Συνέντευξη με τoν Βαγγέλη Πισσία, καθηγητή στο ΤΕΙ Αθήνας
Ο Βαγγέλης Πισσίας που πήρε μέρος στην αποστολή η οποία έσπασε τον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας μίλησε στην "Αριστερά!" για την επιτυχία και τα πολιτικά μηνύματα μιας ενέργειας που προκάλεσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Τι επίδραση είχε το σπάσιμο του αποκλεισμού στο λαό της Παλαιστίνης και τον αραβικό κόσμο;
Ο παλαιστινιακός λαός ξέσπασε σ’ ένα παραλήρημα χαράς. Αυτή η χαρά είχε και πολιτικά αντικρίσματα για δύο λόγους. Σπάζοντας το από θαλάσσης εμπάργκο, το εμπάργκο άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, έσπασε και ένα πολιτικό εμπάργκο. Ρηγματώθηκε ένα πολιτικό εμπάργκο, το οποίο ο δυτικός κόσμος, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και οι Ευρωπαίοι, είχαν επιβάλλει από κοινού στον παλαιστινιακό λαό σαν ποινή για την δημοκρατική, πανθομολογούμενα αποδεκτή, ελεύθερη ψήφο του. Πριν από δυόμισι χρόνια οι Παλαιστίνιοι εξέλεξαν μία κυβέρνηση που αρέσει σε κάποιους, δεν αρέσει σε κάποιους άλλους. Ήταν μία κυβέρνηση που απηχούσε τις απόψεις, τις θέσεις και το πρόγραμμα του πολιτικού Ισλάμ, μία κυβέρνηση της Χαμάς.
Είναι σαράντα ένα, και όχι δύο, τα χρόνια που οι Παλαιστίνιοι είναι αποκλεισμένοι από θαλάσσης, άρα έχουμε ένα εμπάργκο προς τον παλαιστινιακό λαό. Ένα εμπάργκο κάμψης φρονήματος, γιατί η κάμψη του φρονήματος είναι ο μόνος τρόπος να αναγκαστεί ο παλαιστινιακός λαός να αποδεχθεί ένα σχέδιο του Ισραήλ και της Δύσης. Άρα μπορούμε να πούμε ότι η ρηγμάτωση του εμπάργκο έφερε χαρά και ελπίδα, και κατά κάποιο τρόπο δικαίωση, σ’ ένα λαό που δεν υποφέρει μόνο, αλλά και αντιστέκεται. Δεν ήταν μια ανθρωπιστική αποστολή – ήταν μια αποστολή που είχε στοιχεία ανθρωπιστικά, αλλά απευθυνόταν σ’ ένα λαό που υφίσταται τη βία και την εκμετάλλευση όπως και πολλοί άλλοι λαοί του πλανήτη. Αλλά όμως ο παλαιστινιακός λαός δικαιούται μία ξεχωριστή τιμή, καθώς είναι ένας λαός που αντιστέκεται εδώ και δεκαετίες.
Σ’ ό,τι αφορά τους αραβικούς λαούς, νομίζουμε ότι μοιράστηκαν ως ένα βαθμό τα συναισθήματα που παλαιστινιακού λαού και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς επιτεύχθηκε και η περαιτέρω απαξίωση των αραβικών ή και γενικότερα των μουσουλμανικών κυβερνήσεων που συναλλάσσονται με τα δυτικά καθεστώτα και επιβάλλουν στους λαούς την καταπίεση και τις στερήσεις. Τα καθεστώτα αυτά βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Αυτό που κυριαρχούσε σε όλες τις συζητήσεις κατά την παραμονή μας στη Γάζα ήταν η οξύτατη κριτική των Παλαιστίνιων πρώτα απ’ όλα στα αραβικά καθεστώτα, τα οποία υποτάσσονται και συνεργάζονται με το κράτος του Ισραήλ. Μερικές φορές είχαμε την αίσθηση ότι ασκούν οξύτερη κριτική σε έναν εσωτερικό εχθρό, παρά στον εξωτερικό, που είναι ο αμερικανοϊσραηλινός άξονας και οι ευρωπαίοι σύμμαχοί τους.
