Τις τελευταίες εβδομάδες η Κυβερνητική Επιτροπή προετοίμασε ένα νομοσχέδιο που αφορά ζητήματα οικογένειας και επιμέλειας τέκνων, στο οποίο μεταξύ άλλων προβλέπεται η δυνατότητα των συζύγων μετά από συναίνεση να έχουν κοινό επώνυμο. Επιχειρείται να καταργηθεί έτσι μια βασική πρόβλεψη του ν. 1329/1983 που ισχύει σήμερα: η αναγκαστική διατήρηση του οικογενειακού του επωνύμου (πατρικού) από τον κάθε σύζυγο.
Τα επιχειρήματα για την πρόταση αυτή είναι ότι δεν προκύπτει εύκολα η συζυγική σχέση δύο ανθρώπων και ότι ενδεχομένως αυτοί θα αντιμετωπίσουν προβλήματα σε συναλλαγές ή σε ταξίδια στο εξωτερικό. Αξιοσημείωτη είναι η πρόβλεψη για "συναίνεση" των συζύγων, για την οποία συναίνεση όλοι και όλες μπορούμε να υποθέσουμε πώς θα προκύπτει στην ελληνική ανδροκρατούμενη κοινωνία και οικογένεια…
Το υπόβαθρο, το ιδεολογικό περιβάλλον και οι στοχεύσεις αυτής της εξωφρενικά οπισθοδρομικής νομοθετικής κίνησης που μας γυρνά 25 χρόνια πίσω δεν είναι δύσκολο να διαγνωστούν. Πρόκειται για επιβεβαίωση σε υλικό και σε συμβολικό επίπεδο του δευτερεύοντα ρόλου που επιφυλάσσεται στις γυναίκες και τον οποίο η συντηρητική κυβέρνηση Καραμανλή θέλει όχι μόνο να εμπεδώσει, αλλά και να διαδώσει περαιτέρω.
Είναι γνωστό ότι οι έγγαμες γυναίκες δεν καταθέτουν φορολογική δήλωση ως άτομα, δεν είναι υπόχρεες απέναντι στην Εφορία, υπόχρεοι είναι μόνο οι άνδρες-σύζυγοι και οι γυναίκες-σύζυγοι είναι απλώς "οι δηλούσες". Οι άγαμες γυναίκες καταθέτουν φορολογική δήλωση ως "δηλούντες" και όχι ως "δηλούσες".
Είναι γνωστό, επίσης, ότι παρόλο που ο ισχύων νόμος για την οικογένεια δίνει τη δυνατότητα τα παιδιά που γεννιούνται σε ένα γάμο να έχουν το επώνυμο οποιουδήποτε από τους γονείς ή και των δύο γονιών, η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που γεννήθηκαν τα τελευταία 25 χρόνια έχει το επώνυμο του πατέρα, μια μικρή μειοψηφία έχει και τα δύο επώνυμα και μια ακόμη μικρότερη έχει το επώνυμο της μητέρας.
Είναι γνωστό, επίσης, ότι οι γυναίκες ετεροπροσδιορίζονται όχι μόνο στη γλώσσα των επίσημων επωνύμων, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα. Η παραδοσιακή Γραμματική έχει ονομάσει "ανδρωνυμικά" τα ονόματα όπως "η Γιώργαινα, η Κώσταινα" που χρησιμοποιούνταν κάποτε ευρέως, αλλά δεν είναι καθόλου σπάνιο και στις μέρες μας, και μάλιστα ακόμα και στους κύκλους των αριστερών, να ακούσει κανείς να αναφέρονται σε μια γυναίκα ως "η τάδε του δείνα" και όχι ως "η τάδε".
Με τα ονόματα, λοιπόν, ονομάζουμε μια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα ονομάζοντάς την έτσι και μάλιστα σε επίσημο επίπεδο, την ενισχύουμε, τη νομιμοποιούμε, την κατοχυρώνουμε.
Η κοινωνική πραγματικότητα, αυτή που επιβάλλει στις γυναίκες να είναι προσδεμένες στο σύζυγο και την οικογένεια σε όλη τους τη ζωή, να είναι πάντοτε σε δευτερεύοντες ρόλους είτε στην εργασία, είτε στην πολιτική οργάνωση είτε στην καθημερινή ζωή, να είναι χαρούμενες όταν παίρνουν το όνομα του συζύγου ή όταν κουβαλάνε δύο επώνυμα δεν θα αλλάξει προφανώς, αν περιορίσουμε τον αγώνα μας μόνο στο επίπεδο της γλώσσας ή της νομοθεσίας.
Εάν αγνοούμε ή υποβαθμίζουμε, όμως, αυτά τα επίπεδα, είμαστε απλώς συμμέτοχοι και συνένοχοι στη συντηρητική επίθεση που καταστρατηγεί κατοχυρωμένα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, που διαμορφώνει το "νέο" κλίμα του μεταμοντέρνου σκοταδισμού. Οι λέξεις μπορεί να ονομάζουν τα πράγματα, αλλά οι γυναίκες αγωνίζονται εδώ και πολλές δεκαετίες να μην είναι "αντικείμενα".
Οι νέες γυναίκες, τα μικρά κορίτσια έχουν δικαίωμα να ζήσουν σε ένα δικαιότερο κόσμο και όχι όπως έζησαν οι γιαγιάδες τους. Η αντιδραστική αυτή νομοθετική ρύθμιση δεν πρέπει να περάσει!
Γιάννα Γιαννουλοπούλου