Στις 4 Νοεμβρίου θα διεξαχθούν στις ΗΠΑ οι προεδρικές εκλογές, στις οποίες ψηφίζει το 55-60% του εκλογικού σώματος. Ο πρόεδρος εκλέγεται έμμεσα, από ένα εκλεκτορικό σώμα που αναδεικνύεται στις εκλογές και αποτελείται από τους εκλέκτορες κάθε πολιτείας. Κάθε πολιτεία εκλέγει έναν αριθμό εκλεκτόρων ανάλογα με το ποσοστό των ψηφοφόρων που μένουν σε αυτήν. Σημαντική σημείωση: όποιος υποψήφιος επικρατήσει σε μια πολιτεία "παίρνει" όλους τους εκλέκτορές της. Έτσι, η χαμηλή συμμετοχή και η ίδια η εκλογική διαδικασία απαξιώνουν την όποια δημοκρατικότητα θα μπορούσαν να έχουν οι προεδρικές εκλογές. Αν σε αυτά προσθέσουμε την επιρροή του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, των ΜΜΕ και των διάφορων λόμπι, μόνο για δημοκρατία δεν μπορούμε να μιλάμε στις ΗΠΑ.
Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ έχουν ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για τους αμερικάνους πολίτες αλλά για όλο τον κόσμο. Κυρίως γιατί θα αναδείξουν τον πρόεδρο της πρώτης τη τάξει ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης, αλλά και γιατί διεξάγονται σε μια περίοδο κρίσιμη. Σε περίοδο πολέμου και ανοίγματος ολοένα και περισσότερων μετώπων από τη μεριά των ΗΠΑ, σε περίοδο αμφισβήτησης της αμερικάνικης ηγεμονίας και έντονου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, σε περίοδο βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης αλλά και συνολικής ανόδου του λαϊκού παράγοντα σε όλο τον πλανήτη.
Το ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος στις ΗΠΑ είναι μεγάλης σημασίας ζήτημα για τις κυρίαρχες πτέρυγες της μεγαλοαστικής τάξης της ιμπεριαλιστικής δύναμης. Γιατί έτσι θα καθοριστεί σε ένα μεγάλο βαθμό το πώς θα προωθηθεί η αμερικάνικη πολιτική το επόμενο διάστημα. Και λέμε "πώς" θα προωθηθεί γιατί, σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης και επιλογής του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος να συνεχίσει τους πολέμους, η μεγάλη αντιπαράθεση γίνεται για τον τρόπο προώθησης αυτής της πολιτικής. Βέβαια οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Έχουν διαφορετικές καταβολές, αντιπροσωπεύουν εν μέρει διαφορετικά στρώματα, έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στον τρόπο επιβολής των πολιτικών του νεοφιλελευθερισμού και του ιμπεριαλισμού. Πιο σκληρή γραμμή ακολουθούν οι Ρεπουμπλικάνοι, που ουσιαστικά υποστηρίζουν τη συνέχιση της πολιτικής του Μπους αλλά χωρίς αυτόν, πιο "μαλακή" και "εναλλακτική" γραμμή οι Δημοκρατικοί, αλλά με πυρήνα πάντα τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό και τον ιμπεριαλισμό. Επί της ουσίας συμφωνούν να συνεχιστεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η πολιτική που θέλει τις ΗΠΑ κυρίαρχη υπερδύναμη του πλανήτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι, παρόλο που οι ΗΠΑ βρίσκονται σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, η "δράση" του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού δεν ανακόπτεται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη κρίση στον Καύκασο και τα γεγονότα στη Βολιβία.
