Τη στιγμή που η νεοφιλελεύθερη θηλιά των Βρυξελλών σφίγγει, τη στιγμή που η Κομισιόν και η ΕΚΤ όχι μόνο επιβάλλουν την οικονομική πολιτική, αλλά χρησιμοποιούνται προκλητικά και ως φόβητρο για να αποδειχτεί τάχα η ανικανότητα της προηγούμενης κυβέρνησης, ώστε ο λαός πιεζόμενος από τρομοκρατικά σενάρια να συρθεί για μια ακόμα φορά εκβιαστικά να αποδεχτεί την “κακή του μοίρα”, και ενώ βρισκόμαστε μόλις τέσσερις μέρες μετά και την τυπική έναρξη εφαρμογής της Συνθήκης της Λισαβόνας, ο “ευρωπαϊσμός” μπαίνει δικαιωματικά ψηλά στην ημερήσια πολιτική διάταξη, πολύ δε περισσότερο για την Αριστερά – σε οποιοδήποτε ρεύμα και αν αυτή αναφέρεται.
Κείμενα: Σπύρος Παναγιώτου – Μιχάλης Σιάχος
Σήμερα, ακόμα και ο ελάχιστα πληροφορημένος, αντιλαμβάνεται ότι “κάτι τρέχει” με την ΕΕ. Με τα ΜΜΕ να μιλούν σχεδόν καθημερινά για “οργή Βρυξελλών” και την κυβέρνηση Παπανδρέου κυριολεκτικά να “φωνάζει” ότι μοναδικός της ρόλος δεν είναι πλέον ούτε καν αυτός του διαχειριστή, αλλά μόνο του υλοποιητή των επιταγών της ΕΕ (και μάλιστα υπό καθημερινή ασφυκτική παρακολούθηση), οι επί δεκαετίες καλλιεργούμενοι από τον αστισμό μύθοι για το “σωτήριο” ρόλο της ΕΕ αποκαλύπτονται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο.
Η θηλιά των Βρυξελλών σφίγγει ακόμα πιο πολύ και πλέον λαμβάνει νεοαποικιακά χαρακτηριστικά. Η μόλις δύο μηνών κυβέρνηση εκλιπαρεί για επιείκεια, δεσμευόμενη ότι με την “υπευθυνότητα” που τη διακρίνει θα εφαρμόσει κατά γράμμα και χωρίς παρεκκλίσεις τις νεοφιλελεύθερες διαταγές. Καταθέτει στα πόδια των Αλμούνια, Μπαρόζο, Τρισέ και Γιούνκερ την ήδη διαλυμένη κοινωνική ασφάλιση, τους υπόσχεται οριστική ανατίναξη του δικαιώματος στην εργασία και προωθεί μέρα τη μέρα περισσότερη φτώχεια, περισσότερη ανεργία κ.λπ.
Στο πλαίσιο που διαμορφώνεται και σαφέστατα προοιωνίζεται για το λαό ακόμα πιο δύσκολες μέρες, το θέμα του “ευρωπαϊσμού”, που ακόμα και από πλευρές της Αριστεράς μπαίνει ως αδιαπραγμάτευτο, έρχεται στο επίκεντρο. Η επί 50 χρόνια προωθούμενη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δείχνει τα όριά της και τους πραγματικούς στόχους της. Λαοί της Ευρώπης – όμηροι μιας οικονομικής ολιγαρχίας, με έλλειμμα δημοκρατίας και μια δαιδαλώδη γραφειοκρατία, που προωθεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Μια ελίτ που στραγγαλίζει λαούς και τάσσεται στο πλευρό των ΗΠΑ, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς.
