«Η ένταση της καταστολής συνδέεται με την οικονομική κρίση» Συνέντευξη με τον Δημήτρη Mπελαντή, δικηγόρο, διδάκτορα Συνταγματικού Δικαίου

τ.280, 18/12/2009

 

Τι έδειξε όλο αυτό το κλίμα που καλλιεργήθηκε με τις προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές; Κατά πόσο ήταν νόμιμες οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και ποια ήταν η πολιτική τους στόχευση;

Το καθεστώς των προσαγωγών διέπεται νομικά από ένα Προεδρικό Διάταγμα από το 1991, το οποίο θέτει δύο προϋποθέσεις. Η μία είναι να μην έχει κάποιος ταυτότητα και να χρειάζεται να τον προσαγάγουν προκειμένου να εξακριβώσουν τα στοιχεία του. Και η δεύτερη είναι ότι κάποιος κινεί συγκεκριμένες, όμως, υπόνοιες ότι είναι ύποπτος τέλεσης αξιόποινων πράξεων. Όμως στην περίπτωση την προχθεσινή που είχαμε τις προσαγωγές, δεν συνέτρεχε ούτε η μία προϋπόθεση ούτε η άλλη. Ουσιαστικά, λοιπόν, δημιουργείται μια κατάσταση εκτός νόμου και εκτός συντάγματος, η οποία κατατείνει στο να τρομοκρατεί και να φακελώνει τους διαδηλωτές, και ιδίως τους νέους, και να δημιουργεί ένα πλαίσιο εκφοβισμού αλλά και συγκέντρωσης στοιχείων για τους διαδηλωτές.

 

Aκούστηκε από πολλούς ότι επιδιώκεται να «φακελώσουν» ολόκληρη τη νέα γενιά. Ποια είναι η γνώμη σου σχετικά με αυτό;

Νομίζω ότι έτσι είναι. Oδηγούμαστε σε μια κατεύθυνση ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων, όπου πλέον αυτό το οποίο φακελώνεται είναι το φρόνημα. Δηλαδή, πρόκειται για επανάληψη του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά πλέον σ’ ένα εξελιγμένο τεχνολογικό πλαίσιο – με σκοπό όμως πάντα την ποινικοποίηση του φρονήματος, κατά τη γνώμη μου.

 

Eνδέχεται, ας πούμε, μια προηγούμενη προσαγωγή ή τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί να χρησιμοποιηθούν ως επιβαρυντικά σε κάποιο μελλοντικό περιστατικό;

Άμεσα και προφανώς, πιστεύω όχι. Αλλά νομίζω ότι σίγουρα αυτό θα καθοδηγεί την πρακτική και των εισαγγελικών και των αστυνομικών αρχών. Ας πάμε λίγο στο πολιτικό στοιχείο της όλης κατάστασης… Nομίζω ότι το πολιτικό συνδέεται με την κοινωνική κρίση, με την οικονομική κρίση, με το γεγονός ότι πρόκειται να επιβληθούν πολύ σκληρά αντιλαϊκά και νεοφιλελεύθερα μέτρα καθώς και με το γεγονός ότι υπάρχει ανασφάλεια σε σχέση με το ξέσπασμα μιας κοινωνικής αναταραχής. Νομίζω, λοιπόν, ότι με αυτό το πρόταγμα της ασφάλειας προσπαθεί το κράτος να πολώσει μεσοαστικά στρώματα αλλά και συντηρητικά στρώματα, ακόμα και των μισθωτών, να μετατοπίσει τις κοινωνικές τους ανασφάλειες προς μια κατεύθυνση ασφάλειας –που την εγγυάται το κράτος– και μ’ αυτόν τον τρόπο να αλλάξει τους όρους της συζήτησης. Εγώ αυτή την αίσθηση έχω. Και σε αυτό υπάρχουν πολλά ιστορικά προηγούμενα. Ας πούμε, το κράτος προτάσσει το ζήτημα της ασφάλειας με την τρομοϋστερία ή με όποιον άλλον τρόπο, ακριβώς στο έδαφος της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, για να μετατοπίσει τις αντιδράσεις του κόσμου από τα πραγματικά προβλήματα προς προβλήματα που δεν είναι πραγματικά.

 

Όσον αφορά τον κουκουλονόμο, έχουμε ακούσει την κυβέρνηση και τους υπουργούς να τον χαρακτηρίζουν γελοίο, να επαγγέλλονται την άμεση κατάργησή του. O κουκουλονόμος, όμως, όχι μόνο υφίσταται, αλλά γίνονται και διώξεις με βάση αυτόν. Ποια είναι η δική σου γνώμη;

Πιστεύω ότι στο σύστημα αυτό υπάρχει κοινή πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει περίπτωση να τηρήσει αυτές τις εξαγγελίες περί κατάργησης του κουκουλονόμου κι ότι παραλαμβάνει από τη ΝΔ ένα αυταρχικό οπλοστάσιο για να το χρησιμοποιήσει ενάντια στο λαό και στις κοινωνικές αντιστάσεις. Και, μια που το έθεσες έτσι, ένα νομικό οπλοστάσιο, που είναι οπλοστάσιο οχύρωσης σ’ αυτά που έρχονται. Χρησιμοποιούνται όμως και νόμοι που δεν εντάσσονται σ’ αυτή τη λογική, όπως είναι ο νόμος για παραμέληση ανηλίκων κ.λπ., ο οποίος είδαμε ότι ασκήθηκε και ασκήθηκαν διώξεις ενάντια σε γονείς. Nομίζω ότι αυτή η ανάσυρση παλαιών νομοθετημάτων και η τωρινή τους αξιοποίηση, όπως του συγκεκριμένου, αποσκοπεί να προσδώσει στην οικογένεια το ρόλο ενός μηχανισμού πειθάρχησης. Δηλαδή, με το να επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη επάνω και από τους γονείς, γίνεται προσπάθεια να ενταθεί ο ρόλος της ίδιας της οικογένειας σαν μηχανισμού εσωτερικής καταστολής.

 

Η Αριστερά πώς πρέπει να απαντήσει στο δίπολο που στήνεται στην κοινωνία και επιζητεί, από τη μια, την ασφάλεια και την τάξη και, από την άλλη, χαρακτηρίζει όποιον κινητοποιείται ως τρομοκράτη; Αυτό το δίπολο πώς το αποδομεί, πώς το σπάει η Αριστερά;

Eίναι δύσκολη ερώτηση. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, πιστεύω ότι έπρεπε να υπάρχει ένα ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς απέναντι στο ζήτημα της καταστολής και της υπεράσπισης και διεύρυνσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Και νομίζω ότι ορισμένες δυνάμεις έχουν λειτουργήσει αρνητικάσε σχέση με αυτό το καθήκον. Για παράδειγμα, το ΚΚΕ δεν έχει δώσει ένα θετικό δείγμα στην κατεύθυνση μιας ενιαίας στάσης της Αριστεράς απέναντι σ’ αυτή την προσπάθεια τρομοκράτησης και καταστολής. Πιστεύω, δηλαδή, ότι, πρώτον, πρέπει να υπάρχει ενότητα και ένα ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς απέναντι στην καταστολή και, δεύτερον, να αναδειχτεί και μία αντίφαση: ότι κυρίως τα κόμματα που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται τη δημοκρατία και τα δικαιώματα είναι εκείνα που καταλύουν, τελικά, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα.