“Παιχνίδια” χρεοκοπίας
Σήμερα γίνεται αρκετή συζήτηση για το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας του ελληνικού δημοσίου. Μια συζήτηση στην οποία συνυπάρχουν σκοπιμότητες και πραγματικότητες. Σε στενή διασύνδεση, διεθνείς χρηματιστικοί οίκοι και υπερεθνικά όργανα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) θέτουν το ζήτημα, γιατί και ανησυχούν για τα δάνεια που έχουν παράσχει στο ελληνικό δημόσιο οι πελάτες τους αλλά και γιατί ταυτόχρονα δεν χάνουν την ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν – καθώς όσο πιο αδύναμος είναι ο δανειολήπτης τόσο μεγαλύτερα επιτόκια του επιβάλλονται. Σε αγαστή επίσης συγχορδία, ο κόσμος του χρηματιστικού κεφαλαίου (πολυεθνικές, ΣΕΒ, πλούσιοι, δικομματισμός) απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων, προκειμένου “να μη φτάσει η χώρα στη χρεοκοπία”. Μέτρα που, για μία ακόμη φορά, οδηγούν στην αφαίμαξη του λαού.
Η χρεοκοπία πλέον έχει γίνει λέξη της καθημερινότητας. Κι ενώ αυτή αφορούσε αρχικά την κατάσταση στην οποία βρίσκονται χιλιάδες νοικοκυριά, σήμερα αφορά την τεράστια διάσταση που έχει πάρει το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα. Αλλά δεν ήταν μοιραία και δεν είναι μοιραία η πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία. Ήταν και είναι αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών της κυρίαρχης τάξης, του αστισμού.
Κείμενα: Χρίστος Καραμάνος
Πτώχευση του μοντέλου που προώθησε ο αστισμός
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, λανσαρίστηκε η αντίληψη ότι η Ελλάδα, για να υπάρξει στην παγκόσμια αγορά, δεν μπορεί να στηριχτεί στη βιομηχανία αλλά στην αξιοποίηση της γεωπολιτικής θέσης της και στη φυσική της ομορφιά. Η αντίληψη αυτή μπορεί να ονομαστεί με διάφορους όρους, όπως εκσυγχρονισμένος μεταπρατισμός, τριτοποίηση κ.λπ. Παράλληλα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, άρχισε να παίρνει μεγάλη διάσταση η χρέωση της χώρας. Με αλματώδικο τρόπο, το δημόσιο χρέος εκτοξεύτηκε από τα επίπεδα του 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, που ήταν σε μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου, στο 100% του ΑΕΠ. Έκτοτε, κυμαίνεται σε αυτό το επίπεδο. Η εκτόξευση του χρέους συνδέθηκε με μια έντονη αστική προπαγάνδα για το δήθεν αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα και για το ότι “καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε”. Αυτό αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση για την εξαπόλυση διαδοχικών κυμάτων νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός και ο μεταπρατισμός συνδέονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 με το όραμα και την πρακτική του ευρωπαϊσμού. Με το επιχείρημα ότι θα απαλλάξει τη χώρα από κάθε περιπέτεια –τι οικτρή διάψευση σήμερα!–, η ένταξη στην ΟΝΕ αναγορεύεται σε εθνικό στόχο. Κι έτσι, έχουμε συνεχείς ιδιωτικοποιήσεις, ξεπούλημα δημόσιου πλούτου, διαδοχικά νομοθετήματα που οδηγούν στον εργασιακό μεσαίωνα, αποβιομηχάνιση και κλείσιμο μιας σειράς κλάδων της βιομηχανίας αλλά και μεγάλη τεχνολογική υστέρηση και τεχνολογική εξάρτηση, ειδικά στους τομείς αιχμής. Η αγροτική οικονομία διαλύεται. Παράλληλα, ο τουρισμός παίρνει μεγάλη ώθηση, η σύγχρονη μορφή τουρισμού, ο τουρισμός της παγκοσμιοποίησης, που στηρίζεται στα μεγάλα συγκροτήματα και συνδέεται με την καταστροφή του περιβάλλοντος αλλά και με την πολιτιστική ισοπέδωση. Οι δημόσιες επενδύσεις συρρικνώθηκαν και, τελικά, φτάσαμε στο σημείο επενδύσεις να γίνονται μόνο στα πλαίσια κοινοτικών προγραμμάτων. Η Ελλάδα καταντά ο φτωχός συγγενής της ΕΕ, ο ιδιωτικοποιημένος παράδεισος των πολυεθνικών, ο βαλκάνιος μεταπράτης που εκλιπαρεί να ξεπουληθεί σε Ευρωπαίους, Αμερικάνους, Ρώσους, Κινέζους, Γιαπωνέζους.