Η περιβόητη “ευρωπαϊκή ιδέα” εξελίσσεται με αλματώδη τρόπο σε βρόχο για τους λαούς. Οι ίδιοι που προώθησαν όλες τις νεοφιλελεύθερες συνθήκες, ξεκινώντας από το Μάαστριχτ και φτάνοντας μέχρι το ασφυκτικό Σύμφωνο Σταθερότητας και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία συνταγματοποιεί το νεοφιλελευθερισμό, οι ίδιοι που ευθύνονται για την κρίση, επικαλούμενοι με τον πιο προκλητικό τρόπο αυτές ακριβώς τις συνθήκες απειλούν και στραγγαλίζουν την ελληνική οικονομία και μεγεθύνουν τα κοινωνικά αδιέξοδα, κερδοσκοπώντας ακόμα και με το ενδεχόμενο της πτώχευσης.
Αν όχι τώρα, πότε;
Είναι προφανές ότι σήμερα το ζήτημα του “ευρωπαϊσμού” επιβάλλεται να ανέβει. Το “αν όχι τώρα, πότε, και αν όχι εμείς, ποιοι;” είναι απόλυτα πραγματικό και ρεαλιστικό. Είναι, επίσης, προφανές ότι ειδικά η Αριστερά, αν θέλει να υπηρετήσει το ρόλο της –όσο και όπως μπορεί– επιβάλλεται να μιλήσει μακριά από κοσμοπολίτικες αντιλήψεις και αυταπάτες και κόντρα στα “οράματα” που επί δεκαετίες καλλιεργεί ο δικομματισμός.
Πόσο “αναχρονιστικό” ή ξεκομμένο από το σήμερα (όπως ισχυρίζονται πολλοί) θα ήταν το να μπει σήμερα από την Αριστερά ως στόχος του λαϊκού κινήματος και να παλευτεί μαζικά και δυναμικά το “όχι” στον “ευρωπαϊσμό”, το “όχι” στο Μάαστριχτ, το “όχι” στο Σύμφωνο Σταθερότητας, το “όχι” στη Συνθήκη της Λισαβόνας; Τι απήχηση θα είχε το γκρέμισμα από την Αριστερά των ήδη από την πραγματικότητα κλονισμένων στη συνείδηση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων αυταπατών, οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί όλα αυτά τα χρόνια, προβάλλοντας έναν άλλο δρόμο, κόντρα στις θηλιές που με περίσσιο κυνισμό περνά στο λαό το διευθυντήριο των Βρυξελλών;
Και όταν σήμερα μιλάμε για “ευρωπαϊσμό”, εννοούμε την αυθαίρετη, αλλά μεθοδευμένη ταύτιση της ΕΕ με την Ευρώπη γενικά, η οποία ταύτιση πλασάρεται και με ένα ψευδεπίγραφο κοινό συμφέρον των πολιτών της Ευρώπης. Είναι σήμερα η “χρυσή ευκαιρία” για την αποκάλυψη όλου αυτού του μηχανισμού που έχει στηθεί και ο οποίος δεκαετίες τώρα κατατάσσει στην κατηγορία των “αντι-ευρωπαίων” όσους κάνουν κριτική στην ΕΕ.
Μπορεί σήμερα να γίνει σαφές ότι είναι αστείο να ταυτίζεται η πορεία της ΕΕ του νεοφιλελευθερισμού, του ρατσισμού και του πολέμου γενικά με την Ευρώπη, τους εργαζόμενους και τους λαούς της. Η Αριστερά σήμερα από καλύτερους όρους μπορεί να μιλήσει, να αποκαλύψει και να αποκαθηλώσει μύθους, προτείνοντας τον πραγματικό ευρωπαϊσμό του διεθνισμού που θα ενώνει και θα συντονίζει τους εργαζόμενους για μια Ευρώπη κοινωνική και δημοκρατική, για μια Ευρώπη των λαών και όχι του πολέμου, του ρατσισμού και της καταστροφής του περιβάλλοντος.
