Η αδιαφορία για την πολιτική
του Καρλ Μαρξ
«Η εργατική τάξη δεν πρέπει να συγκροτηθεί σε πολιτικό κόμμα, δεν πρέπει για κανένα λόγο να έχει πολιτική δράση, διότι το να πολεμάς το κράτος σημαίνει ότι αναγνωρίζεις το κράτος και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές. Οι εργάτες δεν πρέπει να κάνουν απεργίες. Διότι το να επιδιώκει κανείς να αυξήσει το μισθό του ή να εμποδίσει τη μείωσή του σημαίνει ότι αναγνωρίζει το Μισθό και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές της χειραφέτησης της εργατικής τάξης!
Αν στην πολιτική δράση ενάντια στο αστικό κράτος οι εργάτες επιτυγχάνουν μόνον να αποσπάσουν ορισμένες παραχωρήσεις, τότε προβαίνουν σε συμβιβασμούς — και αυτό είναι αντίθετο στις αιώνιες αρχές. Πρέπει λοιπόν να περιφρονούμε κάθε ειρηνική κίνηση ανάλογη με αυτές που έχουν την κακή συνήθεια να οργανώνουν οι άγγλοι και αμερικανοί εργάτες. Οι εργάτες δεν πρέπει να επιδιώκουν να καθορισθεί ένα νομοθετικό όριο της εργάσιμης μέρας, γιατί αυτό είναι ένα είδος συμβιβασμού με τα αφεντικά, τα οποία δεν θα μπορούν πλέον να τους εκμεταλλεύονται παρά 10 ή 12 ώρες αντί για 14 ή 16. Οι εργάτες δεν πρέπει καν να επιδιώξουν να απαγορευθεί με νόμο η πρόσληψη παιδιών κάτω των 10 ετών στα εργοστάσια, γιατί με τον τρόπο αυτό δεν παύει η εκμετάλλευση των παιδιών άνω των 10 ετών και έτσι κάνουν έναν νέο συμβιβασμό που αμαυρώνει την καθαρότητα των αιώνιων αρχών!
Κατά μείζονα λόγο, οι εργάτες δεν πρέπει να θέλουν να υποχρεωθεί το κράτος –του οποίου ο προϋπολογισμός τροφοδοτείται από την εργατική τάξη– να παρέχει στα παιδιά των εργατών στοιχειώδη εκπαίδευση, όπως συμβαίνει στην Αμερικανική Δημοκρατία γιατί η στοιχειώδης εκπαίδευση δεν είναι πλήρης εκπαίδευση. Είναι καλύτερο οι εργάτες και οι εργάτριες να μη γνωρίζουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική παρά να εκπαιδεύονται από δασκάλους των κρατικών σχολείων. Είναι καλύτερο να αποβλακώνονται οι εργαζόμενες τάξεις από την αμάθεια και την καθημερινή εργασία επί 16 ώρες, παρά να παραβιασθούν οι αιώνιες αρχές.
Αν η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης πάρει βίαιες μορφές, αν οι εργάτες αντικαταστήσουν τη δικτατορία της αστικής τάξης με τη δική τους επαναστατική δικτατορία, τότε διαπράττουν το φρικτό έγκλημα της προσβολής αρχών. Διότι, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις βέβηλες και πεζές καθημερινές τους ανάγκες και να συντρίψουν την αντίδραση της αστικής τάξης, δίνουν στο κράτος μια επαναστατική και μεταβατική μορφή αντί να κατεβάσουν τα όπλα και να καταργήσουν το κράτος. Οι εργάτες δεν πρέπει να ιδρύουν ξεχωριστά σωματεία για κάθε επάγγελμα διότι έτσι διαιωνίζουν τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όπως υπάρχει στην αστική κοινωνία, ενώ αυτός ο καταμερισμός διασπά τους εργάτες και αποτελεί στην πραγματικότητα τη βάση της σημερινής σκλαβιάς τους.
