Όσο η παγκόσμια οικονομική κρίση φουντώνει, παρασύροντας στη δίνη της όχι μόνο το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και τομείς της βιομηχανικής παραγωγής ακόμα και ολόκληρες ευρωπαϊκές χώρες, έρχονται στην επιφάνεια με πιο έντονο τρόπο οι αντιθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τo μοναδικό σημείο που ενώνει το διευθυντήριο των Βρυξελλών εντοπίζεται στη συστηματική προσπάθεια να φορτωθούν στις πλάτες των εργαζόμενων οι συνέπειες της κρίσης σαν όρος και προϋπόθεση της προσπάθειας για την υπέρβασή της. (δες σημείωμα στη σελίδα 7). Ο διχασμός αφορά το πώς οι οικονομικά ισχυροί θα ενισχύσουν τη θέση τους και θα βγουν λιγότερο λαβωμένοι από την κρίση.
Ξανασηκώνονται οι σημαίες του προστατευτισμού
Η ενιαία αγορά, το κοινό νόμισμα, το Μάαστριχτ και η δημοσιονομική πειθαρχία πάνε περίπατο μπροστά στα δύσκολα. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό για τους οικονομικά ισχυρούς της ΕΕ. Οι ασφυκτικές πιέσεις για δημοσιονομική πειθαρχία από την Κομισιόν, τα ΜΜΕ και τις "αγορές", αφορούν μόνο τους πιο αδύναμους κρίκους. Για τους ισχυρούς ισχύει ο κανόνας της ελεύθερης επιλογής μέτρων που θα βοηθήσουν να βγουν από την κρίση όχι μόνο με τις λιγότερες συνέπειες αλλά και με πλεονεκτήματα έναντι των "εταίρων" τους. Ο "προστατευτισμός" των εθνικών επιχειρήσεων επιστρέφει παρά τους όρκους και τις διαβεβαιώσεις για υποστήριξη των νόμων της ελεύθερης αγοράς.
Η αρχή έγινε με το Βρετανό πρωθυπουργό Γ. Μπράουν που ξεκίνησε τις ενέσεις ρευστότητας και έφθασε στην κρατικοποίηση των πιο εκτεθειμένων στην κρίση βρετανικών τραπεζών.
Στη συνέχεια, ο Γάλλος πρόεδρος Ν. Σαρκοζί, εμπνεόμενος από το αμερικανικό παράδειγμα, προχώρησε πέρα από τις τράπεζες προσφέροντας κρατική ενίσχυση 6 δισ. ευρώ στις αυτοκινητοβιομηχανίες Renault και Peugeot-Citroen δίνοντας υπόσχεση ότι οι δύο αυτοκινητοβιομηχανίες δεν θα κλείσουν εργοστάσια στη Γαλλία. Τώρα και η Γερμανία φέρεται να μελετά το ενδεχόμενο κρατικής ενίσχυσης της Opel, θυγατρικής της General Motors, και βρίσκεται μάλιστα σε διαβουλεύσεις για το θέμα αυτό με την Ουάσιγκτον. Αντίστοιχη ενίσχυση στην αυτοκινητοβιομηχανία έχει δώσει και ο Ισπανός πρωθυπουργός Θαπατέρο.
Στην πραγματικότητα, οι ισχυρές οικονομίες του λεγόμενου ευρωπαϊκού Νότου έχουν προχωρήσει σε μια άτυπη συμφωνία διεκδικήσεων νέων δεδομένων στην ΕΕ, και μάλιστα τα περισσότερα από αυτά τα εφαρμόζουν από μόνες τους. Είναι γνωστό ότι Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, αν και έχουν τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα –μεγαλύτερα της Ελλάδας– παίρνουν μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας και προστασίας των επιχειρήσεών τους, αδιαφορώντας για την εφαρμογή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας που θεσπίστηκαν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ
Κίνδυνος κατάρρευσης στην Α. Ευρώπη
Η πραγματική απειλή για τη συνοχή της ευρωζώνης έγκειται στον κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Οι χώρες της Βαλτικής, οι περισσότερες χώρες της Α. Ευρώπης και οι χώρες της Βαλκανικής βλέπουν τη βιομηχανική τους παραγωγή και τις εξαγωγές να καταρρέουν, την ανάπτυξή τους να επιβραδύνεται, τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα να εκτινάζονται στα ύψη και το δανεισμό τους να γίνεται ιδιαίτερα επαχθής. Οι χώρες αυτές, στα πρώτα τους βήματα στην οικονομία της αγοράς, απειλούνται διπλά. Από τον περιορισμό της ζήτησης που φέρνει η παγκόσμια κρίση, πρώτα πρώτα, αλλά και από τα τείχη "προστατευτισμού" που ορθώνουν οι πρωτεύουσες της "παλαιάς" Ευρώπης. Έτσι, είναι αναγκασμένες να ανεβάζουν τους τόνους και να παρομοιάζουν την ΕΕ με την πρώην Σοβιετική Ένωση. Η "πρόκλησή" τους θέλει να υπενθυμίσει στους Ευρωπαίους ηγέτες τις ιδιαίτερες σχέσεις που συνεχίζουν να διατηρούν με τις ΗΠΑ. Παράλληλα, γίνεται εκ του ασφαλούς, καθώς γνωρίζουν ότι η κατάρρευση θα συμπαρασύρει σε μια πρωτόγνωρη περιπέτεια ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και κυρίως την οικονομική ατμομηχανή της ΕΕ, την ίδια τη Γερμανία. Ο λόγος; Τα δάνεια που έχουν πραγματοποιηθεί από ευρωπαϊκές τράπεζες σε Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη ξεπερνούν το 1,51 τρισεκατομμύρια δολάρια. Από αυτά τα κεφάλαια η μερίδα του λέοντος, περίπου το 80%, προέρχεται από γερμανικές και αυστριακές τράπεζες. Και όλα αυτά κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα.