Είναι σημαντικό, τέλος, να τονιστεί ότι η ΚΟΕ αναδεικνύει και θέτει σταθερά το ζήτημα της αντιπαράθεσης με τον “ευρωπαϊσμό” (και όχι μόνο σήμερα που τα δεδομένα γίνονται ασφυκτικά), κάτι που το έκανε με σαφή τρόπο και στην 3η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστικά να θυμίσουμε ένα μικρό απόσπασμα από την τοποθέτηση της ΚΟΕ στη συνεδρίαση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιούλιο του 2008. Στο σκέλος της πρότασης που αφορούσε τα καθήκοντα της Αριστεράς και πιο ειδικά σε ποια κατεύθυνση, με ποιο πρόγραμμα και με ποια προοπτική πρέπει να κινηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, τονιζόταν μεταξύ άλλων:
“Για να αλλάξουν τα πράγματα στην κοινωνία: Να μπει τέρμα στις πολιτικές της ακρίβειας, να δοθούν αυξήσεις στους μισθούς, να καταργηθούν όλοι οι αντεργατικοί νόμοι, να απαγορευτεί η μερική απασχόληση, όχι στις ιδιωτικοποιήσεις, να καταργηθούν όλοι οι νόμοι της ΝΔ που ξεπουλούν το δημόσιο πλούτο. Ενάντια στις πολιτικές της ΕΕ, χωρίς την ΟΝΕ και τα σύμφωνα σταθερότητας, για την απόσυρση της νεοφιλελεύθερης Ευρωσυνθήκης. Για μια αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη στην υπηρεσία του εργαζόμενου λαού”.
Σε ισχύ η ευρωσυνθήκη
Τέθηκε και τυπικά σε ισχύ από την 1η Δεκέμβρη η αντιδραστική Συνθήκη της Λισαβόνας. Η ευρωσυνθήκη, που παρά τα όχι των λαών πέρασε με σχεδόν πραξικοπηματικό τρόπο, συνταγματοποιεί το νεοφιλελευθερισμό και επιχειρεί να χτίσει την ΕΕ που ονειρεύεται το διευθυντήριο των Βρυξελλών.
Η συνθήκη της Λισαβόνας κατοχυρώνει την κατεύθυνση της ΕΕ σε πέντε βασικούς άξονες: Το νεοφιλελευθερισμό, τη στρατιωτικοποίηση, δίνει υπερεξουσίες στην Κομισιόν, παγιώνει την αστυνομοκρατία χτίζοντας τη σιδηρόφρακτη δημοκρατία και το ευρωφακέλωμα, και προωθεί τη ρατσιστική και ξενοφοβική Ευρώπη-φρούριο.
Για την ιστορία, να θυμίσουμε ότι οι προσπάθειες της ΕΕ για τη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού ξεκινούν από το 2001. Το πρώτο ευρωσύνταγμα προτείνεται το 2004, αλλά παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες αποσύρεται –έστω προσωρινά– μετά το “όχι” του γαλλικού και του ολλανδικού λαού.
Το 2007 εισάγεται ουσιαστικά το ίδιο κείμενο, ως ευρωσυνθήκη αυτή τη φορά, ώστε να αποφευχθούν τα… επικίνδυνα δημοψηφίσματα. Στην Ιρλανδία, όμως, η οποία είχε συνταγματικό κώλυμα, ο λαός με δημοψήφισμα είπε πάλι “όχι”. Ένα χρόνο μετά το ιρλανδικό “όχι” στη συνθήκη της Λισαβόνας η ΕΕ αποφάσισε να επιβάλει τη διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος, εκβιάζοντας με κάθε μέσο και κόστος τελικά το “ναι”.