Με μια λέξη, οι εργάτες πρέπει να σταυρώσουν τα χέρια και να μην χάνουν το χρόνο τους με πολιτικές και οικονομικές κινήσεις. Αυτές οι κινήσεις δεν μπορούν να τους προσφέρουν παρά άμεσα αποτελέσματα. Ως ειλικρινά θρησκευόμενοι άνθρωποι πρέπει να περιφρονήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες και να φωνάξουν γεμάτοι πίστη: «Ας σταυρωθεί η τάξη μας, ας χαθεί η γενιά μας, αν είναι να μείνουν αμόλυντες οι αιώνιες αρχές». Ακριβώς όπως οι ευσεβείς χριστιανοί, πρέπει να πιστέψουν στα λόγια του παπά, να περιφρονήσουν τα αγαθά του κόσμου τούτου και να σκέφτονται μόνο το πώς θα κερδίσουν τον Παράδεισο. Αντικαταστήστε το Παράδεισος με το Κοινωνική διάλυση, η οποία θα επέλθει κάποτε, σε κάποια γωνιά της γης, χωρίς να ξέρουμε πώς και χάρη σε ποιον, και το παραμύθι θα είναι ακριβώς το ίδιο.
Αναμένοντας λοιπόν αυτή την περίφημη κοινωνική διάλυση, η εργατική τάξη πρέπει να συμπεριφέρεται κοσμίως σαν καλοβοσκημένο κοπάδι προβάτων, να αφήνει ήσυχη την κυβέρνηση, να φοβάται την αστυνομία, να σέβεται τους νόμους, να παρέχει αδιαμαρτύρητα κρέας για τα κανόνια.
Στην πρακτική ζωή της κάθε μέρας οι εργάτες πρέπει να είναι οι πιο πειθήνιοι υπηρέτες του κράτους, αλλά εσωτερικά πρέπει να διαμαρτύρονται ενεργητικά ενάντια στην ύπαρξή του και να του διαδηλώνουν τη βαθιά θεωρητική τους περιφρόνηση με την προμήθεια και μελέτη φιλολογικών πραγματειών περί καταργήσεως του κράτους. Θα πρέπει δε να αποφεύγουν με κάθε τρόπο να προβάλλουν στο καπιταλιστικό σύστημα οποιαδήποτε αντίδραση εκτός των αναφωνήσεων περί μελλοντικής κοινωνίας, στην οποία αυτό το μισητό καθεστώς θα έχει πάψει να υπάρχει!
Κανείς δεν θα αρνηθεί ότι αν οι απόστολοι της αδιαφορίας για την πολιτική εκφράζονταν τόσο καθαρά, η εργατική τάξη θα τους έστελνε στο ανάθεμα και θα ένιωθε ότι χλευάζεται από αυτούς τους δογματικούς αστούς και τους ξεπεσμένους ευγενείς που είναι τόσο ανόητοι ή αφελείς ώστε να της απαγορεύουν κάθε πραγματικό μέσο πάλης, ενώ όλα τα όπλα της πάλης πρέπει να τα παίρνει κανείς από την υπάρχουσα κοινωνία και οι μοιραίοι όροι αυτής της πάλης έχουν το κακό να μην προσαρμόζονται στις ιδεαλιστικές φαντασιώσεις που αυτοί οι διδάκτορες κοινωνικών επιστημών θεοποίησαν με τα ονόματα Ελευθερία, Αυτονομία, Αναρχία. Αλλά το κίνημα της εργατικής τάξης είναι σήμερα τόσο ισχυρό, ώστε αυτοί οι σεχταριστές φιλάνθρωποι δεν τολμούν πια να επαναλάβουν σχετικά με την οικονομική πάλη τις μεγάλες αλήθειες που ακούραστα διακήρυσσαν για την πολιτική πάλη. Είναι αρκετά φοβιτσιάρηδες για να εξακολουθήσουν να τις εφαρμόζουν στις απεργίες, στα συνδικάτα, στα επαγγελματικά σωματεία, τους νόμους για την εργασία των γυναικών και των παιδιών, τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας κλπ.
Ας εξετάσουμε τώρα αν οι άνθρωποι αυτοί είναι σε θέση να επικαλούνται τις καλές παραδόσεις, την αιδώ, την καλή πίστη και τις αιώνιες αρχές!
