Η φετινή Πρωτομαγιά: "Δύσκολη" ή ελπιδοφόρα;
Όλοι αντιλαμβάνονται πως η φετινή Πρωτομαγιά παρουσιάζει ορισμένες ιδιομορφίες. Βρισκόμαστε μετά από πολλούς μήνες σημαντικών κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό, όπου εκφράστηκε η αγωνιστική διάθεση εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων αλλά και η συμπαράσταση ολόκληρης της κοινωνίας. Βρισκόμαστε όμως και μετά το κλείσιμο αυτής της κινητοποίησης. Ένα κλείσιμο που δεν συνέβη γιατί κουράστηκαν οι εργαζόμενοι (αγαπημένο σλόγκαν πολλών συνδικαλιστών όλων των τάσεων) ή γιατί ψηφίστηκε ο νόμος, αλλά γιατί η συνδικαλιστική ηγεσία, κύρια η ΠΑΣΚΕ η ΔΑΚΕ, αποφάσισε να κλείσει τις κινη τοποιήσεις. Βρισκόμαστε μετά την υπογραφή της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης του αίσχους, σε μια περίοδο που πολλοί συνδικαλιστές (όχι μόνο του δικομματισμού) "κηρύσσουν" την κάμψη του κινήματος και προετοιμάζουν τα πνεύματα για μια δύσκολη Πρωτομαγιά.
Η πραγματικότητα, όμως, δεν έχει μόνο μια πλευρά – και ιδιαίτερα τη διαρκώς, μονίμως και συστηματικά δύσκολη. Πέρα από τα παραπάνω, βρισκόμαστε σε μια εποχή που τα προβλήματα των εργαζόμενων, και ιδιαίτερα των νέων, πολλαπλασιάζονται. Και τίποτα δεν δείχνει πως όλος αυτός ο κόσμος έχει αποδεχτεί να ζει χωρίς δικαιώματα. Η απεργία της Τράπεζας της Ελλάδας έδειξε τα όρια της "αδιαλλαξίας" της κυβέρνησης. Πάρα πολλοί κλάδοι βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για την υπογραφή κλαδικών συμβάσεων. Και το κυριότερο, κάθε επαφή με εργαζόμενους δείχνει πως η απογοήτευση περισσότερο βρίσκεται στην "κορυφή" και λιγότερο στη βάση. Την ίδια στιγμή, οι εξεγέρσεις των πεινασμένων και οι επιτυχίες του λαού του Νεπάλ δείχνουν πως τα πράγματα δεν θα πάνε όπως τα σχεδιάζουν "οι μεγάλοι", παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα για τους λαούς.
Δύσκολη, λοιπόν, ή ελπιδοφόρα η φετινή Πρωτομαγιά; Σίγουρα θα είναι δύσκολη. Όχι γιατί είναι δύσκολη η κατάσταση, αυτό θα μπορούσε να ξεπεραστεί, ακόμα και να αντιστραφεί, αλλά γιατί η πλειοψηφία των συνδικαλιστών τη θέλει δύσκολη, για να επανέλθει η κατάσταση στη συνηθισμένη τους αφασία. Η δυσκολία επιτείνεται από το γεγονός ότι η αφασία και το "υπάρχουμε για τον εαυτό μας" επεκτείνεται στο χώρο της πολιτικής Αριστεράς – και όχι μόνο της κοινοβουλευτικής. Αυτά όμως αφορούν σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό και συνδικαλιστικό προσωπικό, το οποίο μπορεί να καθορίζει πράγματα, να διευκολύνει ή να δυσκολεύει εξελίξεις, ακόμα και να κλείνει αγώνες, αλλά δεν μπορεί να αποφασίσει για το πώς θα πάνε τα πράγματα. Ειδικά στην απομόνωση από τον κόσμο στην οποία βρίσκεται – ή, ακριβέστερα, έχει αυτοκαταδικαστεί. Πέρα από αυτό τον κόσμο ή μικρόκοσμο με τη "μεγάλη δύναμη" βρίσκεται ο κόσμος της δουλειάς. Οι εργαζόμενοι που συμπιέζονται και είναι αδύνατο να μείνουν αδρανείς. Οι νέοι που αρνούνται την καταδίκη τους σε πλήρη ελαστικοποίηση και παντελή έλλειψη δικαιωμάτων. Οι συμβασιούχοι που κρέμονται σε υποσχέσεις για μερικούς μήνες δουλειά. Οι εργαζόμενοι με stage, οι σύγχρονοι σκλάβοι. Οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι. Και όλοι αυτοί δεν είναι η μειοψηφία και το περιθώριο, αλλά η πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία η οποία συνήθως δεν εκφράζεται, δεν έχει βρει τη δική της φωνή, δεν είναι οργανωμένη, είναι "ανίσχυρη".
Αυτός ο κόσμος είναι η ελπίδα, όχι μόνο της Πρωτομαγιάς, αλλά και του εργατικού και των κοινωνικών κινημάτων. Μόνο που πρέπει να ξεπεράσει τις αδυναμίες του. Να αρχίσει να οργανώνεται. Να βρει τη φωνή του. Να αρχίσει να συνειδητοποιεί τη δύναμή του. Τότε θα αρχίσει να αλλάζει το τοπίο και η δύναμη θα μετατοπιστεί από τους λίγους στους πολλούς. Αυτό πρέπει να είναι το μήνυμα της φετινής Πρωτομαγιάς. Δύσκολης και ελπιδοφόρας γιατί, παρά το χάλι που επικρατεί και τους μηχανισμούς που δουλεύουν γι’ αυτό, ο κόσμος αντιστέκεται. Όχι μόνο στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά και στην αφασία. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από μας και τη δουλειά που πρέπει να γίνει.