Πίσω από τη φαντασμαγορία της πτώσης του Τείχους, του Γιώργου Τσίπρα

τ.278, 20/11/2009

Ο Ομπάμα, ο Σαρκοζί, η Μέρκελ, ο Πούτιν πανηγυρίζουν. Μαζί τους πανηγυρίζουν οι κυρίαρχες τάξεις σε όλο τον κόσμο, τα μέσα ενημέρωσης που κατέχουν, οι διανοούμενοί τους και πάει λέγοντας. Γιορτάζουν τα είκοσι χρόνια από την “κατάρρευση του κομμουνισμού” και το κλείσιμο μιας “παρένθεσης” του 20ού αιώνα, που κράτησε πάνω από εβδομήντα χρόνια… Μπορεί να έχουν να αντιμετωπίσουν του κόσμου τα προβλήματα. Τουλάχιστον όμως δεν έχουν να αντιμετωπίσουν τον κομμουνισμό – και πιστεύουν, ελπίζουν ίσως, πως θα πορευτούν έτσι για κάμποσες δεκαετίες. Έχουν να αντιμετωπίσουν αγώνες, κινήματα, εξεγέρσεις και μια γενικευμένη απονομιμοποίηση των πολιτικών τους. Θεωρούν όμως πως όλα αυτά κάπως θα τα διαχειριστούν, αφού δεν έχουν απέναντί τους ένα αντίπαλο δέος, ένα διεθνές ρεύμα που να αμφισβητεί το ίδιο τους το σύστημα ως τέτοιο, τον καπιταλισμό. Για την ώρα δεν έχουν να φοβηθούν μια εναλλακτική προς τον καπιταλισμό κοινωνική οργάνωση. Ακόμη κι αν ο υπαρκτός σοσιαλισμός, έτσι όπως είχε καταντήσει, δεν ήταν σχεδόν τίποτε από όλα αυτά, το ’89 δεν παύει να συμβολίζει τη νίκη του καπιταλισμού, δεν παύει να είναι η χρονιά που κλείνει και τυπικά ένα μεγάλο κεφάλαιο του 20ού αιώνα, ο σοσιαλισμός. Ο καπιταλισμός προς το παρόν έχει νικήσει τον κομμουνισμό, αναδείχθηκε τάχα στο μόνο συμβατό με την ανθρώπινη φύση σύστημα. Γι’ αυτό πανηγυρίζουν, αυτό προβάλλει η φαντασμαγορία της πτώσης του Τείχους είκοσι χρόνια μετά.

Η κατάρρευση του ’89-’91 ήταν ένα ανέλπιστο δώρο και μια μεγάλη ανάσα για τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Το δώρο αυτό το πρόσφεραν τα ηγετικά κλιμάκια του υπαρκτού σοσιαλισμού. Γιατί όμως το χαρακτηρίζουμε ανέλπιστο; Μα επειδή κανείς, εκτός ίσως ορισμένων σε αυτά τα ηγετικά κλιμάκια, δεν περίμενε να καταρρεύσουν τόσο γρήγορα και τόσο “απλά” τα καθεστώτα αυτά. Το ’89, λίγο πριν ξεκινήσει το ντόμινο των ανατροπών στην ανατολική Ευρώπη, η Δύση (σε αντίθεση με το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς) μπορεί να εκτιμούσε σωστά την κατεύθυνση και το χαρακτήρα των αλλαγών που συντελούνταν ήδη στις χώρες αυτές. Όμως σχεδόν κανείς δεν εκτιμούσε σε λιγότερο από 10-15 χρόνια το χρόνο που θα χρειάζονταν οι αλλαγές αυτές για να φέρουν την πλέρια αποκομμουνιστικοποίηση. Είναι μετά να μην πανηγυρίζουν;