Για τους πρώτους σοσιαλιστές (Φουριέ, Όουεν, Σαιν-Σιμόν κλπ) ήταν μοιραίο να περιοριστούν σε όνειρα για την υποδειγματική κοινωνία του μέλλοντος και να καταδικάσουν κάθε προσπάθεια που έκαναν οι εργάτες για να βελτιώσουν έστω και λίγο την τύχη τους (απεργίες, συνδικάτα, πολιτικές κινήσεις). Και αυτό ήταν μοιραίο διότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανάπτυξης, ώστε να επιτρέπουν στην εργατική τάξη να συγκροτηθεί σε μαχόμενη τάξη. Αν όμως δεν μας επιτρέπεται να αποκηρύξουμε αυτούς τους πατριάρχες του σοσιαλισμού, όπως δεν επιτρέπεται στους χημικούς να αποκηρύξουν τους πατέρες τους, τους αλχημιστές, θα πρέπει πάντως να αποφύγουμε να πέσουμε ξανά στα σφάλματά τους, που θα ήταν ασυγχώρητα αν διαπράττονταν από μας.
Αργότερα πάντως, το 1839 –όταν η πολιτική και οικονομική πάλη της εργατικής τάξης είχε λάβει αρκετά οξύ χαρακτήρα στην Αγγλία– ο Bray, ένας από τους μαθητές του Όουεν και ένας από αυτούς που είχαν ανακαλύψει την αλληλοβοήθεια αρκετά πριν από τον Προυντόν, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο Labour’s wrongs and labours remedy (Τα δεινά και τα μέσα θεραπείας της εργασίας). Σε ένα από τα κεφάλαια που αναφέρεται στην αναποτελεσματικότητα όλων των μέσων θεραπείας που μπορεί να προσφέρει η παρούσα μορφή πάλης, ασκεί σκληρή κριτική σε όλες τις κινήσεις, πολιτικές και οικονομικές, των άγγλων εργατών. Καταδικάζει το πολιτικό κίνημα, τις απεργίες, τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας, τη ρύθμιση της εργασίας των γυναικών και των παιδιών στις βιομηχανίες διότι, κατά την άποψή του, όλα αυτά όχι μόνον δεν μας επιτρέπουν να ξεφύγουμε από το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς, αλλά και μας κρατούν δέσμιους σ’ αυτό και εντείνουν ακόμη περισσότερο τους ανταγωνισμούς.
Φτάνουμε τώρα στον Προυντόν, τον προφήτη αυτών των διδακτόρων κοινωνικών επιστημών. Ο δάσκαλος είχε το θάρρος να εκφρασθεί ρητά ενάντια σε όλες τις οικονομικές κινήσεις (συνδικάτα, απεργίες κλπ) που ήταν αντίθετες στις μεσσιανικές θεωρίες του περί αλληλοβοήθειας και ενθάρρυνε με τα γραπτά και την προσωπική συμμετοχή του το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης. Αντίθετα οι μαθητές του δεν τολμούν να εκφρασθούν ανοιχτά ενάντια στο κίνημα. Ήδη το 1847, στιγμή κατά την οποία εκδίδεται το μεγάλο έργο του δασκάλου: Οι οικονομικές αντιφάσεις, αντέκρουσα τις σοφιστείες του που στρέφονταν ενάντια στο εργατικό κίνημα (2). Πάντως το 1864, μετά το νόμο Ollivier που παρείχε στους γάλλους εργάτες το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι με μεγάλους περιορισμούς, ο Προυντόν επανήλθε στο ίδιο θέμα με το βιβλίο του Πολιτικές ικανότητες των εργαζόμενων τάξεων, το οποίο εκδόθηκε λίγες μέρες μετά το θάνατό του.
Οι επιθέσεις του δασκάλου ταίριαζαν τόσο πολύ στα γούστα των αστών ώστε οι Times με αφορμή τη μεγάλη απεργία των ραφτάδων του Λονδίνου το 1866 έκαναν στον Προυντόν την τιμή να τον μεταφράσουν και να καταγγείλουν τους απεργούς με τα ίδια του τα λόγια. Ιδού ορισμένα δείγματα.
