Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έκλεισε τις πρώτες 100 –άκρως ενδεικτικές– μέρες ακόμα περισσότερης λιτότητας, ακόμα πιο κυνικής επίθεσης στον κόσμο της δουλειάς. Η τρομοκρατία Βρυξελλών και αγορών κορυφώνεται, η ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά αναζητά αντιπολιτευτικό περιεχόμενο, ο ΛΑΟΣ ακολουθεί τη γνώριμη ακροδεξιά και λαϊκίστικη τακτική του και όσα σχεδιάζονται προοιωνίζονται ακόμα πιο μαύρες μέρες.
Αν επιχειρούσε κάποιος να “διαβάσει” την πραγματικότητα που διαμορφώνει η οικονομική κρίση, η πρώτη –σχεδόν αυτονόητη– διαπίστωση θα αφορούσε την τρομακτική όξυνση του κοινωνικού ζητήματος. Η φτώχεια, η ανεργία, τα αδιέξοδα και η απόγνωση πολλαπλασιάζονται ταχύτατα. Το 2010 χαρακτηρίζεται από πολλούς “έτος του ανέργου”, με τις απολύσεις, που έρχονται, να είναι εκατοντάδες χιλιάδες.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ίδιο αυτονόητη φαντάζει και μια ακόμα διαπίστωση: Την ώρα που τα λαϊκά στρώματα συμπιέζονται τρομακτικά, την ίδια ώρα η πραγματικότητα αναδεικνύει την απουσία της Αριστεράς. Η ίδια η πραγματικότητα απογυμνώνει και αποκαλύπτει το έλλειμμα της Αριστεράς, η οποία, ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες βοηθούν όσο ποτέ άλλοτε, επιμένει στην ίδια ρότα και πολιτική του μαγαζακισμού, των διαμορφωμένων ισορροπιών και “παραδοσιακών ρόλων” εντός του διαμορφωμένου συστήματος, αδυνατώντας να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική πρώτα και κύρια για το λαό και δευτερευόντως για τον εαυτό της.
Το ΚΚΕ επιμένει στη γραμμή της ιδεολογικής και ταξικής καθαρότητας, επιμένει στη γραμμή του ΠΑΜΕ –μόνοι μας– καταγγέλλοντας οτιδήποτε δεν ελέγχεται και δεν οργανώνεται από τον κομματικό μηχανισμό. Επιμένει στις “τουφεκιές στον αέρα”, προωθώντας θεαματικές μεν αλλά τηλεοπτικού τύπου κινήσεις, επιμένει στην οργάνωση “ταξικών” απεργιακών κινητοποιήσεων, που υψώνουν τείχη αποκλεισμού στους “ταξικούς εχθρούς”, οι οποίοι δεν αποδέχονται με θρησκευτική προσήλωση το πλαίσιο και τη γραμμή της κομματικής και συνδικαλιστικής ηγεσίας. Μακριά από τους εργαζόμενους και τις ουσιαστικές τους ανάγκες, μακριά από τα καθήκοντα που η ίδια η πραγματικότητα εύγλωττα θέτει, έχει αναγάγει σε αυτοσκοπό τον απομονωτισμό και την περιχαράκωση. Μόνο για την ενότητα, τη μαζικότητα και την αποτελεσματική κοινή δράση δεν παλεύει, ακολουθώντας πιστά την αδιέξοδη γραμμή του, η οποία “δικαιώνεται”, αν κερδηθούν μερικές ψήφοι, ή είναι πολύ προχωρημένη για να γίνει κατανοητή από τη μάζα, που δεν καταλαβαίνει το καλό της, όταν η εκλογική επιρροή μειώνεται.
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ, εξαιτίας των ισορροπιών και των “μαχών” εντός συνολικά του συστήματος ΣΥΝ, καθημερινά βουλιάζει όλο και περισσότερο στην απραξία και την ανυποληψία. Από το πιο ελπιδοφόρο ενωτικό εγχείρημα της Αριστεράς, που ενεργοποίησε και γοήτευσε ξανά χιλιάδες ανθρώπους, κινδυνεύει να μετατραπεί στο πιο απογοητευτικό εγχείρημα με πολλαπλασιαστικά αρνητικά αποτελέσματα. Καθηλωμένος στην εκφυλιστική απραξία του, της οποίας πλέον οι αιτίες είναι προφανείς, όχι μόνο δεν δείχνει να ξεπερνά την κακοδαιμονία του αλλά, αντίθετα, την αυξάνει και καθημερινά την τροφοδοτεί όλο και περισσότερο.