Το μοντέλο αυτό είναι απολύτως σαθρό, γι’ αυτό και σήμερα καταρρέει – κυριολεκτικά σαρώνεται μέσα στην κρίση. Κι ο μεγαλοαστισμός μας αποκαλύπτεται σαν τυπικό αρπακτικό απέναντι στις στρατιές της κοινωνίας των 500 ευρώ και σαν θρασύδειλος αεριτζής, που έχει μάθει να ζει “μαγειρεύοντας τα στοιχεία” και εισπράττοντας μίζες από τα ξεπουλήματα.
Η πορεία της Ελλάδας προς την έκρηξη του δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων δείχνει ένα μάλλον ευκολονόητο γεγονός: Δεν μπορεί να ζήσει μια χώρα (όπως και μια οικογένεια) ξεπουλώντας εσαεί τον πλούτο της, αντί να τον βάζει να δουλεύει παραγωγικά και να παράγει νέο πλούτο. Δεν μπορεί να ζήσει μια χώρα, που διαρκώς αυξάνει τις εισαγωγές της και μειώνει τις εξαγωγές της – καθώς τα περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε να παράγει και να εξάγει (π.χ. νέες τεχνολογίες) τα έχει ξεπουλήσει στους ξένους. Επίσης δεν μπορεί μια χώρα να ζήσει καταβαραθρώνοντας την εργασία – γιατί τότε ποιος θα καταναλώσει, ποιος θα πληρώσει φόρους, ποιος θα δημιουργήσει απόθεμα στα ασφαλιστικά ταμεία;
Το μοντέλο που σήμερα καταρρέει ήταν προβλεπτό ότι οδηγεί στην κατάρρευση. Η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα του αστισμού, που υπεπροβλήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η “ισχυρή Ελλάδα”, “η Ελλάδα της ΟΝΕ, της βαλκανικής εξόρμησης και της Ολυμπιάδας του 2004”, δεν ήταν τίποτα περισσότερο παρά σκέτη προπαγάνδα, που κάλυπτε έναν εντελώς αδιέξοδο δρόμο για το λαό και τη χώρα – ένα δρόμο από τον οποίο, βέβαια, ο κόσμος του πλούτου αποκόμισε τεράστια κέρδη.
Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός και ο ευρωπαϊσμός –σαν πρακτική στην οικονομία αλλά και σαν ιδεολόγημα– είναι η βασική αιτία που η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Την ίδια στιγμή, ο αστισμός σήμερα δεν διαθέτει καμία εναλλακτική λύση – ούτε καν ένα εναλλακτικό προπαγανδιστικό όραμα. Ο αστισμός δεν μπορεί πλέον να προσφέρει στο λαό ούτε καν την ελπίδα μιας στοιχειώδους προστασίας μπροστά στη φτωχοποίηση που καλπάζει. Πρώτη φορά σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική περίοδο είναι τόσο στριμωγμένος. Αυτό δείχνει και την τραγικότητα της κατάστασης και την ιδιαιτερότητάτης αλλά και την αναγκαιότητα και την κρισιμότητα της παρέμβασης της Αριστεράς.