Την προηγούμενη Τρίτη, ημέρα έναρξης ισχύος της ευρωσυνθήκης, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Χουντής τόνισε ότι “η Συνθήκη της Λισαβόνας, που σήμερα τίθεται σε ισχύ, είναι αντίθετη με τη βούληση των λαών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επιθυμούν μια Ευρώπη δημοκρατική κι όχι μια Ευρώπη της τρομολαγνείας, των καμερών, της αδιαφάνειας και του ψαλιδίσματος των προσωπικών δεδομένων. Μια Ευρώπη που θα εγγυάται τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα κι όχι μια Ευρώπη των διακρίσεων, της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού. Θέλουμε μια Ευρώπη της αλληλεγγύης και της προστασίας των ασθενέστερων κι όχι μια Ευρώπη των ασύδοτων αγορών και του Συμφώνου Σταθερότητας. Θέλουμε μια Ευρώπη οικολογική, όπου η προστασία του περιβάλλοντος θα είναι ύψιστη προτεραιότητα κι όχι ευκαιρία για υπερκέρδη. Μια Ευρώπη χειραφετημένη, παράγοντα διεθνούς ειρήνης και σταθερότητας κι όχι μια Ευρώπη υποχείριο στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η ευρωπαϊκή δεξιά και η σοσιαλδημοκρατία έχουν τεράστιες ευθύνες για την ψήφιση και εφαρμογή της Συνθήκης που είναι σφραγισμένη από τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού και του ευρωατλαντισμού”.
Σε καθεστώς εποπτείας η “Ιρλανδία του Αιγαίου”
Τη στιγμή που ο μεγαλύτερος χρηματοπιστωτικός οργανισμός του Ντουμπάι δήλωνε αδυναμία να πληρώσει τις υποχρεώσεις του, στέλνοντας νέες ανατριχίλες στην παγκόσμια αγορά, η Ελλάδα, η “Ιρλανδία του Αιγαίου”, δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις αλλά και νέα επίθεση κερδοσκοπίας από τις αγορές και την ΕΕ.
Το ουσιαστικό πάγωμα των μισθών και συντάξεων, η νέα φοροεπιδρομή, με αύξηση των έμμεσων φόρων κατά 3,5 δισ. ευρώ, οι δραστικές περικοπές των κοινωνικών παροχών, η επέκταση του μεσαίωνα στην αγορά εργασίας, το άνοιγμα του ασφαλιστικού δεν έπεισαν τους εταίρους των Βρυξελλών ούτε τους μεγάλους παίχτες της θεσμικής κερδοσκοπίας. Η γερμανική Deutsche Bank πρόβλεψε ότι η χώρα θα αναγκαστεί να καταφύγει στο ΔΝΤ για να εξυπηρετήσει τα δάνειά της, ενώ Merrill Lynch και Citi Bank πρόβλεπαν νέα υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, καθώς ο προϋπολογισμός θέτει ανέφικτους στόχους. Είχαν βέβαια προηγηθεί οι επισημάνσεις του διοικητή της “ανεξάρτητης” Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλου, που προειδοποιούσε ότι “βρισκόμαστε σε μια ισορροπία τρόμου στην περίπτωση που υποβαθμιστούν τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου” και απαιτούσε νέα, μόνιμου χαρακτήρα, μέτρα για το ασφαλιστικό και τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Από την πλευρά της η ΕΕ πιέζει ασφυκτικά για να τροποποιηθεί προς το χειρότερο ο προϋπολογισμός του 2010, δηλώνοντας ότι δεν είναι επαρκή τα εισπρακτικά μέτρα της κυβέρνησης, αξιώνοντας πλήρες πάγωμα μισθών, μεγαλύτερη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, άμεση απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων με αύξηση των ορίων εργασίας και δραστική περικοπή των συντάξεων. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το αν και πόσο περιθώριο δοθεί για τη “δημοσιονομική εξυγίανση”, η Κομισιόν έχει ήδη εφαρμόσει καθεστώς επιτήρησης στη χώρα, επιβάλλοντας στην ουσία τους στόχους του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ ετοιμάζεται να εγκαταστήσει στην Αθήνα ελεγκτές-αντιπροσώπους της που θα επιβλέπουν καθημερινά και αυτή ακόμα την εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Ποιος δεν θέλει τις πιέσεις;
Απέναντι σε αυτές τις πιέσεις η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να δείξει “πυγμή”. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου ο Γ. Παπακωνσταντίνου θα υποστηρίξει στις συναντήσεις στις Βρυξέλλες ότι “οι αποφάσεις για διαρθρωτικές αλλαγές έχουν παρθεί, οι εγγυήσεις έχουν δοθεί και οι πιέσεις αποσκοπούν να αποδυναμώσουν την κυβέρνηση” (Ελευθεροτυπία, 29/11/2009).