Η διγλωσσία, η αμφισημία, η “ιδρυματοποίηση” και τα συνεχή μπρος-πίσω, όχι μόνο δεν έχουν περιοριστεί αλλά καθημερινά αυξάνονται, απογοητεύοντας και απομακρύνοντας όλο και περισσότερους ανθρώπους από το ενωτικό εγχείρημα. Την ώρα που η κρίση κορυφώνεται, την ώρα που η κοινωνία ασφυκτιά και φτάνει στα όριά της, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει εγκλωβισμένος στον πόλεμο των εσωκομματικών ισορροπιών του ΣΥΝ, στον πόλεμο των τάσεων και των ρευμάτων της μεγαλύτερης συνιστώσας του, εκπέμποντας –όποτε το καταφέρνει και αυτό– αντιφατικά μηνύματα, που μόνο μπερδεύουν και θολώνουν ακόμα περισσότερο την εικόνα και τη γραμμή του. Αντί να είναι στραμμένος με πραγματικούς όρους στον κόσμο της δουλειάς, αντί να πυροδοτεί τα αδιέξοδα και να μεγεθύνει τις ρωγμές του δικομματισμού και του νεοφιλελευθερισμού, αντί να πείθει την κοινωνία, προβάλλοντας μια άλλη προοπτική, αντί να οργανώνει και να οργανώνεται, αντί να προωθεί τη δράση και τη συμμετοχή, καθημερινά αυτοακυρώνεται – με τα ΜΜΕ να βοηθούν απλόχερα σε αυτή την κατεύθυνση, προβάλλοντας συστηματικά τις απόψεις όσων μέσα από το ΣΥΡΙΖΑ παλεύουν με κάθε τρόπο για τη διάλυσή του.
Τι άραγε υπηρέτησε η δεξίωση Κύρκου (ο οποίος [ξανα]καίγεται για συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ) στους υπηρέτες του δικομματισμού και του νεοφιλελευθερισμού, παρόντος του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ; Τι λένε στην κοινωνία οι ανήκοντες στην Ανανεωτική Πτέρυγα του ΣΥΝ βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όταν κραυγάζουν “δεν είμαι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ”; Τι μήνυμα εκπέμπουν οι φαεινές για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή για την… ανακατάληψη της Θεσσαλονίκης από τις “δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις”; Ρητορικά τα ερωτήματα, αλλά προφανείς και κατηγορηματικές οι απαντήσεις.
Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ταλανίζεται από τα προβλήματα του ΣΥΝ, σε επίπεδο συνιστωσών και κυρίως σε επίπεδο απλών ανθρώπων πληθαίνουν οι φωνές για μια άλλη πορεία. Τα όσο τραγελαφικά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες σε κάποιες συνελεύσεις τοπικών επιτροπών του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν την αποφασιστικότητα και το πείσμα του κόσμου να προχωρήσει στην υλοποίηση των αποφάσεων της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, διεκδικώντας μια άλλη πορεία για το ΣΥΡΙΖΑ, κόντρα στις παρελκυστικές και εκφυλιστικές τακτικές.
Είναι προφανές ότι η Αριστερά με τα μέχρι σήμερα δεδομένα αδυνατεί να πείσει, αδυνατεί να υπηρετήσει τον ουσιαστικό της ρόλο, αδυνατεί να ξεπεράσει τις αδυναμίες της και τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Ακόμα και σήμερα, που οι αντικειμενικές συνθήκες στρώνουν το δρόμο, αρνείται πεισματικά να αρπάξει την ευκαιρία, αρνείται πεισματικά να είναι χρήσιμη και αποτελεσματική, αρνείται να αναμετρηθεί στα ίσια με το δοσμένο σύστημα, ακόμα και τώρα που αυτό κλυδωνίζεται.
Και το σίγουρο είναι πως οι γραμμές και οι πολιτικές των επιτελείων της Αριστεράς δεν κρίνονται σε κλειστά γραφεία οργάνων ή “οργάνων”, αλλά κρίνονται από την εφαρμογή τους, από την απήχησή τους, από το πόσο τροποποιούν συσχετισμούς προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, από το πόσο πείθουν τον κόσμο της δουλειάς να αγωνιστεί κόντρα στους μονόδρομους και στο ακόμα πιο μαύρο μέλλον που ετοιμάζουν. Το γεγονός ότι στις δημοσκοπήσεις –παρά τα όποια μαγειρέματα– ένα τρομακτικό ποσοστό της κοινωνίας, που ήδη βρίσκεται σε αδιέξοδο, αποδέχεται τη νέα επίθεση ως μοναδική λύση αναδεικνύει περίτρανα το έλλειμμα και την ανυποληψία της Αριστεράς. Για πόσο ακόμα, σύντροφοι;
Μιχάλης Σιάχος