εγγράφως με το γενιτσαρικό μένος του νεοφιλελεύθερου νεοφώτιστου, μας προσγείωσε άδοξα στην πραγματικότητα. Κι όμως, ούτε ένας αριστερός αστήρ των ΜΜΕ δεν έκανε την αυτοκριτική του για τα νεοφιλελεύθερα ψευδή κατασκευάσματα που αντλήσαμε από τις σελίδες του Εκόνομιστ και διαδόσαμε κατά δύναμιν. Έτι χειρότερον, κανείς δεν είχε τα κότσια (και δεν μιλώ για τους ανένταχτους θεωρητικούς) να επεξεργαστεί μία σοβαρή οικονομική αριστερή ανάλυση και να την εντάξει στον κομματικό μας λόγο. Δεν ήταν επόμενο πως η κοινωνία, και δη το αριστερό της τμήμα, θα προτιμούσε τις σοσιαλδημοκρατικές επί του προκειμένου λύσεις στα πραγματικά της προβλήματα από μία Αριστερά που δεν βλέπει τα συγκεκριμένα προβλήματα, δεν μπορεί να τα εντάξει σε μία συνολική θεώρηση της πραγματικότητας και δεν μπορεί να προτείνει μία μεσοπρόθεσμη λύση που να μην προδίδει το μακροπρόθεσμο όραμα;

Ακριβώς η μικροαστική και μεταμοντερνιστική έμφαση στο κοινωνιστικό οδήγησε την Αριστερά να γυρίσει την πλάτη της στο μόνο κίνημα που ως τότε αναγνώριζε, το εργατικό, και να ερωτευτεί με πάθος τα πληθυντικά κινήματα, άνευ επιθετικού προσδιορισμού.

Για ποια κινήματα μιλάμε επιτέλους; Τα κινήματα που μόνο εμείς αναγνωρίζουμε στις συγκινητικές κινήσεις κάποιων ομάδων; Τα κινήματα που κάποτε θα αναπτυχθούν, σε ευκτική έγκλιση, ερήμην της αντικινηματικής λογικής της ελληνικής κοινωνίας; Τα κινήματα που θα γεννήσουμε, όπως ο Δίας την Αθηνά, καταπίνοντας ό,τι μας γυαλίσει ως εμφορούμενο από “κινηματική” λογική; Ή τα κινήματα που μας αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι γιατί (δικαίως) φοβούνται πως μοναδική αιτία του φλερτ με το οποίο τα πολιορκούμε είναι η επιθυμία μας να τα καπελώσουμε; Σε τι αντιστοιχεί αυτή η, ως μαγγανεία, επίκληση των απροσδιόριστων κινημάτων; Και πού τοποθετείται, μέσα σ’ αυτή την ποιητική γενικότητα, η πραγματικότητα της ανυπαρξίας ενός εργατικού κινήματος; Σας αρέσουν τα κινήματα; Κι αν ναι, σας αρέσει ο “αταξικός”, “α-ιδεολογικός” χαρακτήρας τους; Και αν ναι, γιατί αυτό είναι αριστερή επιλογή;

Τα “κινήματα” είναι απλές μειοψηφικές και αγανακτισμένες δράσεις. Ή θα τις ξεπεράσουμε από τα αριστερά, δίνοντάς τους θεωρητικό και πολιτικό υπάβαθρο, δίνοντάς τους μεγαλύτερη κοινωνική στόχευση και, συνεπώς, μεγαλύτερη πολιτική εμβέλεια, άρα αλλάζοντας ουσιαστικά τη φυσιογνωμία τους, ή θα συνεχίσουμε ως κοινωνία να μην έχουμε κινήματα και ως κόμμα να μην τα εκφράζουμε.

Το ότι τα “κινήματα” καθ’ εαυτά είναι εξόχως “απολιτικά” φαινόμενα, εφόσον μία πολιτική “πρωτοπορία” που θα έλεγε κι ο Λένιν, δεν καταφέρνει να αναδείξει την πολιτική τους διάσταση μετατρέποντάς τα (και μετατρέποντας τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτά) σε πολιτικά γεγονότα, έγινε για μια ακόμα φορά προφανέστατο στην υπόθεση του άρθρου 16 και στη διάρκεια του Δεκέμβρη. Ο “κοινωνικίστικος”, “κινηματικός” και εντέλει αριστερίστικος λόγος που άρθρωσε ο ΣΥΝ όχι μόνο δεν ανέδειξε την πολιτική ουσία και δεν μετέτρεψε αυτές τις “εξάρσεις” σε πολιτικά γεγονότα, αλλά απογοήτευσε βαθιά έναν κόσμο που αυτό ακριβώς περίμενε από μία γενναία Αριστερά. Ειδικά στην περίπτωση του Δεκέμβρη, ο ΣΥΝ στάθηκε θλιβερά ανίκανος τόσο να ψελλίσει μία ερμηνεία, όσο και να εκμαιεύσει μία πολιτική διάσταση και μία πολιτική συνέχεια. Υπ’ αυτήν την έννοια (και σαφώς μόνο υπ’ αυτήν) άφησε το πεδίο ελεύθερο στην ανάπτυξη τόσο μίας συντηρητικής αντίδρασης, που την εκμεταλλεύτηκε δεόντως η δεξιά και ο μικροαστισμός, όσο και μίας αναρχικής και ως το μεδούλι απολιτικής ασυδοσίας. Η πολυδιαφημισμένη (για εσωτερική κατανάλωση) δράση της Ανοιχτής Πόλης αποτελεί ένα ακόμα έκπαγλο παράδειγμα αποτυχίας της “κινηματικής” λογικής. Περιοριζόμενη σε αποσπασματικές “κινηματικές” δράσεις, η παρέμβαση της Αριστεράς στα δημοτικά πράγματα δεν κατάφερε ούτε να αναδείξει το κοινωνικό, δηλαδή το συνολικό, ούτε βεβαίως να μετατρέψει τις μικρές διεκδικήσεις σε πολιτικές πράξεις.