Λένε ότι ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου και του διπολικού κόσμου που επικρατούσε πριν το ’89 ήταν μια θετική εξέλιξη. Λοιπόν, όσο ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν σοσιαλισμός, άλλο τόσο ο λεγόμενος Ψυχρός Πόλεμος αφορούσε την αντιπαράθεση δύο αντίπαλων κοινωνικών συστημάτων, ιδεολογιών κ.λπ. Ωστόσο, αν αυτός ο όποιος Ψυχρός Πόλεμος αντικαταστάθηκε από περισσότερο θερμό πόλεμο και επεμβάσεις και ιμπεριαλιστική τρομοκρατία, και βέβαια από περισσότερο και πιο άγριο καπιταλισμό, με ποια έννοια μπορεί να μιλήσει κανείς για θετική εξέλιξη; Από την όλη εξέλιξη χαίρεται και χαμογελά και τη γιορτάζει ο δυτικός ιμπεριαλισμός – και έχει κάθε λόγο γι’ αυτό. Οι λαοί όμως, για ποιο λόγο θα έπρεπε να χαίρονται ή να το θεωρούν μια θετική εξέλιξη;

Τι ήταν αυτό που κατέρρευσε το ’89

Η μεν Σοβιετική Ένωση προερχόταν από μια μεγάλη επανάσταση, τα δε καθεστώτα χώρες στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης προέρχονταν από τις λαϊκές αντιεξουσίες που στήθηκαν στις χώρες αυτές μετά την απελευθέρωσή τους από το Κόκκινο Στρατό κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Πέρα από τις όποιες ιδιαιτερότητες και αρνητικά των καταβολών τους σε κάθε μια περίπτωση, οι χώρες αυτές, οι οικονομίες τους, από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 υιοθετούν σταδιακά ισχυρά δάνεια από την καπιταλιστική Δύση. Εισάγουν δηλαδή στοιχεία οικονομίας της αγοράς, του κέρδους κ.λπ. Έτσι, οι κοινωνίες που καταρρέουν (ή “τις καταρρέουν”) το ’89-’91 έχουν πλέον πολύ μικρή σχέση με όποια εκδοχή σοσιαλισμού. Είναι ουσιαστικά κοινωνίες σε διαδικασία αποδόμησης και όχι οικοδόμησης ενός κοινωνικού συστήματος ανταγωνιστικού ή εναλλακτικού στον καπιταλισμό. Οι οικονομίες τους είναι χτυπημένες και αυτές από τη διεθνή οικονομική ύφεση που μαστίζει την καπιταλιστική Δύση, ακριβώς γιατί δεν λειτουργούν με πολύ διαφορετικά κριτήρια απ’ αυτήν – και είναι πλέον χρεωμένες στη Δύση. Κυρίως, είναι κοινωνίες όπου οι εργαζόμενοι, στο όνομα των οποίων υποτίθεται δικαιολογείται η διαφορετικότητά τους, είναι και εδώ αποξενωμένοι από την οικονομία στην οποία παράγουν. Και ολότελα αποξενωμένοι από την κρατική εξουσία που χτίστηκε στο όνομά τους. Παρά τα μεγάλα λόγια των ηγεσιών των καθεστώτων εκείνων, ούτε οι ίδιες αυτές ηγεσίες πίστευαν σε αυτό που είχαν οικοδομήσει. Μάλιστα μια μερίδα τους κοίταζε ήδη με θετικό μάτι τη Δύση, την ελεύθερη οικονομία της, το δυτικό τρόπο ζωής – την ίδια στιγμή που καλούσαν τον κόσμο τους να κάνει θυσίες για να σωθεί τάχα ο σοσιαλισμός κ.λπ. Φτάνοντας στο ’89, αν κάτι κυρίως έλειπε στους λαούς στο ανατολικό μπλοκ δεν ήταν τόσο η υλική ευημερία, όσο η προοπτική, η πεποίθηση ότι χτίζεται κάποιο διαφορετικό μέλλον, ότι αυτό για το οποίο μοχθούν είναι κτήμα τους, δική τους υπόθεση.