Οι ανθρακωρύχοι του Rive-de-Gier έκαναν απεργία. Οι στρατιώτες έσπευσαν να τους επαναφέρουν στην τάξη. «Η κρατική αρχή», φωνάζει ο Προυντόν «που διέταξε να εκτελεσθούν οι ανθρακωρύχοι του Rive-de-Gier έκανε αχάριστο έργο. Έδρασε ωστόσο όπως ο αρχαίος Βρούτος που έπρεπε να διαλέξει μεταξύ της πατρικής αγάπης και του καθήκοντός του ως Υπάτου: έπρεπε να θυσιάσει τα παιδιά του για να διασώσει τη Δημοκρατία. Ο Βρούτος δεν δίστασε και οι επόμενες γενιές δεν τολμούν να τον καταδικάσουν» (3). Οι προλετάριοι δεν θυμούνται κάποιον αστό που να δίστασε να θυσιάσει τους εργάτες του προκειμένου να διασώσει τα συμφέροντά του. Πόσο Βρούτοι (4) είναι οι αστοί!
«Και όμως όχι: δεν υπάρχει το δικαίωμα δημιουργίας συνδικάτων, όπως δεν υπάρχει το δικαίωμα της απάτης ή της κλοπής, όπως δεν υπάρχει το δικαίωμα της αιμομιξίας και της μοιχείας» (5). Πρέπει πάντως να πούμε ότι αναμφίβολα υπάρχει το δικαίωμα της ανοησίας.
Ποιες είναι λοιπόν οι αιώνιες αρχές, στο όνομα των οποίων ο δάσκαλος εξαπολύει τους αλλοπρόσαλλους αφορισμούς του;
Πρώτη αιώνια αρχή: «Το ύψος του μισθού καθορίζει την τιμή των εμπορευμάτων».
Και αυτοί ακόμη που δεν έχουν καμιά γνώση πολιτικής οικονομίας και αγνοούν ότι ο μεγάλος αστός οικονομολόγος Ricardo αντέκρουσε οριστικά αυτό το παραδοσιακό λάθος στο βιβλίο του Αρχές της πολιτικής οικονομίας που εκδόθηκε το 1817, γνωρίζουν το τόσο αξιοσημείωτο παράδειγμα της αγγλικής βιομηχανίας, η οποία μπορεί να πουλά τα προϊόντα της σε τιμές αρκετά χαμηλότερες από εκείνες οποιασδήποτε άλλης χώρας, ενώ οι μισθοί είναι στην Αγγλία συγκριτικά υψηλότεροι απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Δεύτερη αιώνια αρχή: «Ο νόμος που επιτρέπει τα συνδικάτα είναι εξαιρετικά αντινομικός, αντιοικονομικός, αντίθετος σε κάθε κοινωνία και τάξη». Με μια λέξη είναι «αντίθετος στο οικονομικό Δικαίωμα του ελεύθερου ανταγωνισμού». Αν ο δάσκαλος ήταν κάπως λιγότερο σωβινιστής, θα διερωτάτο πώς εξηγείται το ότι στην Αγγλία εκδόθηκε σαράντα χρόνια νωρίτερα ένας νόμος τόσο αντίθετος στα οικονομικά δικαιώματα του ελεύθερου ανταγωνισμού και πώς γίνεται αυτός ο νόμος –που είναι τόσο αντίθετος σε κάθε κοινωνία και τάξη– να επιβάλλεται ως αναγκαιότητα ακόμη και για τα ίδια τα αστικά κράτη, στο βαθμό που αναπτύσσεται η βιομηχανία και μαζί με αυτή ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Τότε θα ανακάλυπτε ίσως ότι αυτό το Δικαίωμα (με Δ κεφαλαίο) υπάρχει μόνο στα Οικονομικά εγχειρίδια που συγγράφουν οι αδελφοί Αδαείς της αστικής πολιτικής οικονομίας και στα οποία βρίσκονται μαργαριτάρια όπως το παρακάτω: H ιδιοκτησία είναι καρπός της εργασίας… των άλλων παρέλειψαν να προσθέσουν.
