Το ιστορικό των εργασιακών σχέσεων μέσα στην κρίση, του Φειδία Παϊρίδη

τ.257, 12/12/2008

35 χρόνια κρίσης: Ένας κατήφορος χωρίς πάτο

Ζούμε για πάνω από 35 χρόνια μέσα στην κρίση. Όσο κι αν την χωρίζουν σε περιόδους "ύφεσης" που ακολουθούνται από "ανάπτυξη" για να επανέλθουν, 35 χρόνια αντιμετωπίζουμε τις ίδιες πολιτικές, τα ίδια επιχειρήματα, τα ίδια μέτρα. Εξάλλου δεν υπάρχει και μεγάλη πρωτοτυπία. Από τη μια πλευρά, η χρήση της τεχνολογίας για τη μείωση των εργαζόμενων και την εντατικοποίηση της εργασίας σε ρυθμούς πρωτοφανέρωτους. Και από την άλλη, η συμπίεση και υπερεκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας. Λιτότητα, εξάρθρωση του κράτους πρόνοιας, αύξηση της ανεργίας, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Αυτά είναι τα μέτρα εξόδου από την κρίση. Και φυσικά όχι μόνο. Γιατί μόνο ηλίθιοι θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι στο βαθμό που ξεπεραστεί η κρίση θα επιστρέψουμε στην πλήρη απασχόληση και την προστασία της εργασίας. Μέσα στις συνθήκες της κρίσης, και με πρόσχημα τις δυσκολίες της, έχει ήδη οικοδομηθεί η αυριανή κοινωνία των αποκλεισμών, της απασχολησιμότητας, και της ανασφάλειας. Το βασίλειο της αγοράς. Μπροστά στο νέο επεισόδιο της κρίσης και τις κραυγές για ακόμα μεγαλύτερη "απελευθέρωση" της αγοράς εργασίας θα προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε την πορεία της συμπίεσης του κόσμου της εργασίας μέσα στην κρίση, για να έχουμε ένα στοιχειώδες μέτρο του τι έχει γίνει σαν μια προειδοποίηση του τι ετοιμάζεται.

Το ιστορικό των εργασιακών σχέσεων μέσα στην κρίση

Το ιστορικό θα πρέπει να ξεκινήσει από λίγο πιο παλιά, γιατί υπάρχει μια ιδιομορφία στην ελληνική πραγματικότητα. Ενώ η κρίση είχε ήδη εκδηλωθεί σε διεθνές επίπεδο από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ‘70 ήταν έκδηλη και είχαν αρχίσει τα πρώτα περιοριστικά μέτρα, στην Ελλάδα είχαμε μια λίγο διαφορετική κατάσταση. Υπήρχε μια μικρή καθυστέρηση στην εκδήλωση της κρίσης, αλλά, το σπουδαιότερο, είχαμε τη μεταπολίτευση και το μεγαλειώδες κίνημα που την ακολούθησε και που ανάγκασε τον αστισμό σε παραχωρήσεις όχι μόνο πολιτικές, αλλά εργασιακές, οικονομικές κ.λπ. Για παράδειγμα, ο συνδικαλισμός εμπεδώθηκε, μετά τον οδοστρωτήρα της χούντας, τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση έπειτα από σκληρούς αγώνες και "άγριες απεργίες". Την ίδια περίοδο οι εργαζόμενοι πήραν κάποιες ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς τους και κατάχτησαν ορισμένα βασικά αιτήματά τους. Από το 1977 και μετά ξεκίνησε μια ανοιχτή επίθεση στον κόσμο της εργασίας (η πρώτη περίοδος λιτότητας της κυβέρνησης Καραμανλή μαζί την εμφάνιση της ανεργίας). Ακόμα όμως το 1981 είχαμε κάποιες ουσιαστικές αυξήσεις και την καθιέρωση του πενθήμερου και της μηνιαίας άδειας για όλους τους εργαζόμενους. Ήδη όμως έχουμε μπει βαθιά μέσα στην κρίση και μαζί με την πτώση του κινήματος οι πολιτικές συμπίεσης της εργασίας γίνονται μονόδρομος.

