Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ: “ΜΕΙΟΨΗΦΙΕΣ”, ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ “ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ”

τ.214, 9/3/2007 (σε ένθετο το τ.2 του Μαθητικού Εντύπου Εκτός Ύλης)

Η άποψη μας

«Μειοψηφίες», κοινωνία και «μεταρρυθμίσεις»

«Με αποφασιστικότητα, με σύνεση, έχοντας την κοινωνία στο πλευρό μας, κάνουμε τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που διασφαλίζουν με σιγουριά ένα καλύτερο αύριο για όλους» (Κ. Καραμανλής, 5/3/07)

Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει τον τρόπο που η κυβέρνηση Καραμανλή χαρακτηρίζει όσους αγωνίζονται: «Διαμαρτυρόμενες μειοψηφίες». Όμως όλο και συχνότερα εμφανίζονται τέτοιες μειοψηφίες που εμποδίζουν το προχώρημα των «μεταρρυθμίσεων» οι οποίες «με σιγουριά» (τονισμένο) μας διασφαλίζουν ένα καλύτερο αύριο για όλους, σύμφωνα με τα λόγια του πρωθυπουργού. Τότε επικαλούμαστε τις βασικές αρχές της δημοκρατίας (αστικής): Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που έχει εντολή από την κοινωνία παίρνει τις αποφάσεις και ο εν γένει κρατικός μηχανισμός τις εφαρμόζει με ολίγη από ΜΑΤ, δακρυγόνα και χημικά αν χρειαστεί, ή με τη γενικευμένη οικονομική τρομοκρατία που συστηματικά ασκείται στους εργαζόμενους.

Όμως αυτός ο αλαζονικός τρόπος να χαρακτηρίζονται όσοι αγωνίζονται «μειοψηφίες» και να μην δίνεται η πρέπουσα προσοχή στο τι λένε, τι ζητάνε, τι προσπαθούν να εμποδίσουν, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ο ράθυμος πρωθυπουργός έκανε τη δήλωση που αναγράφουμε στην αρχή για να δώσει το βάρος που πρέπει στο Νόμο Πλαίσιο. «Έχουμε την κοινωνία μαζί μας». Από πού συνάγεται το συμπέρασμα αυτό; Μπορεί το 43% των ψηφισάντων στις εκλογές του 2004 που κατέχει πάνω από το 50% των βουλευτικών θέσεων στο κοινοβούλιο να διατείνεται για 4 χρόνια πως ό,τι νομοθετεί και ό,τι πράττει εκφράζει την «κοινωνία» ή έστω την πλειοψηφία της; Ή μήπως το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται σε όσα λέγουν τα γκάλοπ του τύπου «να γίνουν ή να μην γίνουν αλλαγές στα ΑΕΙ», «να ανοίξουν ή να παραμείνουν κλειστά τα ΑΕΙ»; Γιατί να μην ισχύει το απλό συμπέρασμα πως για να είναι κλειστά τα ΑΕΙ για ένα χρόνο περίπου, μάλλον υπάρχει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και μάλλον οι «μειοψηφίες» δεν είναι τόσο μειοψηφίες, και πολύ περισσότερο ένα μεγάλο τμήμα  δεν συμφωνεί ότι οι «μεταρρυθμίσεις» διασφαλίζουν με σιγουριά ένα καλύτερο μέλλον για όλους.

Όμως το πρόβλημα είναι σοβαρότερο. Ζητά ένα συνδικαλιστικό όργανο και μάλιστα πανεπιστημιακών καθηγητών να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό και δεν εισπράττει μια άρνηση (όπως τόσες άλλες φορές οι αστοί πολιτικοί κάνουν), αλλά δέχεται ένα μπαράζ δηλώσεων του κυβερνητικού εκπροσώπου για το ότι η ΠΟΣΔΕΠ είναι μια «μειοψηφία» και αυτή, αφού σ’ αυτήν συμμετέχουν 3.000 καθηγητές σε σύνολο 12.000. Η Ομοσπονδία αυτή καταχωρείται στις δυνάμεις των «υποκινούμενων μειοψηφιών» και ίσως να έχει και διασυνδέσεις με ένα άλλο φαινόμενο (θεωρία του Πολύδωρα), τη λεγόμενη «ημιτρομοκρατία».

Εντέλει ποιος θα κυβερνήσει; Ποιος θα αποφασίζει; Μα φυσικά η Βουλή. Ποιος άλλος; Στις θορυβώδεις «μειοψηφίες» αντιπαρατίθεται μια σκιώδης «σιωπηλή πλειοψηφία» που φυσικά εκφράζεται από την κυβέρνηση, και τα ιδανικά της τα διαφυλάσσουν τα αγνά ΜΜΕ.

