Συνέντευξη με την Αλίντα Δημητρίου, σκηνοθέτρια
Την Παρασκευή, 20 Νοεμβρίου 2009, έγινε η προβολή του ντοκιμαντέρ Η Ζωή στους Βράχους (συνέχεια της ταινίας Πουλιά στο Βάλτο, που όμως λειτουργεί και αυτόνομα) για τις γυναίκες που βρέθηκαν να πολεμούν με τον ΔΣΕ στο βουνό ή εξόριστες εξαιτίας της δράσης τους, και ακολούθησε συζήτηση με τη σκηνοθέτρια, την Αλίντα Δημητρίου, στη λέσχη Ανατολικός Άνεμος, με μεγάλη συμμετοχή τόσο από νέους ανθρώπους, όσο και από μεγαλύτερους. Το ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου, “χειροποίητο”, χωρίς χρηματοδότηση από οποιονδήποτε φορέα, δίνει το λόγο στις γυναίκες, για να θυμηθούν την εμπειρία τους με τον ΔΣΕ αλλά και τα βασανιστήρια της εξορίας.
Στη συζήτηση, πέρα από διευκρινίσεις και περισσότερες πληροφορίες για την ταινία που ζητήθηκαν, τέθηκαν διάφορα θέματα. Η Ζωή στους Βράχους έχει μια τελείως διαφορετική ματιά: εστιάζει στο ένα μόνο στρατόπεδο, και μάλιστα όχι στο σύνολό του, αλλά στις μαχήτριες. Γυναίκες που στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν μετανιώνουν για τίποτα και αναπολούν τις δυσκολίες στο βουνό και στην εξορία χωρίς ηττοπάθεια και μιζέρια, με ζωντάνια και πάθος που ξαφνιάζουν και συνεπαίρνουν. Από τα ζητήματα που έθετε η ταινία και αναλύθηκαν στη συνέχεια, κυριάρχησε η προσπάθεια να γίνει μια σύνδεση με το σήμερα, με βάση το παράδειγμα αυτών των γυναικών: πέρα από την (στείρα, ίσως) ηρωοποίησή τους, το πιο βασικό και κρίσιμο είναι να ελεγχθεί η σημερινή κατάσταση υπό το φως της τότε εμπειρίας. Τι καθήκοντα βρίσκει μπροστά της μια γυναίκα σήμερα, και πώς μπορεί να αντεπεξέλθει σ’ αυτά με όρους στράτευσης;
Με αφορμή την προβολή και τη συζήτηση, μιλήσαμε με την Αλίντα Δημητρίου για την ταινία.
Είναι το δεύτερο ντοκιμαντέρ όπου καταπιάνεστε με το ρόλο και την εμπειρία των γυναικών – πρώτα στην Αντίσταση και έπειτα στον ΔΣΕ. Τι σας οδήγησε σε αυτό το θέμα;
Εξαιτίας ενός ξένου ντοκιμαντέρ που είδα πριν μερικά χρόνια, πολιτικού περιεχομένου αλλά και χαμηλού προϋπολογισμού, οδηγήθηκα στην αναζήτηση ενός πολιτικού θέματος που ν’ αφορά τη χώρα μας.
Αναζητώντας, κουβεντιάζοντας με άλλους και εξαιτίας της επιλογής μου να είμαι πάντα με αυτούς που δεν χειροκροτήθηκαν, έφτασα στις ανώνυμες γυναίκες. Στις γυναίκες εκείνες που φαίνονται στην ταινία αλλά και σ’ όσες χάθηκαν, χάνονται και θα χαθούν στον Καιάδα της ιστορίας και οι ηγεσίες τις θεωρούν παράπλευρες απώλειες. Πόσο λίγα έχουν γραφτεί για τις γυναίκες που συμμετείχαν στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι της δεκαετίας του ’40…
Πήρα υπόψη μου την προφορική ιστορία, έναν νεότερο κλάδο της ιστορίας που θεωρεί όλες τις μειονότητες, που αγνοούνται από την επίσημη ιστορία, μάρτυρες “χωρίς φωνή”. Και οι γυναίκες “μου” είναι μάρτυρες “χωρίς φωνή” που φεύγουν σιγά-σιγά και κανείς δεν θα ήξερε ότι πρόσφεραν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους σ’ έναν αγώνα απελευθέρωσης, σ’ έναν αγώνα για μια πιο αξιοπρεπή ύπαρξη του ανθρώπου. Και το πιο σπουδαίο δεν είναι ότι ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα, αλλά το ότι δεν μετάνιωσαν, και όπως λένε: “Και τώρα, αν χρειαστεί, θα κάνουμε το ίδιο”. Κι αυτό είναι το σημαντικό: η σκυτάλη που παραδίδουν στους νέους. Η πλατφόρμα πάνω στην οποία θα πατήσουν οι νέοι για ν’ αγωνιστούν για τα δικά τους οράματα.
Λαοί χωρίς μνήμη είναι λαοί χωρίς μέλλον. Λαοί χωρίς γνώση είναι λαοί που δεν γράφουν ιστορία. Τους υπαγορεύουν τη μοίρα τους, τους ευνουχίζουν για να μπορούν να γράψουν την ιστορία από τη δική τους σκοπιά.