Η ίδια η ιστορία του τείχους του Βερολίνου, που χτίστηκε το 1961, και της όλης αστυνομοκρατίας σε διάφορες πλευρές της κοινωνικής ζωής στις χώρες αυτές, είναι ενδεικτική. Στην ιδεολογική επίθεση του καπιταλισμού, του καταναλωτικού προτύπου, του αμερικανικού ονείρου, δεν υπάρχει από την άλλη πλευρά η υπεροχή της οικοδόμησης μιας άλλης, ανθρωπινότερης, με άλλες αξίες κοινωνίας. Αντίθετα, πάνω στα υλικά κίνητρα που ολοένα διευρύνονται, πάνω στην κοινωνική διαφοροποίηση που μεγαλώνει, εμφυτεύεται ανομολόγητα και εκεί μια μίζερη εκδοχή του αμερικανικού ονείρου. Η απάντηση στην ιδεολογική επίθεση της Δύσης δεν ήταν ιδεολογική. Αδυνατούσε να είναι τέτοια, επειδή οι ιθύνοντες δεν πίστευαν καν οι ίδιοι αυτά που έλεγαν (πόσο μάλλον να πείσουν τους “από κάτω”). Άρα δεν δόθηκε ουσιαστικά καμιά ιδεολογική μάχη με την καπιταλιστική Δύση. Έτσι, η προσφυγή στα αστυνομικά μέτρα ήταν η εύκολη λύση, και συνάμα η πιο υποκριτική: διότι όταν σε ένα ολόκληρο διεθνές μπλοκ φυλάγεσαι για δεκαετίες μη σου φύγει ο κόσμος, φοβάσαι τι θα πει και τι θα κάνει, για ποιον σοσιαλισμό γινόταν λόγος;

Το αντίπαλο δέος

Ορισμένοι υποστηρικτές ή νοσταλγοί του υπαρκτού σοσιαλισμού κάνουν λόγο για το αντίπαλο δέος που χάθηκε, και που η απουσία του από το διεθνές σκηνικό σήμερα επιβεβαιώνει ότι αυτές οι χώρες ήταν κάτι διαφορετικό από τον καπιταλισμό. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι αν αυτές οι χώρες ήταν κάτι διαφορετικό από τον “αυθεντικό” καπιταλισμό – ήταν πράγματι κάτι διαφορετικό. Το ότι δεν ήταν σοσιαλισμός δεν σημαίνει ότι ήταν καπιταλισμός, ούτε τα πράγματα γενικά είναι μαύρο-άσπρο. Οι οικονομίες των ανατολικών χωρών έφεραν ακόμα πάνω τους πολλά στοιχεία από την πορεία μετάβασης προς το σοσιαλισμό, είχαν ισχυρό “κράτος πρόνοιας” (αν αποτιμηθούν με τα κριτήρια μιας καπιταλιστικής χώρας), και πάει λέγοντας. Αν όμως χάθηκε κάτι από το διεθνές σκηνικό αυτό δεν είναι το αντίπαλο δέος – διότι αυτές οι χώρες, κι η ίδια η Σοβιετική Ένωση, είχαν πάψει προ πολλού να αποτελούν δέος για τον ιμπεριαλισμό, τουλάχιστον με την ιδεολογικοπολιτική έννοια. Ωστόσο, όντως χάθηκε μια μεγάλη περιοχή του πλανήτη με κοντά μισό δισεκατομμύριο ανθρώπους, όπου οι όποιες πολιτικές ασκούνταν βρίσκονταν ακόμη μέχρι το ’85 πολύ μακριά από το νεοφιλελευθερισμό που είχε ήδη επικρατήσει στη Δύση. Η εξάλειψη αυτής της περιοχής ήταν ένα πραγματικά μεγάλο δώρο στον καπιταλισμό της Δύσης, που με άλλον αέρα, “δικαίωσης” πια, ξεδίπλωσε παραπέρα τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.