Ανεργία και αποβιομηχάνιση ανοίγουν το δρόμο

Η αλματώδης αύξηση της ανεργίας υπήρξε το κύριο χαρακτηριστικό της πρώτης περιόδου της επίθεσης. Για παράδειγμα από το 1981 μέχρι το 1988 η ανεργία αυξήθηκε από το 4 στο 7,5% για να ξεπεράσει τα επόμενα χρόνια το 15%. Η αύξηση της ανεργίας, μαζί με το μεταναστευτικό ρεύμα μετά το 1989, αποτέλεσαν το κυριότερο "επιχείρημα", την αιχμή του δόρατος για την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.

Παράλληλα, την ίδια περίοδο έχουμε μια πρωτοφανή καθήλωση των μισθών και αρχίζουν να καταγράφονται σημαντικές απώλειες στα εισοδήματα των εργαζόμενων. Αρχίζει να κάνει την εμφάνισή του το φαινόμενο της φτώχειας σε μαζική κλίμακα, φτώχεια που συνεχώς μεγαλώνει και σταδιακά δεν αφορά μόνο τους άνεργους και τους νέους αλλά και τους εργαζόμενους.

Αυτή την περίοδο "διαρθρωτικής προσαρμογής" της οικονομίας ζήσαμε και το μεγάλο κύμα της αποκρατικοποίησης, όπου ολόκληρες πόλεις και περιοχές ερήμωναν από βιομηχανική και οικονομική δραστηριότητα (Λαύριο, Πάτρα, βόρεια Εύβοια κ.ά.) και κατέγραφαν ποσοστά ανεργίας πάνω από 70%. Το κλείσιμο όλων των "προβληματικών επιχειρήσεων", τις οποίες είχε κρατικοποιήσει το ΠΑΣΟΚ ικανοποιώντας πάγιο αίτημα των βιομηχάνων, συνέβαλε σε αυτή την κατάσταση. Εκεί έκαναν για πρώτη φορά την εμφάνισή τους τα συσσίτια και η απελπισία των εργαζόμενων αποτέλεσε την ιδανική συνθήκη για την εφαρμογή των νέων εργασιακών σχέσεων, της αμοιβής κάτω από τη συλλογική σύμβαση, των τοπικών σύμφωνων απασχόλησης κοκ.

Αλλά και στα πιο πρόσφατα χρόνια το ίδιο σκηνικό το είδαμε να επαναλαμβάνεται με πλήθος βιομηχανίες (Sex Form, Palco, Goodyear, Λαναράς) αλλά και πόλεις (Νάουσα) οι οποίες αντιμετωπίσανε το επιδοτούμενο κύμα φυγής των βιομηχανιών προς τη Βαλκανική σε αναζήτηση φτηνού εργατικού δυναμικού.

…για να φτάσουμε στην απασχολησιμότητα

Είπαμε και παραπάνω ότι η τερατώδης αύξηση της ανεργίας δημιούργησε το κατάλληλο περιβάλλον για την επιβολή των μέτρων "ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας" των επιχειρήσεων και της ελληνικής αστυνομίας. Και επειδή η ανταγωνιστικότητα είναι σχετικό μέγεθος (αναφέρεται στο πόσο πιο ανταγωνιστικός είσαι σε σχέση με τους άλλους) η μάχη δεν έχει και τέλος. Ξεκίνησε και συνεχίζεται μέχρι να μην μείνει όρθιο κανένα δικαίωμα και κανένας εργαζόμενος. Γιατί όλα τα μέτρα στοχεύουν και αφορούν τους εργαζόμενους. Το πώς θα δουλεύουν περισσότερο, με λιγότερα λεφτά και καθόλου δικαιώματα. Αυτό επιτυγχάνεται με δυο τρόπους. Πρώτον, με τη δημιουργία των κοινωνικών όρων οι οποίοι θα κάνουν τους εργαζόμενους ελαστικούς στις απαιτήσεις της εργοδοσίας. Και, δεύτερον, με την κρατική παρέμβαση στην κατεύθυνση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, έτσι ώστε αυτή να διαμορφώνεται συνεχώς σε χαμηλότερα για τους εργαζόμενους όρια.