Τι κρατάτε από τις μαρτυρίες αυτές;
“Τι κρατάτε από τις μαρτυρίες αυτές”; Να δω και να μετρήσω ξανά τη ζωή ανεβάζοντας τον πήχη. Όλα όσα τις χαρακτηρίζουν. Αξιοπρέπεια, ήθος, πείσμα σε αυτό που πίστευαν, αντοχή στις ταλαιπωρίες, βασανισμούς που υποστήκαν. Και αυτό που με ενθουσιάζει είναι ότι μετά από κάθε προβολή έχω ακούσει γυναίκες να λένε “Δεν θα ξαναπαραπονεθούμε όταν αυτές…”. Κρατάω λοιπόν στην ψυχή μου ανανεωμένη την πίστη μου για τον άνθρωπο.
Εκείνο που διαπίστωσα, και είναι αξιόλογο, είναι ότι δεν νιώθουν ηττημένες. Συχνά ακούμε ή διαβάζουμε για τη γενιά της ήττας. Ε, αυτό δεν ακουμπά τις γυναίκες και ίσως έρχεται να δέσει με μια γυναίκα που όταν αναφέρεται στη Μακρόνησο λέει: “Εμείς οι γυναίκες είμαστε πιο σκληρές”, και μια άλλη: “Έπρεπε να το αντέξουμε, γιατί εμείς είχαμε το δίκιο”. Καθώς βλέπετε, τσαούσες, όπως λέμε, ίχνος “μεταμέλειας”!
Πώς, κατά τη γνώμη σας, πρέπει να μελετήσουμε την περίοδο εκείνη; Το τελευταίο διάστημα, που η συζήτηση έχει ξανανοίξει, φαίνεται ότι οι ερμηνείες εξακολουθούν να είναι αρκετά διαφορετικές.
Γίνεται μια προσπάθεια σε παγκόσμια κλίμακα και για όλα τα γεγονότα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να κοιταχτούν νηφάλια, να αποσυνδενθούν από συγκινησιακές φορτήσεις και πολλά άλλα.
Σχολιάζοντάς το σε μια καθημερινή κουβέντα θα λέγαμε “ξαναχτυπάνε” και θα απαντούσαμε “είμαστε εδώ”.
Τα ιστορικά γεγονότα δεν μπορούν να ξαναγίνουν αλλιώς και αλλιώτικα. Τα γεγονότα παραμένουν αναλλοίωτα, όση λήθη και αν ρίξουν. Τα γεγονότα είμαστε εμείς, τα γεγονότα στήθηκαν με τις δικές μας πλάτες.
Μονάχα οι ερμηνείες μπορούν να γίνουν και να ξαναγίνουν. Και αυτές οι διάφορες ερμηνείες, εξαρτώνται από το ποιοι τις κάνουν και γιατί. Πού αποσκοπούν; Σε μια συναίνεση;
Εγώ πιστεύω ότι είναι πια καιρός να μάθουμε πραγματικά τι συνέβη, γιατί, και ποιοι ευθύνονται. Δεν είμαι της άποψης ότι ευθύνονται όλοι. Μια τέτοια άποψη είναι λανθασμένη και οδηγεί σε ερμηνείες λανθασμένες και μισαλλόδοξες. Κάθε άποψή μας πρέπει να τεκμηριώνεται με έγγραφα και στοιχεία που εν πολλοίς μας έχουν αποκρυφτεί. Είναι πια καιρός. Η ιστορία μας περιμένει, κρυφογελάει και αναρωτιέται: “τι θα γίνει πια μ’ αυτούς;”
Πριν κλείσω θα μου επιτρέψετε να σας παραθέσω, αντιγράφοντας, το πιο συγκινητικό μήνυμα που έλαβα από το Στρασβούργο, όταν εκεί παίχτηκε η πρώτη ταινία, Πουλιά στο Βάλτο:
“Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που όλοι οι άντρες (παππούς και αδέλφια του) εκτελέστηκαν στον εμφύλιο (η ιστορία της μάνας με τα κεφάλια των γιων της είναι ακριβώς η ιστορία της προγιαγιάς μου). Ο τρίτος της γιος (ο παππούς μου) εκτελέστηκε από έκτακτο στρατοδικείο στην Κόρινθο το ’48 (ήταν 32 ετών). Οι γυναίκες της οικογένειας πέρασαν όλες από τις φυλακές”.
Μεγάλη επιτυχία γνωρίζει η ταινία “Η ζωή στους βράχους”
Παρά το ότι προβάλλεται σε μία μόνο αίθουσα, με σχεδόν μηδενική διαφήμιση και προώθηση, η ταινία έχει συγκινήσει και προκαλέσει το ενδιαφέρον, ενώ οι κριτικές και τα σχόλια των θεατών είναι πολύ θερμά. (Πόσο συχνά βλέπετε τον τελευταίο καιρό τους θεατές μιας ταινίας να χειροκροτούν στο τέλος της προβολής, απουσία των συντελεστών;). Η προβολή της παρατείνεται για τον Δεκέμβριο, στον κινηματογράφο Ίλιον (Τροίας 34 και Πατησίων), ενώ πλέον υπάρχει και το ενδεχόμενο να προβληθεί από τον Γενάρη και το πρώτο μέρος, Τα Πουλιά στο Βάλτο, που δεν είχε βρει κανονική διανομή πέρυσι.
Πώς εξηγεί την ανταπόκριση του κοινού η Αλίντα Δημητρίου; “Δεν πρόκειται για μυθοπλασία, αλλά για ντοκουμέντα των ίδιων των ανθρώπων που έζησαν τον εμφύλιο (εάν είναι εμφύλιος)”. Και είναι, προσθέτει, μια διαφορετική πρόταση ντοκιμαντέρ, από την οποία απουσιάζουν (εκ προθέσεως) τα δομικά στοιχεία του είδους.