Η δήθεν “σκληρή γραμμή” απέναντι στις Βρυξέλλες είναι απάτη. Στην πραγματικότητα οι πιέσεις των Βρυξελλών αποτελούν το ζητούμενο κυβερνητικό άλλοθι-δικαιολογία για τη συνέχιση της πολιτικής της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας σε βάρος του λαού και των εργαζόμενων. Οι πιέσεις των Βρυξελλών και της αγοράς είναι το αντίστοιχο της “δημοσιονομικής προσαρμογής” της προηγούμενης κυβέρνησης, που οδήγησε στην εξαπόλυση της πιο βάρβαρης επίθεσης που γνώρισαν οι εργαζόμενοι και οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και της κοινοτικής επιτήρησης για δεύτερη φορά σε πέντε χρόνια. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν αποδεχτεί, χωρίς πιέσεις από τις Βρυξέλλες, ότι αποτελεί αναχρονισμό να απαιτούν οι εργαζόμενοι μόνιμη και σταθερή δουλειά με αμοιβή που να εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση. Σύγχρονη έννοια είναι η ανασφάλεια, η ανεργία, η μερική απασχόληση, η δια βίου εργασία, η χαμηλή σύνταξη, η διάλυση των κοινωνικών παροχών. Μοντέρνα πολιτική είναι η εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η προκλητική τους ενίσχυση σε βάρος των εργαζόμενων. Επιχειρούν να επιβάλλουν την άποψη ότι αποφυγή της χρεοκοπίας θα επιτευχθεί αν το “σύγχρονο” θριαμβεύσει πάνω στο “αναχρονιστικό”. Οι εργαζόμενοι θα κερδίσουν αν οι επιχειρήσεις κερδίζουν – αυτό είναι το κοινό, στρατηγικό δόγμα ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Παραμύθι σε βάρος των εργαζόμενων
Πρόκειται για χοντροκομμένη απάτη. Μια απάτη που καταρρέει αν απλά αναλογιστούμε ότι η, για 25 και πάνω χρόνια, ανεμπόδιστη στην ουσία εφαρμογή αυτής της πολιτικής έχει φέρει πάλι τη χώρα στην εποχή του “δυστυχώς επτωχεύσαμε” και στη “διεθνή επιτήρηση”. Τα ελλείμματα και η εκτίναξη του χρέους σχετίζονται με την ευρωπαϊκή οδηγία για τη διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας. Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, του τουρισμού, των υπηρεσιών κατέστησε τη χώρα πιο ευάλωτη στις διεθνείς κρίσεις και παράλληλα εκτίναξε το χρέος στα ύψη, διευρύνοντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών. Δεν είναι μόνο αυτό. Η για πάνω από 15 χρόνια συνεχής αύξηση του ΑΕΠ και οι παγκόσμιες πρωτιές στα κέρδη των επιχειρήσεων δεν έφεραν κανένα ανάλογο όφελος στους εργαζόμενους. Αντίθετα, οι εργαζόμενοι γνώρισαν μια πρωτοφανή επίθεση στο σύνολο των εργασιακών τους δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα τη συνεχή υποβάθμιση της οικονομικής και κοινωνικής τους θέσης.
Αυτή η συστηματική προσπάθεια εξαπάτησης και εκβιασμού του κόσμου της δουλειάς κρύβει μια άλλη ταξική πραγματικότητα. Ότι η πολιτική ενίσχυσης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων όχι μόνο οδήγησε στην εκτίναξη των χρεών, αλλά ότι ακόμα και αυτή η διαχείριση του χρέους αποτελεί πηγή κερδοφορίας για την οικονομική ολιγαρχία. Γιατί άραγε κανένας δεν υπολογίζει τι συμμετοχή έχουν στο δημόσιο έλλειμμα της χώρας τα 28 δισ. ευρώ που χαρίστηκαν στις τράπεζες; Και τι θα σήμαινε για τον προϋπολογισμό αν τα γύριζαν άμεσα πίσω; Μόνο η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους και η διεκδίκηση να δανείζεται το δημόσιο με τα επιτόκια της ΕΚΤ θα εξοικονομούσε στους προϋπολογισμούς του 2009 και 2010 πάνω από 5,75 δισ. ευρώ από τους λιγότερους τόκους που σήμερα καρπώνονται οι τράπεζες. Η εξοικονόμηση αυτών των χρημάτων θα σήμαινε αυτόματα μείωση του ελλείμματος σε ποσοστό κοντά στο 20%. Η εξοικονόμηση αυτών των χρημάτων θα επέτρεπε τη δημιουργία πάνω από 100.000 θέσεων εργασίας. Αντί όμως γι’ αυτό είδαμε μια νέα κερδοσκοπική επίθεση σε βάρος των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησε σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού κατά 0,8% και άρα σε πρόσθετη επιβάρυνση των δανειακών αναγκών της χώρας. Το γεγονός ότι η κερδοσκοπική επίθεση στηρίχθηκε στις “προβλέψεις” εκείνων που κερδοσκοπούν δεν απασχολεί κανέναν στη χώρα. Αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς…
Ο ΣΥΡΙΖΑ για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Με δεδομένο το πλαίσιο που διαμορφώνεται, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εκφρασμένες θέσεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ενδεικτικά, στα “15 σημεία – Άμεσοι στόχοι πάλης του ΣΥΡΙΖΑ”, σημείο 2 και υπό τον τίτλο “Για μια άλλη Ευρώπη: Αγώνας για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων επιλογών”, σημειώνεται:
“Ο ΣΥΡΙΖΑ αμφισβητεί συνολικά το πλαίσιο των Συνθηκών πάνω στις οποίες διαμορφώθηκε και λειτουργεί η ΕΕ ως νεοφιλελεύθερη, μονεταριστική και ατλαντική Ένωση χωρών, και διεκδικεί και παλεύει για:
-
Κατάργηση των Συνθηκών της ΕΕ και ιδιαίτερα των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχ και της Λισαβόνας, που προωθούν συνταγματική θεσμοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού, καταπατώντας κάθε δημοκρατική διαδικασία, ακόμα και σε κράτη μέλη που οι λαοί τους έχουν εκφρασθεί διαφορετικά όπως η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ιρλανδία.
-
Άμεση απόσυρση της υπογραφής της Ελλάδας από τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Θεσμοθέτηση των δημοψηφισμάτων για κάθε τροποποίηση των Συνθηκών της ΕΕ.
-
Κατάργηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Κοινή δράση και αγώνας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για τη διαμόρφωση πολιτικών που θα προωθούν το δικαίωμα για πλήρη και σταθερή απασχόληση.
-
Κατάργηση της πολιτικής ασυλίας που επέβαλε η Συνθήκη του Μάαστριχ και κατοχύρωση του δημόσιου πολιτικού και κοινοβουλευτικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), ανάμεσά τους και της Τράπεζας της Ελλάδας.
-
Συγκρότηση πανελλαδικών και πανευρωπαϊκών μετώπων πάλης ενάντια στις κυρίαρχες οικονομικές, κοινωνικές και γεωστρατηγικές πολιτικές της ΕΕ που κινούνται σε αντεργατική και αντιλαϊκή κατεύθυνση. Υποστήριξη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο πολιτικών για την καταπολέμηση της ανεργίας και λήψη μέτρων για την απασχόληση και την κοινωνική πολιτική.