Ναι, η κατάρρευση αυτής της διαφορετικότητας ή νησίδας (αλλά νησίδας με διαστάσεις πολύ-πολύ μεγαλύτερες από αυτές π.χ. της Κούβας στη Λατινική Αμερική) ήταν μια μεγάλη ανατροπή και απουσία στο διεθνές σκηνικό. Αλλά η υποστολή αυτής της διαφορετικότητας, η ευθεία υποστολή της αντιπαλότητας με τη Δύση, ήταν η κεντρική επιλογή της περεστρόικα, και πιο συγκεκριμένα της “Νέας Σκέψης” του Γκορμπατσόφ – που χαιρετίστηκε τότε από σύσσωμο το ανατολικό μπλοκ, καθώς και από το σύνολο σχεδόν της Αριστεράς, η οποία είτε αλληθώριζε είτε κριτικάριζε “ελαφρώς” τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Αλήθεια, πόσο αντίπαλο και πόσο δέος είναι το δέος που προγραμματίζει και ανακοινώνει την υποστολή της αντιπαλότητάς του;

Γιατί κατέρρευσε

Ο καπιταλισμός θριάμβευσε τάχα, όχι μόνο γιατί νίκησε στον αγώνα με το σοσιαλισμό, αλλά και γιατί ο δεύτερος κατέρρευσε κάτω από τις ίδιες του τις αντιφάσεις. Ανατράπηκε από βελούδινες ή όχι βελούδινες “επαναστάσεις” που δήθεν εξέφραζαν το διακαή πόθο των εκεί λαϊκών μαζών να αντικαταστήσουν τα καθεστώτα εκείνα με “δυτικά δημοκρατικά καθεστώτα”. Αυτή είναι σήμερα η κυρίαρχη αφήγηση που υποβάλλεται από την αστική σκέψη. Στην πιο “βαθιά” εκδοχή της, η αφήγηση αυτή επισημαίνει την ανεπάρκεια και το γραφειοκρατισμό της σχεδιοποιημένης οικονομίας συγκριτικά με την οικονομία της αγοράς, την αδυναμία της να ακολουθήσει τη Δύση στην επιστημοτεχνική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών κ.λπ. Η εικόνα του βερολινέζικου τείχους που γκρεμίζεται από χιλιάδες Ανατολικογερμανούς παρέχει τη φαντασμαγορία που αντέχει δύο δεκαετίες μετά, με τη δύναμη της εικόνας να αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερη από τη στάθμιση των πραγματικών γεγονότων, από τα επιχειρήματα, από τη σκέψη.

Αλλά, πέρα από τη φαντασμαγορία, υπάρχουν τα γεγονότα. Σε πολλές χώρες δεν υπήρξαν καν σημαντικές μαζικές κινητοποιήσεις, ή δεν υπήρξαν καθόλου. Ακόμη και εκεί που υπήρξαν, αυτό που εκφράστηκε στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ήταν η επιθυμία να εγκαθιδρυθεί ένας καπιταλισμός δυτικού τύπου, ή να ξηλωθεί γενικά το παλιό σύστημα. Το ότι φτάσαμε τελικά εκεί είναι περισσότερο γιατί το επέλεξαν κάποιοι από τους από πάνω, παρά επειδή το απαίτησαν οι από κάτω. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές των κινητοποιήσεων δήλωναν αργότερα απογοητευμένοι από την τροπή που πήραν τα πράγματα, και εξηγούσαν ότι η τελική κατάληξη κάθε άλλο παρά ήταν αυτό που επεδίωκαν.

Στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν το ίδιο πράγμα οι διαδηλωτές που ζητούσαν δικαιώματα με τους “εκδρομείς” που ήθελαν “οπωσδήποτε” να μεταβούν στη Δύση. Όπως παραδέχονται ακόμη και δυτικοί αναλυτές, αυτό που ζητούσαν οι πρώτοι δεν ήταν ο καπιταλισμός, ούτε η ενοποίηση με την καπιταλιστική Δυτική Γερμανία. Το πώς φτάσαμε τελικά στην ενοποίηση ύστερα από λίγους μήνες είναι μια άλλη συζήτηση. Τέλος, το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις οι μεταβατικές ηγεσίες στο πρώην ανατολικό μπλοκ επέλεγαν να μιλούν για “ανανέωση του σοσιαλισμού” (και όχι για γκρέμισμα και αντικατάσταση από τον καπιταλισμό), δείχνει ορισμένα πράγματα. Φανερώνει ότι η “κατάρρευση” και η μετάβαση στην καπιταλιστική οικονομία δεν ήταν διακαής παλλαϊκός πόθος. Αντίθετα, η ανάγκη για αλλαγές έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από μερίδα των ιθυνόντων του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού ώστε να βελτιώσουν τη δική τους θέση.

Στην Ουγγαρία το κυβερνών κόμμα απλώς μεταλλάχτηκε και ξεκίνησε το ίδιο τη διαδικασία της “κατάρρευσης”. Στη Βουλγαρία το ίδιο. Στη Ρουμανία το μεγαλύτερο μέρος του μηχανισμού, σε ηγεσία, στρατό και μυστικές υπηρεσίες, ήταν αναμεμιγμένο ή προσχώρησε στο πραξικόπημα ανατροπής του Τσαουσέσκου. Στη Σοβιετική Ένωση η κλίκα του Γκορμπατσόφ συμμάχησε με την επίδοξη νέα πλουτοκρατία των ιδιωτών και με τους εθνικιστές προκειμένου να προωθήσει την περεστρόικα και τη μετάβαση στη “σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς”. Και στις περισσότερες σοβιετικές δημοκρατίες ήταν οι ίδιες οι τοπικές ηγεσίες του ΚΚΣΕ, νυν ή πρώην, που κέντρισαν τα αποσχιστικά εθνικιστικά κινήματα, αναζήτησαν ξένη βοήθεια, επεδίωξαν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης κ.λπ.

Ο ρόλος της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν καταλυτικός. Θα ήταν ίσως υπερβολή αν λέγαμε πως ήταν αυτή που προκάλεσε τις “επαναστάσεις του ’89”. Ωστόσο, τουλάχιστον στις μισές από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης ο εσωτερικός συσχετισμός και η δυτική πίεση δεν ήταν αρκετή για “επαναστάσεις” – εκεί έπαιξε καθοριστικό ρόλο η συνδρομή του σοβιετικού παράγοντα. Στη Ρουμανία ο καθοριστικός ρόλος της KGB στο πραξικόπημα θεωρείται από τους περισσότερους δεδομένος. Το ίδιο ο ρόλος της σοβιετικής πρεσβείας στο παλατιανό πραξικόπημα που παραμέρισε το Ζίβκοφ στη Βουλγαρία. Στην Ανατολική Γερμανία η σοβιετική ηγεσία έπαιξε ρόλο και στον παραμερισμό του Χόνεκερ και στην “Πτώση του Τείχους”. Είναι χαρακτηριστική η ενημέρωση του Αμερικανού συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας προς τη Βόννη, την επομένη της Πτώσης, ότι “ο Γκορμπατσόφ διέταξε το [ανατολικογερμανικό κυβερνών κόμμα] SED να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση”.

