Είναι απορίας άξιον γιατί η κυβέρνηση δεν έχει δώσει, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, τη συμφωνία ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και στην Deutsche Telekom, με την οποία ο ΟΤΕ παραδίδεται απολύτως στη γερμανική τηλεπικοινωνιακή επιχείρηση, που, ας σημειωθεί, ελέγχεται από το γερμανικό κράτος. Η δημοσιοποίηση της συμφωνίας σκοντάφτει στη μετάφρασή της; Αστεία πράγματα!
Για την κυβέρνηση, τα προβλήματα με την περίφημη αυτή συμφωνία είναι άλλης τάξης από την εκποίηση αυτή καθαυτή του ΟΤΕ, την οποία έχει επιλέξει, και προξενούν πονοκεφάλους –αν όχι και ιλίγγους– στο κυβερνητικό επιτελείο, γιατί μπορεί να την "τινάξουν στον αέρα". Το πρώτο πρόβλημα είναι οι λεγόμενοι μικρομέτοχοι του ΟΤΕ, που στην ουσία είναι πανίσχυρα επενδυτικά "funds", οι οποίοι θεωρούν ότι τόσο το "deal" Δημοσίου- Deutsche Telekom όσο και οι προβλέψεις της συμφωνίας για τις τιμές μελλοντικής πώλησης μετοχικών πακέτων του δημοσίου στην Deutsche Telekom θίγουν τα συμφέροντά τους και τους αγνοούν ως μετόχους μειοψηφίας. Μια προσφυγή αυτών των "funds" στα ευρωπαϊκά δικαστήρια με αίτημα τη δημόσια προσφορά για αγορά των μετοχών τους στα επίπεδα αγοράς των μετοχών του δημοσίου θα μπορούσε ίσως να τινάξει τη συμφωνία στον αέρα, αφού η επίκληση του ελληνικού νόμου πως οι ιδιωτικοποιήσεις δεν απαιτούν δημόσια προσφορά κινδυνεύει να κριθεί ως αβάσιμη.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το όριο του 20% που έθεσε πρόσφατα η κυβέρνηση, οποίο δεν επιτρέπεται –χωρίς την έγκρισή της– να ξεπεράσει κανένας μέτοχος στον ΟΤΕ. Ο αρμόδιος επίτροπος για τον ανταγωνισμό στην ΕΕ, κ. Μακ Γκρίβι, διαμήνυσε σαφώς στην κυβέρνηση ότι, αν δεν βγάλει αυτό το όριο, θα παραπεμφθεί στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η άρση, όμως, αυτού του ορίου θα αφήσει έωλη τη συμφωνία του Δημοσίου, αφού στο μέλλον οποιοσδήποτε επενδυτής θα μπορούσε να εξαγοράσει ποσοστό άνω του 20% στον ΟΤΕ, διεκδικώντας έτσι βάσιμα τη συμμετοχή του στο Δ.Σ. του ΟΤΕ, ως μέτοχος μειοψηφίας, πράγμα, όμως, που το απαγορεύει εκ των προτέρων η συμφωνία Δημοσίου-Deutsche Telekom, η οποία προβλέπει ισότιμη συμμετοχή των δύο ως άνω εταίρων για το σύνολο των θέσεων στο Δ.Σ. του ΟΤΕ.
Το τρίτο πρόβλημα είναι το πλήθος των προβλέψεων που υποτίθεται ότι περιέχει η συμφωνία για τα λεγόμενα ελληνικά "veto" σε στρατηγικές αποφάσεις του ΟΤΕ. Η κύρωση διά νόμου αυτών των "veto" μπορεί κάλλιστα να κριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι δεν είναι συμβατή με το καθεστώς της "ελεύθερης" λειτουργίας των επιχειρήσεων, γιατί θέτει σ’ αυτή περιορισμούς διά νόμου, πέρα και έξω από αυτούς που μπορούν να αποφασιστούν στη Γ.Σ. της εταιρίας. Ειδικότερα, για παράδειγμα, η πρόβλεψη πως, κι αν ακόμα η Deutsche Telekom εξαγοράσει ποσοστό μεγαλύτερο του 25% στον ΟΤΕ, δεν θα μπορεί να αποκτήσει επιπλέον δικαιώματα, μοιάζει αρκετά δύσκολο να στηριχτεί στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ.
Το τέταρτο πρόβλημα είναι η δικαστική επίλυση τυχόν διαφορών στην ερμηνεία της συμφωνίας από τα δύο μέρη. Η γερμανική πλευρά φαίνεται να μη δέχεται επ’ αυτού την αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων, πράγμα όμως που θίγει κατάφορα ζωτικά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, αφού οι τυχόν εκκρεμότητες αφορούν μια επιχείρηση με έδρα τη χώρα μας, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Δεν γνωρίζω πώς θα διευθετηθεί –κι αν θα διευθετηθεί– αυτή η διαφορά των δύο πλευρών, γιατί μπορεί να παραπεμφθεί ως εκκρεμότητα στο μέλλον!
Τα παραπάνω αποτελούν μόνο μερικά από τα προβλήματα, πέραν της ίδιας της ουσίας της, που εμφανίζει η συμφωνία Δημοσίου-Deutsche Telekom και ασφαλώς η δημοσιοποίησή της θα μας δώσει την ευκαιρία να μιλήσουμε πολύ πιο συγκεκριμένα για τις "λεπτομέρειές" της, αφού πολλές φορές εκεί κρύβεται ο "διάβολος", κατά τη γνωστή ρήση.
Φυσικά, η δική μας αντίθεση στην παράδοση του ΟΤΕ και μάλιστα σε πολυεθνικά συμφέροντα υπό κρατικό γερμανικό έλεγχο δεν έχει σχέση με τα ως άνω προβλήματα, αν κι αυτά έρχονται να καταδείξουν πως οι λεγόμενες "εγγυήσεις" του Δημοσίου για το μέλλον του ΟΤΕ είναι "αέρας κοπανιστός". Ωστόσο, ως κίνημα αλλά και ως ΣΥΡΙΖΑ, μπορούμε να αξιοποιήσουμε όλες τις "εμπλοκές" και τις "αντιφάσεις" αυτής της κατάπτυστης συμφωνίας για να ενισχύσουμε ένα μεγάλο ενωτικό αγωνιστικό μέτωπο με στόχο την ακύρωση της πώλησης του ΟΤΕ. Για έναν ΟΤΕ ανασυγκροτημένο, υπό πλήρη δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο, που θα λειτουργεί για το συμφέρον της ανάπτυξης και πρώτα απ’ όλα για το συμφέρον της χώρας και του ελληνικού λαού.
Παναγιώτης Λαφαζάνης,
μέλος της Π.Γ. του ΣΥΝ,
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Πειραιά