-
Πάλη για μια Ευρώπη που θα κινείται έξω από τα δόγματα του ατλαντισμού, σε προοδευτική και σοσιαλιστική κατεύθυνση”.
Αξιοπρόσεκτες παρεμβάσεις
“Η πραγματική κυβέρνηση δεν είναι στην Αθήνα. Είναι στις Βρυξέλλες. Τον Έλληνα πρωθυπουργό παριστάνουν ο Ισπανός Αλμούνια, ο Γάλλος Τρισέ, ο Πορτογάλος Μπαρόζο.
Καμιά αλλαγή δεν μπορεί να προωθηθεί στη χώρα μας με τον ευρωπαϊσμό που οδηγεί στην υποταγή στις Βρυξέλλες. Εδώ βρίσκεται ο γόρδιος δεσμός στην πολιτική της χώρας. Σύγκρουση με όλα τα κοινωνικά μέσα, με τη λογική των spread, της κερδοσκοπίας στα ομόλογα, της επιτήρησης. Αν επιμένει η κυβέρνηση, την περιμένει ένας εργατικός “Δεκέμβρης”. Εδώ θα κριθεί η αξιοπιστία κάθε πολιτικής δύναμης – και η δική μας.
Κι ας μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Δεν είναι δυνατόν σήμερα, τις ώρες της “επιτήρησης”, να μιλάμε σε εργάτες και αγρότες για έναν ΣΥΡΙΖΑ του “ευρωπαϊσμού”.” […]
“Εδώ. Σε αυτή τη χώρα. Με την επιτήρηση να οδηγεί την οικονομία σε πάγωμα, την κοινωνία σε διάλυση, το ρατσισμό σε άνθιση, τους εργαζόμενους σε ουρές ανέργων, τους νέους και τις νέες στη ματαίωση και τις ουσίες, μπορούμε να κάνουμε αυτό που τελικά δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν οι σύντροφοί μας στη Γαλλία ή στην Ιρλανδία ή στη Δανία. Ο κλήρος έχει πέσει στη χώρα μας. Και στην Αριστερά της. Διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις εδώ, στη χώρα μας, να συντρίψουμε τη συνθήκη του Μάαστριχτ.
Μπορούμε να δώσουμε άλλη τροπή στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Μπορούμε να φέρουμε ένα μοναδικό απελευθερωτικό άνεμο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή ταυτότητα της Ελλάδας”.
Αλέκος Αλαβάνος, 28/11, από την ομιλία του
στην 3η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ
~*~
“Η κοινοτική επιτήρηση παίρνει όψεις νεοαποικιακής κηδεμονίας με το πρωτοφανές, μάλιστα, πρόσχημα, των δήθεν υψηλών αμοιβών των εργαζομένων. Είναι τραγικό ότι η κυβέρνηση, όχι μόνο δεν αμφισβητεί αυτό το νεοαποικιακό πλαίσιο, το οποίο στηρίζεται στο προκρούστειο Σύμφωνο Σταθερότητας και την απαράδεκτη Συνθήκη της Λισαβόνας, αλλά και το χρησιμοποιεί ως άλλοθι για μια ακόμα πιο σκληρή πολιτική λιτότητας, φοροεπιδρομής, περαιτέρω διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και μεγαλύτερης κοινωνικής κατεδάφισης”.