Σε πολλές δηλώσεις σας δόθηκε πολλή έμφαση στη στάση πολλών κυβερνήσεων απέναντι στον αποκλεισμό. Γιατί αυτή η έμφαση;
Αυτή η έμφαση για τους αποκλεισμούς είναι απόφαση κυβερνήσεων. Είναι απόφαση που περνάει μέσα από τα διεθνή ΜΜΕ και βρίσκει μεγάλη απήχηση στη Δύση. Δεν βρίσκει απήχηση στον αραβικό κόσμο. Ο αραβικός κόσμος, ο λαός, ο μουσουλμανικός κόσμος, είναι αλληλέγγυος στους Παλαιστίνιους. Όσοι σκέφτονται δημοκρατικά και δίκαια πρέπει να ανασύρουν από το ντουλάπι τις αξίες ακόμα και της αστικής επανάστασης: ελευθερία, αδελφοσύνη και ισότητα. Και βέβαια να σεβαστούν τα προτάγματα της ελευθερίας τα οποία τα δικαιούνται και άλλοι λαοί όπως ο παλαιστινιακός. Σ’ ό,τι αφορά τους αραβικούς λαούς, πρέπει κάποια στιγμή –και πιστεύουμε ότι αυτό θα συμβεί γρήγορα– να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να ξεμπερδέψουν με τα καθεστώτα που σήμερα τους κυβερνούν.
Ποια ήταν κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη δυσκολία του εγχειρήματος;
Το εγχείρημα είχε πάρα πολλές δυσκολίες. Θα έλεγα ότι οι μεγαλύτερες ήταν οι επιχειρησιακές. Να εξασφαλιστούν τα μέσα. Αυτό δεν το λέω επειδή η επιτυχία σε αυτόν τον τομέα μπορεί να αποδίδεται σε όσους προσπάθησαν εδώ στην Ελλάδα να εξασφαλίσουν τα μέσα εν κρυπτώ. Αλλά γιατί εκεί φάνηκε ότι υπήρξε η κομβική δυσκολία. Όμως επειδή εμείς που μετείχαμε στο εγχείρημα ενεργά θέλουμε να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, χωρίς την πολιτική προετοιμασία που έγινε από τους ανθρώπους που ξεκίνησαν την προσπάθεια προ διετίας, ανάμεσα στους οποίους ο Πολ Λαρούντι και κάποιοι άλλοι, τίποτα δεν θα ήταν δυνατό – αν δεν είχε εξασφαλιστεί αυτό το ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον που έφερε τη στήριξη από προσωπικότητες όπως ο Ντέσμοντ Τούτου, ο Κεν Λόουτς, ο Νόαμ Τσόμσκι, από μια σειρά οργανώσεις και, λίγους μεν αλλά ευδιάκριτους, ισραηλινούς ή αμερικάνους πολίτες. Το επιχειρησιακό στάδιο ήταν εκείνο που απαίτησε και καρδιά και ψυχή, που απλόχερα δόθηκε, και πιστεύω ότι πολλοί που δεν μετείχαν στην αποστολή θα έκαναν το ίδιο. Εμείς που πήραμε μέρος ήμασταν οι τυχεροί γιατί μας δόθηκε η ευκαιρία να κάνουμε κάτι που θέλαμε και που είχε καλό αποτέλεσμα. Όλα αυτά βγήκαν γιατί είχαμε ένα σχέδιο που πατούσε σε μια απόφαση ότι θα πάμε μέχρι το τέλος. Ότι θα γυρίσουμε πίσω μόνο όταν διακοπεί η πορεία μας προς τα μπρος, βίαια. Το ζύγισαν οι Ισραηλινοί, τους βγήκε μεγαλύτερο το κόστος από το όφελος, έκαναν και στρατηγικά λάθη στη διαχείριση της έντασης και της κρίσης και ηττήθηκαν. Το ότι μια ομάδα ανθρώπων της διπλανής πόρτας πίστεψε σε ένα εγχείρημα και τα κατάφερε, μας κάνει να σκεφτούμε πάνω σε μορφές πάλης και ακτιβισμού που ως τώρα δεν έχουν τραβήξει την προσοχή που θα έπρεπε από τα ριζοσπαστικά, επαναστατικά και ανατρεπτικά κινήματα της εποχής μας. Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι εμφανώς ή αφανώς βοήθησαν το εγχείρημα – και βέβαια μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται και στην εφημερίδα σας.
Τη συνέντευξη πήρε η Κατερίνα Τριανταφύλλου