Όταν πρέπει να υπηρετήσεις μια αντιλαϊκή κατεύθυνση και αυτό είναι απόλυτα σαφές σε όσους κυβερνούν και όσους διαμορφώνουν όρους για να εφαρμόζεται αυτή η πολιτική, τότε είναι αναγκαίο να καταφύγεις στο σχήμα: Είμαστε η κυβέρνηση, είναι μαζί μας η κοινωνία, προωθούμε αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για το καλό όλων. Όσοι αντιδρούν είναι μειοψηφίες και υποκινούμενοι.

Στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις του κεφάλαιου εκπροσωπούν μια ισχνή μειοψηφία της κοινωνίας (της καλής κοινωνίας που λέμε) αλλά κατέχουν πολλά «μονοπώλια» και μηχανισμούς επιβολής της ηγεμονίας τους. Αντικειμενικά δεν εκφράζουν την κοινωνία στο σύνολό της, και τα μέτρα που παίρνουν πλήττουν τη συντριπτική πλειοψηφία της. Ποιος σοβαρός άνθρωπος μπορεί να υποστηρίξει ότι ο νεοφιλελευθερισμός εκφράζει τις ανάγκες της κοινωνίας και με σιγουριά μας οδηγεί σε ένα καλύτερο μέλλον; Απολύτως κανείς. Όμως ολόκληρος ο αστικός πολιτικός κόσμος, έχοντας υποταχθεί πλήρως στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει τέτοιες τεράστιες αναλήθειες και, για να το πούμε πιο απλά, τέτοιες τεράστιες μπούρδες. Η φράση του κ. Καραμανλή που παραθέσαμε στην αρχή είναι μια τέτοια τεράστια μπούρδα από πλευράς περιεχομένου.

Στην ουσία ολόκληρη η κοινωνία που πλήττεται από το νεοφιλελευθερισμό χαρακτηρίζεται «μειοψηφία» και με ευχαρίστηση παίζεται το παιχνίδι της καλής αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και συγκαλύπτεται ο τεράστιος αντιδημοκρατικός κατήφορος και η απογύμνωση της πολιτικής που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες.

Μέσα από τους πολύμηνους αγώνες των φοιτητών και των πανεπιστημιακών έχει ξεπηδήσει μια νέα γενιά που έχει πεισμώσει, έχει θυμώσει για τον τρόπο που της φέρονται και για την αναλγησία του δικομματισμού και ειδικά της κυβέρνησης Καραμανλή. Αυτή η διάχυτη «γενιά του 16» δεν είναι παρούσα μόνο μέσα στα ΑΕΙ, δεν είναι μια «μειοψηφία». Έχει πολλούς δεσμούς με την κοινωνία και μπορεί να συνδεθεί με τη δυσαρέσκεια προς την αντιλαϊκή πολιτική. Κάνει μεγάλο λάθος ο Καραμανλής αν νομίζει πως μπορεί να μετατρέψει τη φοιτητική αναταραχή σε σάκο του μποξ για τη συσπείρωση μιας συντηρητικής εκλογικής «πλειοψηφίας» που θα του δώσει τη νίκη στις προσεχείς εκλογές. Το «νόμος, ασφάλεια, τάξη, μεταρρύθμιση» μπορεί να λειτουργεί σε ένα μέρος της κοινωνίας, αλλά ο «σάκος του μποξ» μπορεί να πέσει πάνω του, ή στον πραγματικό αγώνα να δεχθεί σοβαρά χτυπήματα.

Η κυβέρνηση Καραμανλή έκλεισε στην ουσία τα πανεπιστήμια για ένα χρόνο επιχειρώντας να περάσει το Νόμο Πλαίσιο και την αναθεώρηση του άρθρου 16 και φωνασκεί για το άνοιγμά τους, όπως φωνάζει ο κλέφτης «πιάστε τον κλέφτη»! Επιχειρεί τώρα με αλαζονικό τρόπο να τα «ανοίξει» με τους νεοφιλελεύθερους όρους διάλυσης του δημόσιου χαρακτήρα τους, δημιουργώντας μεγαλύτερα αδιέξοδα. Τι εισέπραξε; Γέννησε ένα μεγάλο κίνημα που, ό,τι και να γίνει από ‘δώ και μπρος, είναι ένα μεγάλο όφελος για την κοινωνία και το λαϊκό κίνημα. Δεκάδες χιλιάδες φοιτητές, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι σ’ ολόκληρη τη χώρα διαδήλωσαν, συγκρούστηκαν, ψήφισαν σε συνελεύσεις, αηδίασαν με τα δελτία ειδήσεων, κατάλαβαν πολλά και κυρίως «ψήθηκαν» στην ιδέα του αγώνα. Μόνο αυτή η ιδέα μπορεί να οδηγήσει με σιγουριά σε ένα καλύτερο αύριο, όχι για όλους, αλλά για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας.