Μονοπωλιακός έλεγχος της αγοράς
Ο "ελεύθερος ανταγωνισμός" σε μια "ελεύθερη αγορά" αποτελεί τον πιο ασφαλή παράγοντα ρύθμισης της αγοράς, δηλώνουν κυβερνητικοί παράγοντες και "γκουρού" της οικονομίας και αισθάνονται ότι λένε κάτι σημαντικό. Αν κρίνονταν μόνο από τα αποτελέσματα των "κατορθωμάτων", δικαιολογημένα θα τους έπαιρνε ο κόσμος με τις ντομάτες, αν και είναι ιδιαίτερα ακριβές. Και θα ήταν αυτό πιο σημαντικό από οποιαδήποτε άλλη ανάλυση.
Για να υποβοηθηθούν όμως μελλοντικά γεγονότα, χρειάζεται να πούμε άλλη μια φορά ότι σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού ο "ελεύθερος ανταγωνισμός" είναι αέρας κοπανιστός. Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες, ελέγχοντας την αγορά σε παγκόσμια κλίμακα, είναι σε θέση να διαμορφώνουν τις τιμές των προϊόντων που διακινούν, υπηρετώντας αποκλειστικά την κερδοφορία τους.
Αν μείνουμε μόνο στην αγορά τροφίμων, είναι γνωστό ότι μια χούφτα πολυεθνικές ελέγχουν σε συντριπτικό βαθμό την παραγωγή και την εμπορία γεωργικών εφοδίων, καθορίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό το κόστος παραγωγής. Είναι λιγότερο γνωστό ότι επίσης μια χούφτα πολυεθνικές, που δεν χωρίζονται με σινικά τείχη από τις πρώτες, ελέγχουν σε σημαντικό βαθμό τη διακίνηση και την εμπορία του παγκόσμιου γεωργικού προϊόντος. Συγκεκριμένα, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο όγκος και η αξία των αγροτικών προϊόντων έχει αυξηθεί τα τελευταία 30-40 χρόνια, όλο και λιγότερες πολυεθνικές εταιρίες ελέγχουν, και μάλιστα σε συντριπτικό ποσοστό, το παγκόσμιο εμπόριο. Συγκεκριμένα, ελέγχουν το 90% του παγκόσμιου εμπορίου σταριού, αραβόσιτου, καφέ και κακάο, το 70% της παγκόσμιας παραγωγής τσαγιού, μπανάνας και ρυζιού και το 60% της ζάχαρης. Μόνη της η αμερικάνικη Cargill ελέγχει το 50% περίπου της παγκόσμιας αγοράς δημητριακών. Η κερδοσκοπία, λοιπόν, στηρίζεται στις ολιγομονοπωλιακές συνθήκες που έχουν εγκαθιδρυθεί στην αγορά γεωργικών εφοδίων και αντίστοιχα στις ολιγοψωνιακές συνθήκες στην αγορά του γεωργικού προϊόντος. Σ’ αυτό το έδαφος αναπτύσσεται και η τεράστια αισχροκέρδεια στις χρηματιστηριακές αγορές προϊόντων που ανθούν τελευταία.
Αν γυρίσουμε στα δικά μας, σε έρευνα, που πραγματοποίησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθήνας το 2005 και δημοσίευσε πρόσφατα ο "Ριζοσπάστης", φαίνεται η τεράστια συγκέντρωση που έχει πραγματοποιηθεί στον τομέα των προμηθειών των super market σε αγαθά. Συγκεκριμένα, σε 55 κατηγορίες προϊόντων, που αντιπροσωπεύουν το 90% των πωλήσεων επώνυμων προϊόντων, οι τρεις πρώτοι προμηθευτές ελέγχουν το 62% της αγοράς. Ειδικότερα ελέγχουν: γάλα 93%, αναψυκτικά 89%, μαργαρίνες 98%, μπίρες 84%, φυσικοί χυμοί 70%, καφές 81%, μαγιονέζα 98%, οσπρια 80%, σούπες-ζωμοί 100%, πατατάκια-γαριδάκια 80%, τσάι 94%, πάνες 98%.
Την ίδια στιγμή, 4 μεγάλα super market κατέχουν το 54,7% του συνολικού τζίρου της αγοράς.
Τα καρτέλ ελέγχουν τις τιμές
Πρόσφατα δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες έρευνα του Κέντρου Προστασίας Καταναλωτών (ΚΕΠΚΑ), που πραγματοποιήθηκε σε πολυεθνική αλυσίδα super market, στο Βερολίνο και στη Θεσσαλονίκη. Στην έρευνα αυτή αποδεικνύεται ότι οι τιμές βασικών αγαθών είναι πιο ακριβές στην Ελλάδα απ’ ό,τι στο Βερολίνο.
Συγκεκριμένα, από τα 86 είδη, τα 70 ήταν ακριβότερα στην Ελλάδα, δύο είχαν ίδια τιμή και 14 ήταν φθηνότερα.
Ενδεικτικά, όπως αναφέρεται στη μελέτη, από τη σύγκριση τιμών στην ίδια αλυσίδα super market, υπήρχαν οι παρακάτω διαφορές στις τιμές:
"Φρέσκο γάλα 1 λίτρου με 1,5% λιπαρά" ήταν 66 λεπτά στο Βερολίνο και 94 λεπτά στη Θεσσαλονίκη (ακριβότερο κατά 42,42%). "Γιαούρτι 1 κιλού" ήταν 93 λεπτά στο Βερολίνο και 2,49 ευρώ στη Θεσσαλονίκη (ακριβότερο κατά 167,74%). Φέτα ελληνική 1,39 ευρώ στο Βερολίνο και 1,88 ευρώ στην Ελλάδα (ακριβότερη κατά 35,25%). "Ψωμί για τοστ" 1 ευρώ στο Βερολίνο και 1,99 ευρώ στην Ελλάδα (ακριβότερο κατά 99,00%). "Παιδικό ρόφημα σε σκόνη 500 γρ." ήταν στο Βερολίνο 1,49 ευρώ και στη Θεσσαλονίκη 2,81 ευρώ (ακριβότερα κατά 88,69%). "Σέλινο" ήταν στο Βερολίνο 0,99 ευρώ και στη Θεσσαλονίκη 1,49 ευρώ (ακριβότερο κατά 50,51%).
Τι, αλήθεια, είναι αυτό που καθιστά το ίδιο προϊόν, που σε πολλές περιπτώσεις παράγεται στην ίδια χώρα, να πωλείται πιο ακριβά εδώ από ό,τι στη Γερμανία; Τίποτα περισσότερο από το κυνήγι του κέρδους, στο οποίο επιδίδονται οι πολυεθνικές και στηρίζει η κυβέρνηση με πράξεις και παραλήψεις.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το κύμα εξαγορών ελληνικών αλυσίδων από ξένα μονοπώλια ή η αυτόνομη παρουσία των μεγαλύτερων πολυεθνικών του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα. Ο Γ. Αλογοσκούφης μπορεί να πανηγυρίζει με ήσυχη συνείδηση για αύξηση των επενδύσεων στη χώρα και οι πολυεθνικές να τρίβουν τα χέρια από μια απρόσμενη σε μέγεθος κερδοφορία. Οι εργαζόμενοι; Καταβάλλουν το μισθό τους σαν κεφαλικό φόρο για τα πιο στοιχειώδη προϊόντα.