Επιτήρηση υπό γερμανική διεύθυνση
Αυτός ήταν ο λόγος που ανάγκασε τη Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ να κάνει δηλώσεις αλληλεγγύης προς τις χώρες που πλήττονται ιδιαίτερα από την κρίση. Πιο αποκαλυπτικός ήταν ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομικών που δήλωσε ότι "κάποιες χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα με την αναχρηματοδότηση του χρέους τους και οι συμφωνίες της ευρωζώνης δεν προβλέπουν καμία βοήθεια για όσες εξ αυτών απειλούνται με χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα όλες οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να βοηθήσουν όσες αντιμετωπίζουν δυσκολίες".
Την ίδια στιγμή, μεθοδευμένες διαρροές στον παγκόσμιο οικονομικό τύπο έκαναν λόγο για γερμανικό σχέδιο έκδοσης ευρωπαϊκού ομολόγου ύψους 4 τρισεκατομμυρίων ευρώ με στόχο τη φτηνότερη χρηματοδότηση των χωρών-αδύναμων κρίκων της ΕΕ αλλά και της ζώνης του ευρώ (Ελλάδα, Ιρλανδία), προκαλώντας την ένθερμη υποστήριξη του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και των χωρών με έντονα προβλήματα χρηματοδότης των ελλειμμάτων τους. Συνάντησε όμως τις επιφυλάξεις του προέδρου της Κομισιόν Μπαρόζο και της ΕΚΤ, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία.
Αργότερα, οι φήμες αυτές διαψεύσθηκαν από όλους με δηλώσεις υποστήριξης των κοινοτικών οδηγιών και αναγνώριση προς το παρόν του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας σαν των μοναδικών οργάνων που μπορεί να καταφύγει κάποια χώρα για οικονομική στήριξη.
Έτσι, στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των 27 στο Βερολίνο απορρίφθηκε το αίτημα οικονομικής βοήθειας 180 δισ. ευρώ στην Α. Ευρώπη, γεγονός που προκάλεσε τη διάσπαση του μετώπου των χωρών αυτών αλλά και την ένταση των διαμαρτυριών για την επιβολή ενός νέου "σιδηρού παραπετάσματος" σε βάρος τους.
Το βέβαιο είναι πως η Γερμανία προς το παρόν θέλησε να στείλει ένα μήνυμα ότι δεν θα αφήσει στην τύχη της τη ζώνη επιρροής της μέσα στην ΕΕ, ούτε θα διακινδυνεύσει τη δική της ισορροπία αν η κρίση πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αφήνοντας για αργότερα την εξειδίκευση των πρωτοβουλιών της διευκρίνισε ότι η όποια βοήθεια δοθεί δεν θα είναι μια "λευκή επιταγή". Θα συνοδευτεί από αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία με την ίδια να παίζει κεντρικό ρόλο στον έλεγχο των μέτρων που θα επιβληθούν.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, τα μέτρα που από κοινού λαμβάνουν οι χώρες της ΕΕ αποτελούν επανάληψη των αποφάσεων του διευθυντηρίου της ΕΕ και όσων έχουν διακηρυχθεί μέχρι τώρα που όμως δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα: διπλασιασμός των πόρων του ΔΝΤ, σκληρότερος έλεγχος των χωρών που αποτελούν "φορολογικούς παραδείσους", αυστηρότεροι κανονισμοί στη λειτουργία των χρηματιστηρίων, κατάργηση φορολογικών προνομιών που απολάμβαναν μέχρι τώρα διάφορα επιχειρηματικά σχήματα, έλεγχος των μπόνους των μάνατζερ μεγάλων επιχειρήσεων κ.λπ. Τα σπουδαιότερα αναβάλλονται για αργότερα.
Υπάρχει ένα συμπέρασμα;
Η κρίση δοκιμάζει σκληρά την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Βαθαίνει τις διαιρέσεις, οξύνει τις αντιφάσεις, αποκαλύπτει πόσο ρηχό, σχεδόν τυφλό είναι το διευθυντήριο απέναντι στις προκλήσεις της εποχής. Τυφλό από ταξικό φόβο, μίσος και πλεονεξία απέναντι στην ανάγκη ενός άλλου συστήματος κοινωνικών σχέσεων που θα είναι σε θέση να υπερβεί και επιλύσει τις ανειρήνευτες αντιθέσεις της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής Ευρώπης. Δεν χρειάζονται δάκρυα για την "Αλεξάνδρεια που χάνεται", αλλά αντίθετα ρεαλισμός και εναλλακτικό σχέδιο που να υπερβαίνει το χρεοκοπημένο καπιταλιστικό πλαίσιο.
Σπύρος Παναγιώτου