Παναγιώτης Λαφαζάνης, 11/11,
αναφερόμενος στην πρόταση
της Κομισιόν για αυστηρότερη
κοινοτική επιτήρηση της Ελλάδας
~*~
“Όσοι από τη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζαμε και ως πεδίο ταξικής πάλης την Ευρώπη και διακηρύτταμε εύστοχα και διορατικά την “Ευρώπη των Εργαζομένων” δεν μπορούμε να πορευόμαστε σήμερα ως απλοί ευρωπαϊστές, να βολευόμαστε ως κοσμοπολίτες, να μιλάμε με μισόλογα για το Σύμφωνο Σταθερότητας, να μην αναγνωρίζουμε ευθαρσώς σήμερα το λάθος της παροχής κριτικής ψήφου στη Συνθήκη του Μάαστριχ. Δεν γίνεται να οπισθοχωρούμε υπό τον εκβιασμό ότι κάποιοι θα μας κατηγορήσουν ότι απεμπολούμε τα ευρωπαϊκά μας χαρακτηριστικά, ότι μας σέρνουν και εδώ οι αριστεριστές και το ΚΚΕ. Εκτός και αν Ευρωπαίος είναι μόνο όποιος αποδέχεται, έστω ψιθυρίζοντας κάποιες ενστάσεις, τον Μπαρόζο, τον Αλμούνια και τον Τρισέ.”
Ανδρέας Πετρόπουλος, Αυγή, 3/12
~*~
“Η απόφαση των 27 ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) να επιλέξουν δύο διεθνώς άγνωστες προσωπικότητες στα νεοπαγή αξιώματα του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του ύπατου εκπροσώπου για την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια αποτελεί μια ιστορικής σημασίας και πολλαπλής ανάγνωσης εξέλιξη.
Μαρτυρεί την επιθυμία των περισσοτέρων ηγετών της ΕΕ να εκλέξουν στις ανώτατες αυτές θέσεις πρόσωπα που δεν θα μπορούσαν να τους επισκιάσουν. Διαδηλώνει με τη μη υποβολή υποψηφίων προερχομένων από τις μεγαλύτερες χώρες-μέλη την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν στην υπό διαμόρφωση νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημαντικά χαρτοφυλάκια για την εξυπηρέτηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων. Καταδεικνύει ότι η προώθηση των συμφερόντων της Ευρώπης δεν τους απασχόλησε ιδιαίτερα. Εξάλλου, ποιας Ευρώπης; Οι ευρωπαίοι ηγέτες, με επικεφαλής αυτούς της Γερμανίας και της Γαλλίας, κατέδειξαν ότι δεν επιθυμούν μια πραγματικά πολιτική Ευρώπη με τη δημιουργία νέων κέντρων ισχύος τα οποία θα μπορούσαν να ανταγωνισθούν τα αναδυόμενα και πάλι στο διεθνή ορίζοντα κράτη-έθνη.
Η ιδέα δημιουργίας θέσεως προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν απέβλεπε μόνο σε μια πιο ορθολογική και αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων αυτών. Ο πρόεδρος θα ήταν η φωνή και η παρουσία της Ευρώπης ανά τον κόσμο, ομότιμος συνομιλητής των Κινέζων, των Αμερικανών, των Ρώσων και των λοιπών ηγετών του αναδυόμενου πολυπολικού διεθνούς συστήματος. […]
Το γεγονός και μόνο ότι ως ύπατος εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια –και όχι ως υπουργός των Εξωτερικών, λόγω ανυπέρβλητων αντιρρήσεων αυτής της ιδίας της Βρετανίας– επελέγη Βρετανίδα, της οποίας η χώρα υπήρξε εξαρχής κάθετα αντίθετη στην ιδέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας (“αερολογίες” είχε αποκαλέσει παρόμοιες σκέψεις η Μάργκαρετ Θάτσερ), δείχνει ποια πορεία θα ακολουθήσει η Ευρώπη της Λισαβόνας. Ασφαλώς, δεν θα είναι αυτή των μεγάλων ευρωπαίων οραματιστών. […]
Στέφανος Σταθάτος, πρέσβης ε.τ.
Ο Στ. Σταθάτος έχει διατελέσει
πρεσβευτής στην ΕΟΚ,
στο Παρίσι και στο Λονδίνο.