Σύμφωνο… εξάρτησης και κερδοσκοπίας
Το δημόσιο χρέος βαραίνει όλο το λαό, γενιές επί γενεών, αλλά για κάποιους αποτελεί πεδίο τρελής κερδοφορίας. Οι τράπεζες και οι μεγάλοι κεφαλαιοκράτες, που τα κερδοσκοπικά κεφάλαιά τους διαχειρίζονται οι τράπεζες, κάνουν μεγάλο πάρτι με το χρέος. Αυτό ίσχυε από πάντα. Όπως από πάντα ίσχυε ότι ο χρεώστης είναι απόλυτα εξαρτημένος από τον πιστωτή του – και ο τελευταίος μπορεί να επιβάλει στον πρώτο όποιο μέτρο πολιτικής θέλει και όποια απαίτησή του. Αυτό το ζούμε σήμερα στην Ελλάδα, με την ΕΕ να επιβάλει μια σειρά μέτρα (π.χ. ασφαλιστικό) και χθες να απαιτεί και να επιβάλει επίσης μια σειρά ξεπουλήματα (“απελευθέρωση της αγοράς”. κατά την κοινοτική ορολογία), στον ΟΤΕ, στα ναυπηγεία, την ενέργεια.
Η πιο προκλητική και στυγνή επιβολή της ΕΕ είναι το διαβόητο Σύμφωνο Σταθερότητας, που καθορίζει, ανάμεσα, σε άλλα το πώς θα εξυπηρετείται ο δανεισμός της χώρας. Έτσι απαγορεύεται το ελληνικό δημόσιο να δανείζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που ειδικά τώρα, μέσα στην κρίση, έχει χαμηλά επιτόκια. Αντίθετα, το ΣΣ επιτρέπει το δανεισμό από την ΕΚΤ των διαφόρων εμπορικών τραπεζών, με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Έτσι, οι τράπεζες δανείζουν το ΕΔ με επιτόκιο 5% και 6%, έχοντας προηγουμένως δανειστεί από την ΕΚΤ με επιτόκια της τάξης του 1% και, μάλιστα, με εγγύηση του ΕΔ! Τι σημαίνει αυτό; Στο σύνολο του χρέους των 300 περίπου δισ. ευρώ, το υπερκέρδος των τραπεζών ξεπερνά τα 12 δισ. ευρώ. Τεράστιο ποσό: 12 δισ. ευρώ κάθε χρόνο! Τεράστια κλοπή! “Πολύ λογική” για τους διαχειριστές του νεοφιλελευθερισμού – αυτοί είναι οι νόμοι της αγοράς, που όπως θέλουν τους φτιάχνουν οι κρατούντες. Αυτό είναι που πρέπει να γίνει το κόκκινο πανί για το “λαό της κρίσης”.
Αλήθεια, πόσο κοστίζουν οι 100.000 θέσεις εργασίας το χρόνο; Μόλις 2,5 δισ. – και μάλιστα με όρους αμοιβής όχι τους σημερινούς αλλά αυτούς που είναι στα αιτήματα της Αριστεράς. Αν “σώζονταν” τα 12 δισ. από τους υπερτόκους των τραπεζών, τότε μόνο το 20% αυτών των 12 δισ. θα αρκούσε για να υπάρξουν οι 100.000 θέσεις εργασίας. Να, λοιπόν, πώς ο πιστωτής –με εργαλείο το ΣΣ– έχει αλυσοδεμένο το χρεώστη και του στερεί τη δυνατότητα να εφαρμόσει μια πολιτική ρεαλιστική, εφικτή, πραγματικά προς όφελος του λαού. Μια πολιτική που θα μπορούσε να ανατρέψει το φαύλο κύκλο της χρέωσης. Και μαζί με αυτόν, το φαύλο κύκλο της αφαίμαξης του λαού, του ξεπουλήματος του δημόσιου πλούτου, της εξάρτησης και της υστέρησης από τις αναπτυγμένες οικονομίες, της αποβιομηχάνισης, της κατασπατάλησης των δυνατοτήτων της χώρας. Κι όταν το διεθνές μονοπωλιακό κεφάλαιο φτάνει να καταπιέζει με τέτοιον απολυταρχικό τρόπο, με τρόπο “αποφασίζομεν και διατάσσομεν” –ακριβώς γιατί η κρίση είναι τόσο βαθιά και τείνει όλη η υφήλιος να δουλεύει για να διασωθούν τα κέρδη και η ηγεμονική θέση της παγκόσμιας ελίτ–, τότε δεν είναι μακριά η στιγμή της απάντησης του λαού απέναντι στη μεγάλη καταπίεση που υφίσταται.