Τρίτη αιώνια αρχή: «Συνεπώς με το πρόσχημα να ανυψωθεί η εργατική τάξη από τη λεγόμενη κοινωνική κατωτερότητα, πρέπει να αρχίσουμε να καταγγέλλουμε μια ολόκληρη τάξη πολιτών: την τάξη των κυρίων, επιχειρηματιών, εργοδοτών και αστών: πρέπει να ωθήσουμε την εργατική δημοκρατία στο να περιφρονεί και να μισεί αυτούς τους ανάξιους συμπολίτες της μεσαίας τάξης. Πρέπει να προτιμήσουμε τον εμπορικό και βιομηχανικό πόλεμο από την έννομη καταστολή και τον ανταγωνισμό των τάξεων από την κρατική αστυνομία» (6).
Για να εμποδίσει την εργατική τάξη να ξεφύγει από τη λεγόμενη κοινωνική κατωτερότητά της, ο δάσκαλος καταδικάζει τα συνδικάτα που συγκροτούν την εργατική τάξη σε τάξη ανταγωνιστική προς την αξιοσέβαστη κατηγορία των εργοδοτών, επιχειρηματιών, αστών, οι οποίοι αναμφίβολα προτιμούν, όπως και ο Προυντόν, την κρατική αστυνομία από τον ταξικό ανταγωνισμό. Για να αποφευχθεί κάθε ενόχληση αυτής της αξιοσέβαστης τάξης, ο καλός μας Προυντόν προτείνει στους εργάτες –μέχρις ότου φτάσει το αλληλοβοηθητικό καθεστώς και παρά τα μειονεκτήματά της– «την ελευθερία ή ανταγωνισμό, τη μοναδική εγγύησή μας» (7).
Ο δάσκαλος κήρυσσε την αδιαφορία για τα οικονομικά ζητήματα προκειμένου να προστατέψει την ελευθερία ή τον αστικό ανταγωνισμό, τη μοναδική εγγύησή μας. Οι μαθητές του διδάσκουν την αδιαφορία για τα πολιτικά ζητήματα για να προστατέψουν την αστική ελευθερία, τη μοναδική εγγύησή τους. Αν οι πρώτοι χριστιανοί που επίσης κήρυσσαν την αδιαφορία για τα πολιτικά ζητήματα χρειάστηκαν τη συνδρομή ενός αυτοκράτορα για να μεταμορφωθούν από καταπιεζόμενους σε καταπιεστές, οι σύγχρονοι απόστολοι της αδιαφορίας για τα πολιτικά ζητήματα δεν πιστεύουν ότι οι αιώνιες αρχές τους επιβάλλουν και σ’ αυτούς τους ίδιους την αποχή από τις κοσμικές απολαύσεις και τα πρόσκαιρα προνόμια της αστικής κοινωνίας. Πάντως πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι υπομένουν με στωικότητα αντάξια των χριστιανών μαρτύρων το ασήκωτο φορτίο των 14 ή 16 ωρών εργασίας που φέρουν οι βιομηχανικοί εργάτες!
Λονδίνο, Ιανουάριος 1873
Το κείμενο γράφτηκε από τον Μαρξ στα γαλλικά μεταξύ Δεκεμβρίου 1872 και Ιανουαρίου 1873. Δημοσιεύθηκε στο Almanacco Repubblicano per l’ anno 1874 σε ιταλική μετάφραση Εnrico Bignami. Το γαλλικό χειρόγραφο του Μαρξ δεν έχει βρεθεί. Η μετάφραση γίνεται από τα ιταλικά σύμφωνα με την έκδοση MEGA-2 (τ. 24, σ. 105-109) (σ.τ.μ.).
(1). Βλ. το κεφάλαιο ΙΙ παρ. V με τίτλο Οι απεργίες και τα εργατικά συνδικάτα στο τομίδιο Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, απάντηση στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας του κυρίου Προυντόν (Παρίσι 1847, εκδόσεις Frank).
(2). Π. Ζ. Προυντόν, Περί της πολιτικής ικανότητας των εργαζόμενων τάξεων, Παρίσι, εκδόσεις Lacroix και σία, 1868, σελ. 327.
(3). “Che Bruti”, το οποίο είναι ομόηχο με το “che bruti” (τι κτήνη) και περίπου ομόηχο με το “che brutti” (πόσο αποκρουστικοί) (σ.τ.μ.).
(4). Ό.π., σελ. 333.
(5). Ό.π., σελ. 337-38.
(6). Ό.π., σελ. 334.