Τελευταία έχει προκύψει μεγάλη συζήτηση για την έννοια “μέλος” και κατ’ επέκταση για τα “κόμματα των μελών”. Λες και υπάρχουν κόμματα δίχως μέλη, ή μέλη δίχως κόμμα. Μια τέτοια συζήτηση γίνεται στον ΣΥΝ και τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά, με άλλους όρους, και στη ΝΔ. Πριν λίγο καιρό βέβαια το ΠΑΣΟΚ πρωτοπόρησε, με την “ηλεκτρονική δημοκρατία” και με την έννοια του “φίλου” του κόμματος – που με 2 ευρώ μπορεί να παίρνει μέρος σε κρίσιμες ψηφοφορίες δημοψηφισματικού χαρακτήρα για εκλογή αρχηγού.
Η όλη συζήτηση διανθίζεται με ένα ακόμη περίεργο παράδοξο: ενώ όλοι ομιλούν περί δημοκρατίας και εμβάθυνσής της, την ίδια στιγμή οι διάφορες διαδικασίες και προτάσεις αφορούν κυρίως την εκλογή του “αρχηγού”. Γιατί, όσα προχωρήματα και να έχουν γίνει, δεν μπορούν τα σύγχρονα κόμματα να κάνουν χωρίς “αρχηγό”. Φαίνεται πως έτσι, μέσα από το χειρισμό της ζήτησης δημοκρατίας (διότι όντως υπάρχει μεγάλη έλλειψη) και της ζήτησης συμμετοχής, λύνονται τα σύγχρονα προβλήματα εξουσίας εντός των κομμάτων.
Έτσι η κρίση που υπάρχει στο πολιτικό πεδίο, άρα και στα κόμματα, γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί με διάφορα υποκατάστατα συμμετοχής και με κακέκτυπα “δημοκρατίας” αμερικάνικης κοπής. Η κρίση του πολιτικού κόσμου, αποτέλεσμα της κυριαρχίας της επιχειρηματικής πολιτικής και του αδειάσματος των κομμάτων από τη δράση των ΜΜΕ, έχει οδηγήσει τα κόμματα στο σημείο να φαίνονται σαν μηχανισμοί και η διαπάλη στο εσωτερικό τους σαν διαπάλη για την εξουσία, και τίποτα άλλο. Και είναι φυσικό: όταν δεν υπάρχει καμιά μεγάλη ιδέα που να λειτουργεί σαν συνεκτικός ιστός, όταν λείπουν τα μεγάλα οράματα και οι στόχοι, όταν η πολιτική απογυμνώνεται από αυτά, τότε τα κόμματα παύουν “να έχουν μέλη” και αντιμετωπίζουν μια γενική δυσπιστία – άσχετα αν αναπαράγουν σε στιγμές εκλογών τις πελατειακές σχέσεις.
Η γενική δυσπιστία του κόσμου προς τα κόμματα και την πολιτική έχει λοιπόν συγκεκριμένες αφετηρίες: Η κυρίαρχη έκφραση της πολιτικής (εδώ περιλαμβάνεται και η Αριστερά) δεν μπορεί –ούτε θέλει– να απαντήσει στο μείζον θέμα της ανάγκης συμμετοχής και έκφρασης εκατομμυρίων ανθρώπων. Από την άλλη, η επιχειρηματική πολιτική –απογυμνωμένη από κάθε ιδεολογικό μανδύα πέραν της λατρείας της αγοράς και του ατομικισμού– αποκλείει κατά μυριάδες τον κόσμο από κάθε κοινωνικότητα και δυνατότητα συμμετοχής και ελέγχου. Η διάδοση και εξάπλωση σε μεγάλες διαστάσεις μιας αντιεξουσιαστικής ψυχολογίας και συμπεριφοράς δεν αφορά μόνο νεαρές ηλικίες, αλλά μπερδεύεται με τη γενική δυσπιστία προς τα κόμματα και την πολιτική όπως τα γνωρίζουμε μέχρι τώρα.
Όταν η Κωσταντίνα Κούνεβα, με το ηθικό κύρος που έχει αποκτήσει, λέει στην πρόσφατη συνέντευξή της: “Κάθε κόμμα είναι ένα πλαίσιο και κάθε άνθρωπος που συμμετέχει στο κόμμα είναι μια τελεία μέσα στο πλαίσιο. Υπάρχει ιεραρχία εκεί μέσα, κατά συνέπεια υπάρχει και ανταγωνισμός ποιος θα πάρει την πρώτη θέση. Και αυτός ο ανταγωνισμός βγαίνει έξω και τελικά μεταδίδεται ένα άρρωστο πνεύμα σε όλη την κοινωνία”, θέτει το ίδιο ζήτημα με άλλους όρους.
Τι προσφέρει λοιπόν το κόμμα στα μέλη του; Υπάρχει κόμμα των μελών; Υπάρχει για την Αριστερά μια άλλη πολιτική που να θέτει άλλες αξίες και να παράγει σε μαζική κλίμακα άλλα πρότυπα, άλλη πολιτική, άλλες ηγεσίες, άλλες σχέσεις μέσα στο κόμμα, άλλες σχέσεις του κόμματος με την κοινωνία; Το ζήτημα έχει τεθεί και τίθεται με πολλούς τρόπους. Έχει διαστάσεις φιλοσοφικές και θεωρητικές, αλλά ταυτόχρονα είναι άμεσα πολιτικό και πρακτικό ζήτημα. Δεν είναι απλά οργανωτικό ζήτημα (αν και πρέπει να υπάρχουν απαντήσεις και σε αυτό το επίπεδο). Στο “κόμμα” της αντισυστημικής Αριστεράς πρέπει να καλλιεργούνται “αντισώματα”, “θεσμοί”, διαδικασίες, λειτουργίες που να το καθιστούν πραγματικά “κόμμα των μελών”, με αποτελεσματικότητα και ουσία που να μην εκκρίνει ένα “άρρωστο πνεύμα στην κοινωνία”. Με δυο λόγια να είναι μέσα στην κοινωνία, χρήσιμο στην κοινωνία, και να λογοδοτεί για ό,τι κάνει.
Η ηγεμονία δεν είναι κάτι που επιβάλλεται με καταναγκασμό. Οι μηχανισμοί σήμερα είναι γυμνοί, περισσότερο από ποτέ. Το θέμα της “νέας μορφής οργάνωσης” (ας χρησιμοποιήσουμε αυτό το γενικό όρο) έχει τεθεί με επιτακτικό τρόπο, έμμεσα και άμεσα, τις τελευταίες δεκαετίες. Ας διαφυλάξουμε τη σοβαρότητα του ζητήματος από τις λύσεις ανάγκης που χειρισμοί και συμβιβασμοί θα γεννήσουν. Χωρίς βέβαια να ξεχνάμε πως το περιεχόμενο, η ιδεολογική κατεύθυνση και η πολιτική γραμμή, η πολιτική ταυτότητα, είναι αυτά που θα κρίνουν το ζήτημα επί της ουσίας.
Κώστας Καρυδιάς