Η αρχική ρητορική του Ομπάμα για "αλλαγή" δίνει ολοένα και περισσότερο τη θέση της σε μια προεκλογική καμπάνια όπως τη θέλει η μεγαλοαστική τάξη. Πλασαρίστηκε σαν καλός επικοινωνιακά υποψήφιος, με διεισδυτικότητα στους αφροαμερικάνους και στα ασθενέστερα στρώματα και πιο "αριστερός" από τη Χίλαρι Κλίντον. Και αυτό γιατί είχε διαγνωστεί η διάθεση του προοδευτικού κόσμου για μια αλλαγή στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα. Κατόπιν, φτιάχτηκε το προφίλ "αυτού που θα νικήσει τον Μακέιν". Έτσι, η καταγγελία του Μακέιν ως "νέου Μπους", χέρι-χέρι με τη διολίσθηση σε πιο δεξιές θέσεις σε όλα τα ζητήματα (απαραίτητος όρος για να κερδηθεί η εύνοια του σκληρού πυρήνα του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος), αποτέλεσαν το δεύτερο στάδιο της καμπάνιας Ομπάμα. Αυτό φαίνεται και από την επιλογή του Τζόζεφ Μπάιντεν για τη θέση του υποψηφίου αντιπροέδρου: ο Μπάιντεν είναι γερουσιαστής με χρέη προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, και υποστηρικτής της συνέχισης του πολέμου στο Ιράκ.
Από την άλλη, το ρεπουμπλικάνικο στρατόπεδο τον τελευταίο καιρό έχει καταφύγει στις πιο ακροδεξιές θέσεις. Η Σάρα Πάλιν, μια θρησκόληπτη φασίστρια, ένθερμη οπαδός της κατάργησης των αμβλώσεων, σθεναρή υποστηρίκτρια της οπλοφορίας, επιφανής εκπρόσωπος των επιχειρήσεων, που λέει ότι ο πόλεμος στο Ιράκ είναι αποστολή από το Θεό, εκπροσωπεί τα πιο καθυστερημένα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Η επιλογή της είχε σκοπό να διεμβολίσει τις λευκές γυναίκες που ψηφίζουν δημοκρατικούς και είναι δυσαρεστημένες από τη μη υποψηφιότητα της Χίλαρι έστω και στη θέση της αντιπροέδρου. Αλλά ο σημαντικότερος στόχος είναι να στοιχηθεί πίσω από τον Μακέιν ό,τι πιο αντιδραστικό και δεξιό υπάρχει στις ΗΠΑ. Πρόκειται για έναν "Μπουσισμό" χωρίς τον Μπους. Ο Μακέιν άλλωστε, επιλέγοντας να πλαισιώσει το μηχανισμό του με ανθρώπους του Καρλ Ρόουβ, του ακροδεξιού επιτελάρχη του Μπους, ενισχύει ακόμα περισσότερο αυτή την πλευρά. Η εκστρατεία του πλέον βασίζεται στο πώς θα συνεχιστεί η πολιτική του Μπους, κατηγορώντας όποιον παρεκκλίνει από αυτούς τους στόχους ότι δεν αγαπά την Αμερική όσο θα έπρεπε.
Από ό,τι φαίνεται η μεγαλοαστική τάξη στις ΗΠΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα. Θα συνεχιστεί ο "Μπουσισμός" ή θα επιλεχθεί ένα "λίφτινγκ"; Γιατί η επιλογή Ομπάμα ως πρώτου αφροαμερικάνου προέδρου αποτελεί ένα "λίφτινγκ", τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό. Είναι κάτι ανάλογο με την περίπτωση Μπιλ Κλίντον στις εκλογές του 1992. Οι ΗΠΑ είχαν κάνει τον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ υπό τις διαταγές του πατέρα Μπους, μετά βίωσαν τη μεγάλη εξέγερση του Λος Άτζελες, και κατόπιν ήρθε η εκλογή Κλίντον για να "μαζευτεί" η κατάσταση. Βέβαια ο Κλίντον την ίδια πολιτική συνέχισε, μόνο τον τρόπο εφαρμογής άλλαξε. Πάντως το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο για το πού θα γύρει η πλάστιγγα και γι’ αυτό θα επανέλθουμε και στα επόμενα φύλλα της εφημερίδας μας.
Ερρίκος Φινάλης