Στο πρώτο επίπεδο, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και παίζει η αύξηση του εφεδρικού στρατού εργασίας (της ανεργίας) ο οποίος πιέζει –και αντικειμενικά και λόγω της αδράνειας του συνδικαλιστικού κινήματος– τους εργαζόμενους. Επίσης η υποβάθμιση και διάλυση των όποιων ελεγκτικών μηχανισμών δίνει σήμα στην εργοδοσία ότι μπορεί να δρα ανενόχλητη και να διαμορφώνει τις εργασιακές σχέσεις ανάλογα με τα συμφέροντά της.

Στο δεύτερο πεδίο είχαμε μια σειρά μέτρων και νόμων για την ελαστικοποίηση της εργασίας. Τη γενίκευση, κατ’ αρχάς, της μερικής ή "εποχιακής" απασχόλησης όχι μόνο στον ιδιωτικό τομέα αλλά και στο δημόσιο, με τα διαδοχικά κύματα των συμβασιούχων. Επίσης πέρασαν, με φροντίδα του ΠΑΣΟΚ, δυο νόμοι "για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας" με βάση τους οποίους δόθηκε τεράστια ώθηση στη μερική εργασία αλλά δημιουργήθηκαν και τα γραφεία ενοικιάσεως εργαζομένων. Το έχουμε γράψει με αρκετές ευκαιρίες. Η γενιά των 700 ευρώ δεν είναι κάτι τυχαίο ή συγκυριακό. Είναι συνειδητό δημιούργημα μιας πολιτικής η οποία αφού πέτυχε τον στόχο της τώρα διευρύνει τη λογική των 700 ευρώ σε όλους τους εργαζόμενους. Για πάνω από 20 χρόνια παίρνονται μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας προκειμένου να γίνει πραγματικότητα ο όρος "απασχολήσιμος" που λανσάρισε ο Σημίτης και αποτέλεσε τον στόχο-όραμα της επιχειρηματικότητας.

Κείμενα: Φειδίας Παϊρίδης


Ο εκβιασμός του Μίχαλου: 3 μέρες δουλειά ή απόλυση

Η πρόταση του προέδρου του ΕΒΕΑ για μείωση των ωρών εργασίας με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση, έδειξε να προκαλεί αναστάτωση στον πολιτικό κόσμο και τους "κοινωνικούς εταίρους". Λίγες μέρες αργότερα, στη συζήτηση στη Βουλή για την οικονομία και τις εργασιακές σχέσεις, τα πράγματα "ήρθαν στα ίσα τους". Η μεν κυβέρνηση, που είχε εκφράσει τη δυσφορία της για τις προτάσεις Μίχαλου, ξεκαθάρισε πως δεν χρειάζεται κανένα επιπλέον μέτρο γιατί η ισχύουσα νομοθεσία καλύπτει πλήρως τις ανάγκες ακόμα και για "διευθέτηση του χρόνου εργασίας". Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε τις προτάσεις του για ανασφάλιστη εργασία των νέων (με το κράτος να πληρώνει τόσο την εισφορά των εργαζόμενων, όσο και των εργοδοτών) και το ΚΚΕ επανέλαβε τις γενικές τοποθετήσεις περί του καπιταλισμού, που τα έχει αυτά, της λαϊκής εξουσίας που θα δώσει λύση στα προβλήματα και των αναγκαίων αγώνων, ακόμα και αν είναι αναποτελεσματικοί.