Ίσως η περίπτωση της Πολωνίας είναι η πιο χαρακτηριστική. Η διαδικασία μοιράσματος της εξουσίας με το εκτός νόμου συνδικάτο “Αλληλεγγύη” βρισκόταν υπό την αμοιβαία επίβλεψη ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Στελέχη της Αλληλεγγύης επισκέπτονταν κάθε τόσο την αμερικανική πρεσβεία και έπαιρναν γραμμή – αυτά πλέον είναι επιβεβαιωμένα, αφού τα τηλεγραφήματα ανάμεσα στην πρεσβεία και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχουν αποχαρακτηριστεί. Ότι κι αν ήταν η Αλληλεγγύη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, το ’89 ήταν πια ένα μόρφωμα πλήρως υιοθετημένο από την Ουάσιγκτον – κι αυτό σε πλήρη γνώση του πολωνικού κόμματος και των Σοβιετικών, που προωθούσαν τη συγκυβέρνηση. Όταν η Αλληλεγγύη κατήγαγε συντριπτική νίκη στις πρώτες εκλογές του Ιούνη ’89, χρειάστηκε να επιστρατευτεί ο ίδιος ο Μπους για να μεταπείσει το γενικό γραμματέα Γιαρουζέλσκι να μην αρνηθεί την προεδρία και αθετηθούν τα συμφωνηθέντα με τον Γκορμπατσόφ. Σε πνεύμα αμοιβαιότητας, λίγο αργότερα ο Γκορμπατσόφ τραβούσε το αυτί των πολωνών “συντρόφων”, όταν απείλησαν προς στιγμή να σχηματίσουν κυβέρνηση χωρίς την Αλληλεγγύη. Έτσι αποκαταστάθηκε και στην Πολωνία η δημοκρατία…

Απατηλή φαντασμαγορία

Αν τα οικονομικά προβλήματα του υπαρκτού σοσιαλισμού ήταν η κύρια αιτία της κατάρρευσης, όπως ισχυρίζεται η κυρίαρχη αφήγηση, ο σύγχρονος καπιταλισμός έπρεπε αντίστοιχα να έχει καταρρεύσει πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια. Αλλά να καταρρεύσει προς τα πού; Ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε προς τον καπιταλισμό, διότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους ιθύνοντες που τα είχαν δημιουργήσει. Οι ιθύνοντες ήταν ακριβώς αυτοί που ήθελαν να απαλλαγούν από τους περιορισμούς του όποιου σοσιαλισμού, και να μεταβούν αποφασιστικά στην οικονομία της αγοράς – και το χωρίς προηγούμενο φαγοπότι που αυτή η μετάβαση συνιστούσε, όπως κι έγινε.

Οι ωφελημένοι αυτής της μετάβασης, ο δυτικός ιμπεριαλισμός και η νέα πλουτοκρατία των πρώην ανατολικών χωρών, έχουν κάθε λόγο να συντηρούν την απατηλή φαντασμαγορία της κατάρρευσης. Το πώς και γιατί φτάσαμε σ’ αυτές τις επαίσχυντες ηγεσίες, το πώς και γιατί φτάσαμε σε έναν υπαρκτό σοσιαλισμό που ήταν δυσφημιστικό υποκατάστατο μιας κοινωνίας που οικοδομεί τον κομμουνισμό, αυτά είναι ουσιώδη ερωτήματα που ζητούν απάντηση.

Το κομμουνιστικό κίνημα (όσο ήταν τέτοιο!) διέψευσε πολλές φορές όσους ισχυρίζονται ότι “ο κομμουνισμός είναι καταδικασμένος, διότι είναι καλός στη θεωρία αλλά αποτυχημένος στην πράξη”. Μένει να αποδειχτεί αν είμαστε ικανοί να διδαχτούμε από τις “ελεεινότητες των πρώτων προσπαθειών” και να οικοδομήσουμε το σύγχρονο απελευθερωτικό κομμουνιστικό κίνημα του 21ου αιώνα. Διαψεύδοντας έτσι και πάλι έμπρακτα, ακόμη πιο οριστικά, τους θλιβερούς απολογητές ενός χρεοκοπημένου, γενοκτονικού, εντελώς καταστροφικού πια συστήματος.

Γιώργος Τσίπρας