6. Ο ηγεμονισμός, ανώτατο στάδιο της αυτοακύρωσης

Ώστε δεν ήταν λαμπρή ιδέα η επιλογή ενός μέλους της ΚΟΕ για την δεύτερη θέση του ευρωψηφοδελτίου; (Λαμπρή ιδέα δεν ήταν ασφαλώς η επιλογή για την τελευταία θέση ενός κοριτσιού που φωτογραφήθηκε στην “Εσπρέσσο” και ύμνησε από το “Ε” της “Ελευθεροτυπίας” τη φιλανθρωπία των ιδιωτικών κολεγίων όταν εμείς δεν έχουμε ακόμα ξεμπερδέψει με τα ανοιχτά μέτωπά μας στην Παιδεία, με μοναδικό κριτήριο την αφρικανική του καταγωγή, όπως γενικώς λαμπρή ιδέα δεν είναι η επιπολαιότητα). Και ήταν άραγε λαμπρή ιδέα, για ένα κόμμα που κόπτεται για τα κινήματα (άρα και το φεμινιστικό κίνημα) ότι ανεχθήκαμε επί δύο μήνες την απροκάλυπτη σεξιστική επίθεση που δέχθηκε η Ελένη Σωτηρίου, πολύ περισσότερο μάλιστα ότι την αναπαράγαμε στο εσωτερικό μας; Δεν ήταν λαμπρή ιδέα να δεχτούμε μία “αντιευρωπαΐστρια” στο ακραιφνώς ευρωπαϊστικό ψηφοδέλτό μας ή μήπως η συμμετοχή της Σωτηρίου απέδειξε πόσο δεν έχουμε καταφέρει να μιλήσουμε για την Ενωμένη Ευρώπη με έναν τρόπο που να μην είναι ούτε αριστερίστικος ή κουκουεδίστικος ούτε παραδομένος στη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού; Αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνον εκεί. Η “δόλια παρείσφρηση” μίας εκπροσώπου των “αυθαδιαζόντων μικρών” στη δεύτερη θέση μίας λίστας όπου προφανώς μόνον “μεγάλοι” είχαν θέση, αποκάλυψε πώς εννοούμε τις συμμαχίες. Και οι αντιδράσεις της ηγεσίας του ΣΥΝ, “πτερυγικές” και “ρευματικές”, στο ενδεχόμενο δημιουργίας κάρτας μέλους του ΣΥΡΙΖΑ, κινούν βάσιμες υποψίες πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην “αδικία” που υφίστανται οι ανένταχτοι και στο ποσόν της πολιτικής ελεημοσύνης που σκοπεύουμε να τους προσφέρουμε, αλλά στο κατά πόσον οι εγκαταβιούντες στην Κουμουνδούρου προτίθενται να επιτρέψουν, όχι στους ανένταχτους να γίνουν “πολιτικά απελεύθεροι”, αλλά στα μέλη του ΣΥΝ να γίνουν από “πολιτικά δουλοπάροικοι” ελεύθεροι συμμέτοχοι στη μοίρα τους.

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη πολιτική ευφυΐα προκειμένου να αντιληφθεί κανείς γιατί η με το υποδεκάμετρο μέτρηση του μεγέθους της κάθε συνιστώσας είναι αποκριάτικο αστείο και όχι πολιτικό επιχείρημα. Δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική τιμιότητα για να αποδεχτεί κανείς πως η ηγεμονική θέση δεν είναι εκ γενετής (ή μεγέθους) προνόμιο και πως ο ηγεμών, για να γίνει αποδεκτός ως ηγεμών, και μάλιστα σε μια παρέα που επαίρεται για το ανυπότακτο του φρονήματός της, θα πρέπει να επιβληθεί διά του διαρκώς επιβεβαιούμενου κύρους του και όχι διά του τσαμπουκά ή διά των εκβιασμών του επί των μικρών συνιστωσών της συμμαχίας. Και δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική διορατικότητα για να δει επιτέλους η κομματική γραφειοκρατία πως σε μια άδεια πόλη ούτε ο Κρέοντας δεν μπορεί να βασιλέψει και σε ένα άδειο κόμμα δεν χρειάζεται καν φύλακας για να προσέχει τις καρέκλες και το άταφο πτώμα του Πολυνείκη.

Dixi et salvavi animam meam

Έλενα Πατρικίου,
πρώην μέλους του Ρήγα Φεραίου, μέλους του ΣΥΝ