Πράγματα σχεδόν άσχετα μπροστά σε μια πραγματικότητα η οποία διαμορφώνεται ήδη μπροστά μας και απειλεί να μας πνίξει. Όσο και αν οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις προτιμούν να χώνουν το κεφάλι στην άμμο δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια, ούτε να κρυφτούν από αυτήν. Και η αλήθεια είναι πως η πρόταση Μίχαλου δεν είναι δική του ανακάλυψη. Είναι η κυρίαρχη μέθοδος που προνομοποιεί το κεφάλαιο προκειμένου να αντιμετωπίσει τα πρώτα προβλήματα από την κρίση. Περιορισμός της παραγωγής με περιορισμό της απασχόλησης και της αμοιβής. Αυτή είναι η μορφή με την οποία προσπαθούν να φορτώσουν οι βιομηχανίες κυρίως την κρίση στις πλάτες των εργαζόμενων. Και στην πολιτική αυτή βρίσκουν την κατανόηση ορισμένων συνδικάτων, αυτών τα οποία υιοθετούν τη λογική και την πρακτική του μοιράσματος της εργασίας.

Επί της ουσίας οι εργαζόμενοι βρίσκονται μπροστά σε έναν ωμό εκβιασμό: ή θα δεχθείτε το μοίρασμα της εργασίας ή θα γίνουν απολύσεις. Ο εκβιασμός επαναλαμβάνεται από πολιτικούς, παράγοντες της δημόσιας ζωής και εν τέλει και από συνδικαλιστές προκειμένου οι εργαζόμενοι να υποταχθούν στη μοίρα τους. Σε πολλές περιπτώσεις όλο αυτό το πακέτο συνοδεύεται από μια επίθεση ενάντια στο συνδικαλισμό ο οποίος ευθύνεται για το κλείσιμο των εργοστασίων κοκ.

Να θυμίσουμε δυο πράγματα: Πρώτον, ότι ανάλογες πρακτικές έχουν εφαρμοστεί κατά κόρον, ειδικά στις βιομηχανίες, και σε προηγούμενες περιόδους της κρίσης. Μειωμένα ωράρια, άδειες χωρίς αποδοχές, απλήρωτες υπερωρίες, εντατικοποίηση της δουλειάς με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων κ.ά. Και όλα αυτά για να μην κλείσει η επιχείρηση και "μείνουμε όλοι άνεργοι". Μόνο που ποτέ δεν ήταν αρκετά. Σύντομα χρειάστηκε να φύγουν μερικοί –και σε ορισμένες περιπτώσεις βοήθησαν και τα συνδικάτα στη διαλογή τους–, αργότερα περισσότεροι και στο τέλος το εργοστάσιο έκλεινε, αφήνοντας στις περισσότερες περιπτώσεις τους εργαζόμενους απλήρωτους.

Το δεύτερο έχει άμεση σχέση με το πρώτο. Κανένα από αυτά τα σχέδια της εργοδοσίας δεν εγγυάται τις θέσεις εργασίας, έστω και μισοπληρωμένες. Ζητάνε απλά, για άλλη μια φορά, μια λευκή επιταγή από τους εργαζόμενους, οι οποίοι θα καλούνται να πληρώνουν μέχρι να μην μπορούν να δώσουν τίποτε άλλο και να πεταχτούν στα σκουπίδια. Κυριολεκτικά.

Ακόμα περισσότερο σε συνθήκες κρίσης, σαν την τωρινή, είναι σχεδόν αστείο να νομίζει κανείς ότι μπορεί να πειστούν οι εργοδότες να βάλουν και αυτοί το χέρι στην τσέπη μαζί με τους εργαζόμενους προκειμένου να περισωθεί κάτι. Η μοναδική περίπτωση να περισωθεί οτιδήποτε, από θέσεις εργασίας μέχρι τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης των εργαζόμενων, είναι να αναγκαστεί το κεφάλαιο και το κράτος να το παραχωρήσει. Μοναδική ελπίδα, διέξοδος και ρεαλιστική προοπτική είναι η ανάπτυξη ενός μαζικού, ταξικού, διεκδικητικού κινήματος των εργαζόμενων με κεντρικό σύνθημα "δεν θα πληρώσουμε εμείς την κρίση σας".